«Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κυριολεκτικά τη δυνατότητα επιβίωσής μου που στηριζόταν σε μια αξιοπρεπή σύνταξη που επί 35 χρόνια εγώ μόνον (χωρίς ενίσχυση κράτους) πλήρωνα γι΄αυτήν. Επειδή έχω μια ηλικία που δεν μου δίνει την ατομική δυνατότητα δυναμικής αντίδρασης (χωρίς βέβαια να αποκλείω αν ένας Ελληνας έπαιρνε το καλάσνικωφ ο δεύτερος θα ήμουν εγώ) δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω τα σκουπίδια για την διατροφή μου. Πιστεύω πως οι νέοι χωρίς μέλλον, κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στην πλατεία Συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους εθνικούς προδότες, όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στον Μουσολίνι (Πιάτσα Λορέτο του Μιλάνου)».
Στις 4 Απρίλη του 2012, ο συνταξιούχος Δημήτρης Χριστούλας αυτοκτονούσε στην πλατεία Συντάγματος, αφήνοντας πίσω του αυτό το σημείωμα. Επί της ουσίας, παρά τη διαφορά στον όγκο του λόγου, ο Δ. Χριστούλας δεν είπε τίποτα το διαφορετικό απ’ αυτά που είπε ο Χριστόδουλος Ξηρός στα κείμενα με τα οποία έκανε την επανεμφάνισή του μετά τη φυγή από τη φυλακή και προσδιόρισε την πολιτική του στάση. Και ο ένας και ο άλλος μι- λούν με τη γλώσσα των «αγανακτισμένων», μ’ αυτό το αμάλγαμα καταγγελιολογίας και αγωνιστικού βολονταρισμού, που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια, χωρίς κάποια συγκροτημένη προγραμματική πλατφόρμα, χωρίς στρατηγική και τακτική.
Η διαφορά στον τρόπο αντίδρασης του κράτους είναι, βέβαια, ευεξήγητη. Ο Δ. Χριστού-λας έβαλε τέρμα στη ζωή του και το τελευταίο μήνυμά του δεν ήταν δύσκολο να ριχτεί στη λήθη. Αντίθετα, ο Χρ. Ξηρός είναι ζωντανός και δηλώνει μάχιμος και αυτό δημιουργεί μια –απροσδιόριστη ως προς το μέγεθός της– απειλή για τη σταθερότητα του συστήματος.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως στις σημερινές συνθήκες το ένοπλο, στην οποιαδήποτε ιδεολογικοπολιτική έκφανσή του, έχει ευρεία κοινωνική νομιμοποίηση. Ενας λαός οργισμένος, αλλά και μπαϊλντισμένος και με το σύνδρομο της ήττας να τον καταπλακώνει, θα χαιρετίσει κάθε ενέργεια ενάντια σε καθεστωτικούς στόχους. Κι αυτό είναι που κάνει την αστική εξουσία και τους λακέδες της να σκυλιάζουν. Αν δεν αισθάνονταν απόλυτα κοινωνικά απομονωμένοι, δε θα οργάνωναν αυτή τη φρενιτώδη εκστρατεία που στο επίπεδα της προπαγάνδας συχνά προκαλεί γέλια μέχρι δακρύων (στο επίπεδο της καταστολής προκαλεί οργή, φυσικά). Γι’ αυτό προσπαθούν με χαρακτηρισμούς, με βρισιές, με λοιδωρίες, να εξαλείψουν κάθε πολιτική συζήτηση γύρω από τα όσα είπε ο Χρ. Ξηρός.
Ούτε είναι τυχαίο ότι, ανεξάρτητα από το σκυλοκαυγά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ (έρχονται και εκλογές, βλέπετε), το πολιτικό σύστημα ως σύνολο συνασπίστηκε στα δεξιά του πολιτικού φάσματος (πιο δεξιά είναι μόνο οι νεοναζί), με το ΣΥΡΙΖΑ να ζητά παραιτήσεις υπουργών για τη φυγή του Χρ. Ξηρού (ο οποίος πήρε μια νόμιμη άδεια!), να κλείνει τα μάτια στο αστυνομικό όργιο σε βάρος ακόμη και των υπερήλικων γονιών του και να αφήνει να διαφανεί η συμφωνία του σε μέτρα αφαίρεσης δικαιωμάτων από τους πολιτικούς κρατούμενους. Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε, φυσικά, ότι αυτή τη φορά, αμυνόμενοι στις άγαρμπες επιθέσεις της Μισέλ και του Σίμου, οι ΣΥΡΙΖΑίοι έβγαλαν το πιο αποκρουστικό αστικό τους πρόσωπο, εκτοξεύοντας τις πιο ιταμές κατηγορίες κατά του ένοπλου, καταβάλλοντας το δικό τους οβολό στην προσπάθεια αποπολιτικοποίησης και απαξίωσής του.
Ο λαός δεν κινδυνεύει από οργανώσεις και αγωνιστές που έχουν κάνει την επιλογή του ένοπλου αγώνα κι αυτό το ξέρει καλά. Ο λαός κινδυνεύει από την τρομοϋστερία, αν αυτή βρει έστω και λίγο έδαφος για να καρπίσει. Οποιος εργαζόμενος, άνεργος, νέος, λαϊκός άνθρωπος τοποθετεί τους αγωνιστές του ένοπλου «απέναντι» πυροβολεί τον εαυτό του. Μετατρέπεται σε υποχείριο της αστικής εξουσίας, που τον καταδικάζει στην ανεργία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση.
Η κυβέρνηση, πανικόβλητη από τις εξελίξεις, καθώς εισπράττει και τη δυσαρέσκεια των «μεγάλων συμμάχων», έχει εξαπολύσει ένα κυνήγι μαγισσών, με στόχο να σπείρει τον τρόμο και όχι βέβαια επειδή οι Κλουζό της Αντιτρομοκρατικής εκτιμούν ότι μπορούν να βρουν τον Χριστόδουλο σε σπίτια συγγενών του (στους οποίους συμπεριφέρονται σαν ναζί) ή σε σπίτια αγωνιστών του αναρχικού χώρου. Χωρίς ούτε στιγμή να υποχωρούμε από τις θέσεις αρχών, χωρίς να παραδίνουμε ούτε πόντο στην αστική προπαγάνδα, χωρίς να τρομάζουμε από τη σφοδρότητα της τρομοϋστερίας, οφείλουμε να σταθούμε στο πλευρό των πολιτικών κρατούμενων και των δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια. Θα τους υπερασπιστούμε γι’ αυτό που είναι και όχι από κάποια αστοφιλελεύθερη ή φιλανθρωπική σκοπιά. Θα τους υπερασπιστούμε ως δικούς μας ανθρώπους, ξεκαθαρίζοντας προς κάθε κατεύθυνση ότι το ένοπλο ήταν και είναι κομμάτι του κινήματος. Οποιος είναι επαναστάτης αυτό οφείλει σήμερα να το διακηρύσσει με μεγαλύτερη ένταση. Ας αφήσουμε την πολιτική αθλιότητα για τους άθλιους και τους ποταπούς, αυτούς που βρήκαν την ευκαιρία να γλείψουν την αστική εξουσία και να ενισχύσουν –σαν χαμαιλέοντες– τους δεσμούς τους με τον επελαύνοντα προς την κορυφή της εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ.
Από εκεί και πέρα, οι αναγνώστες της «Κ» ξέρουν πολύ καλά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμφωνήσουμε με τον πολιτικά χαώδη, ιδεολογικά απροσδιόριστο και ηθικά-αγωνιστικά αλαζονικό και υ-περφίαλο λόγο του Χρ. Ξηρού. Ο ίδιος φεύγει όχι μόνο από τα όσα υποστήριζε στο παρελθόν, αλλά και από την τακτική της «ένοπλης προπαγάνδας» και των «παραδειγματικών πράξεων», εμφανιζόμενος ως ο νέος Βελουχιώτης ή ο νέος Καραϊσκάκης, που θα συνεγείρει τα πλήθη για να τον ακολουθήσουν στο δρόμο της αντίστασης, έτσι όπως την ευαγγελίζεται. Οι άλλοι, όσοι έχουν διαφορετική αντίληψη για την επαναστατική στρατηγική και τακτική, αξίζουν μόνον τις ύβρεις του (ασφαλές καταφύγιο όταν απουσιάζει η συγκροτημένη ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση).
Ας μην ξεχνά, όμως, ότι για να υπάρξει Βελουχιώτης προϋπήρξε το επαναστατικό ΚΚΕ, οι επεξεργασίες του, η μαζική του δουλειά, η προγραμματική του δουλειά (που επέτρεψε στα στελέχη του να έχουν σωστό προσανατολισμό στην Κατοχή), η οργανωτική του δουλειά (που σφυρηλάτησε στελέχη ικανά να αναδειχτούν σε λαϊκούς ηγέτες). Και για να υπάρξει Καραϊσκάκης προϋπήρξαν ο Ρήγας και η Φιλική Εταιρία, προϋπήρξαν αυτοί που ετοίμασαν την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ‘21, η οποία δεν προέκυψε σαν την Αθηνά μέσα από το κεφάλι του Δία. Παραπέρα συζήτηση δε θα κάνουμε.
ΥΓ: Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, με το γνωστό λακωνικό του ύφος (ολόκληρη η δήλωσή του δημοσιεύεται δίπλα), εγείρει ένα ζήτημα όχι μόνο πολιτικής αλλά και ηθικής τάξης. Υπήρξε ο άνθρωπος που προσωποποίησε τη 17Ν, «γυρνώντας την κατάσταση» που είχε διαμορφωθεί εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 2002, όταν –όπως γράφει– «η τιμή της οργάνωσης και οι επαναστατικές αξίες ευτελίζονταν από τις ομολογίες και τραυματίζονταν από το κενό της σιωπής». Από τότε δήλωσε ότι η 17Ν έκλεισε τον ιστορικό της κύκλο και σ’ αυτό συμφώνησαν οι πάντες. Εχει κάθε δικαίωμα, λοιπόν, να απαιτεί σεβασμό στα αυτονόητα και αυτό το δικαίωμα του το δίνει όχι μόνο η στάση του στα δικαστήρια και τη φυλακή, αλλά και το γεγονός ότι παρέμεινε και παραμένει πολιτικά ενεργός, ότι ουδέποτε απαξίωσε τη δράση της οργάνωσής του, ουδέποτε είδε εχθρικά τη δράση άλλων οργανώσεων, ουδέποτε απαξίωσε τις επιλογές που κάνει κάθε πολιτικός κρατούμενος, όταν αυτές οι επιλογές δεν ντροπιάζουν την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου.
Ο Χρ. Ξηρός και στις δύο δίκες της 17Ν δήλωσε ότι δεν ήταν μέλος της 17Ν και προσπάθησε να αποδείξει την αθωότητά του για κάθε ενέργεια που κατηγορούνταν. Τώρα, ειρωνεύεται αυτούς που υπερασπίζονται τους αθώους, ξεχνώντας ότι μια τέτοια υπεράσπιση ζήτησε και την είχε. Πέραν του δικαιώματος στην ελευθερία και στην όποια επαναστατική επιλογή, που είναι απολύτως σεβαστά, υπάρχει και η επαναστατική ηθική. Πώς ο αθώος μετατρέπεται σε «ελεύθερο μέλος της 17Ν» και ειρωνεύεται όσους τον υπερασπίστηκαν ως αθώο;