Οποιος παρακολουθεί τις ομιλίες και δημόσιες παρεμβάσεις του Ι. Στουρνάρα δεν δυσκολεύεται να διακρίνει ένα κόμπλεξ. Το κόμπλεξ του παιδιού μιας αριστερής εργατικής οικογένειας, που δεν αρκείται στο γεγονός ότι αρνήθηκε την τάξη που τον γέννησε και έγινε αστός, δεν αρκείται στον ιδεολογικό και πολιτικό γενιτσαρισμό, αλλά θέλει πάση θυσία να κατακτήσει και πολιτικά αξιώματα και όχι ν’ αποτελεί απλό σύμβουλο αστών πολιτικών και καπιταλιστών. Από τότε που έγινε το πρώτο Μνημόνιο, όλες οι δημόσιες παρεμβάσεις του ήταν του στιλ «κάν’τε εμένα υπουργό, γιατί αυτοί που έχετε είναι άχρηστοι». Βέβαια, σαν επιστημονικοφανής βιτρίνα του ΣΕΒ, δεν παρέλειπε με κάθε ευκαιρία να επαινεί το Μνημόνιο. Ιδιαίτερα όταν παρουσίαζε τις εκθέσεις του ΙΟΒΕ:«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που ελλοχεύει είναι η ακύρωση του μνημονίου λόγω της δαιμονοποίησής του από μέρος του πολιτικού κόσμου, του Τύπου, του συνδικαλιστικού κινήματος, των ποικιλώνυμων επαγγελματικών επιχειρηματικών συμφερόντων που θίγονται» (παρουσίαση έκθεσης ΙΟΒΕ, 5.7.10). Ιδιαίτερα προκλητικός εμφανίστηκε στην Επιτροπή Ερευνας και Τεχνολογίας της Βουλής στις 24 Μάη του 2011: «Το Μνημόνιο αποτελεί μονόδρομο έναντι της χρεοκοπίας, που είναι και η μόνη εναλλακτική εκδοχή … Υπάρχει έλλειψη συναντίληψης ακόμα και με τους υπουργούς. Οι μισοί φαίνεται να στηρίζουν το μνημόνιο και οι υπόλοιποι είναι αντίθετοι … Δεν υπάρχει ουσιαστική εναλλακτική λύση από το μνημόνιο, αλλά αυτή η διαπίστωση δεν γίνεται αποδεκτή. Υπάρχει μία ανάπτυξη δημαγωγικής τοξικής ρητορικής κατά του μνημονίου, σε αντίθεση με την Πορτογαλία, όπου τα τρία μεγάλα κόμματα συναίνεσαν ότι δεν υπάρχει άλλη λύση».
Εν πάση περιπτώσει, από το μεσημέρι της Τρίτης ο Στουρνάρας είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, καθώς ο Σαμαράς τον επέλεξε για τη θέση του Ράπανου. Ο άνθρωπος που την περασμένη εβδομάδα δεν κρίθηκε ικανός ούτε για ένα υφυπουργείο, τοποθετήθηκε στην κορυφαία υπουργική θέση. Πρέπει να δούλεψε πολύ παρασκήνιο για να φτάσει ο Σαμαράς σ’ αυτή την επιλογή. Οι πιέσεις από πλευράς συγκεκριμένων καπιταλιστικών ομίλων πρέπει να ήταν τεράστιες. Και βέβαια, πρέπει να έδωσαν το ΟΚ το Βερολίνο, το Παρίσι και οι Βρυξέλλες.