Το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει κάποιος, προσεγγίζοντας το νέο σκάνδαλο υποκλοπών που εδώ και μια βδομάδα σκεπάζει οτιδήποτε άλλο στην Ελλάδα, είναι να προσπαθήσει να προσεγγίσει το ζήτημα με αστυνομικό τρόπο. Πού θα οδηγηθεί; Στην υιοθέτηση κάποιου από τα σενάρια που ήδη κυκλοφορούν στην πιάτσα ή στη δημιουργία ενός νέου, με σύνθεση στοιχείων από τα κυκλοφορούντα και προσθήκη ολίγης… φαντασίας. Αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη υπηρεσία στην κυβέρνηση και στο σύστημα. Οταν περιπλανιέσαι και χάνεσαι μέσα στα σενάρια, που θυμίζουν κατασκοπευτική ταινία, έχεις χάσει την πολιτική ουσία και τις «αιχμές» της. Από σενάρια άλλο τίποτα. «Να φαν κι οι κότες», που λέει η παροιμιώδης φράση. Αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες. Αλλες μυστικές υπηρεσίες που διεξήγαγαν κατασκοπία σε βάρος της χώρας. Αυτονομημένοι μηχανισμοί της ΚΥΠ. Εμπορική κατασκοπία. Η ομάδα Olaf. Ο στρατηγός αράχνη. Ολα αυτά πασπαλισμένα με «αποκλειστικές πληροφορίες» για συσκέψεις, κόντρα συσκέψεις και όσα μπορεί να γεννήσει η γόνιμη φαντασία των πρακτορολογούντων της δημοσιογραφίας, οι οποίοι αυτές τις μέρες είναι στα πολύ πάνω τους.
Δεν πρέπει, δηλαδή, να προσπαθήσουμε να μάθουμε την αλήθεια; Λάθος ερώτημα. Πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι δεν πρόκειται να μάθουμε την αλήθεια. Η ίδια η αποκάλυψη του Vodafone gate έγινε με τέτοιο τρόπο, για να ελεγχθεί η ροή των αποκαλύψεων και να μη βγάλει κανένας άκρη. Πώς να μάθεις την αλήθεια, όταν σου λείπουν σημαντικότατες πτυχές; Να στηριχθείς σ’ αυτά που η κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα και στα όσα γράφουν οι δημοσιογράφοι; Είναι σαν να πιάνεσαι μόνος σου στο δόκανο. Αρκεί να σκεφτούμε ότι οι υπουργοί λένε και ξελένε, μέρα με τη μέρα. Οτι ο ένας υπουργός αφήνει ακάλυπτο τον άλλο και ο Ρουσόπουλος προσπαθεί απελπισμένα να συμμαζέψει τα πράγματα, κάνοντας κατάχρηση του «έχω ήδη απαντήσει». Οτι ο Καραμανλής έχει κρυφτεί στο Μαξίμου και περιμένει να περάσει η μπόρα, αφήνοντας τους υπουργούς του να φθαρούν. Οτι στο Πεντάγωνο, στην Ασφάλεια, στην ΕΥΠ διάφορα στόματα «κελαϊδούν» στους δημοσιογράφους, ξεκαθαρίζοντας λογαριασμούς. Οτι οι υποτιθέμενες ανεξάρτητες Αρχές φαντάζουν γελοίες μέσα στην απόλυτη γύμνια τους, αλλά εξακολουθούν να μας ταλαιπωρούν με τη γελοιότητα των ιθυνόντων τους. Οτι ο διαβόητος εισαγγελέας Διώτης, παρασημοφορηθείς από το FBI για τον αγώνα κατά της «τρομοκρατίας», έχει αναλάβει να διαλευκάνει δικαστικά την υπόθεση!
Κατόπιν τούτων και πολλών ακόμα που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε, είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να βρεθεί η αλήθεια;
Το μόνο που πρέπει να θέσουμε ως ερώτημα και να το διερευνήσουμε είναι γιατί η κυβέρνηση επέλεξε να βγάλει μόνη της αυτή την υπόθεση; Η απάντηση είναι, κατά τη γνώμη μας, απλή. Επέλεξε να τη βγάλει, γιατί είχε «βρομίσει» πολύ το πράγμα και δεν μπορούσε να το κρύψει. Ειδικά μετά την Ολυμπιάδα το όργιο των παρακολουθήσεων είχε πάρει απίστευτες διαστάσεις και σίγουρα κάποιοι μηχανισμοί έκαναν και μπίζνες (εμπορική κατασκοπία και τα παρόμοια). Η «αυτοκτονία» του Κ. Τσαλικίδη σίγουρα σχετίζεται μ’ αυτή την υπόθεση και πρέπει να είναι από τους καθοριστικούς παράγοντες που ανάγκασαν την κυβέρνηση να μεθοδεύσει τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης. Λέμε «να μεθοδεύσει», γιατί μεσολάβησε ένα ενδεκάμηνο, στη διάρκεια του οποίου ρυθμίστηκαν όλες οι λεπτομέρειες για να μη μείνει πίσω κανένα ίχνος που να αποκαλύπτει το όργιο των τηλεφωνικών υποκλοπών και παρακολουθήσεων.
Ναι, αλλά η κυβέρνηση υφίσταται ήδη πολιτικό κόστος από την αποκάλυψη που η ίδια έκανε. Υφίσταται πολιτικό κόστος, αλλά παροδικό και απείρως μικρότερο απ’ αυτό που θα υφίστατο αν η υπόθεση «έσκαγε» με κάποια διαρροή και έπαιρνε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, έστω και αμυνόμενη. Είναι αυτή που έχει καθορίσει την ατζέντα και ξέρει το σύνολο της υπόθεσης. Και η καθορισμένη ατζέντα είναι το μεγάλο «ατού» της. Τι συζητούν όλοι; Για κάποιες υποκλοπές, που αφορούν συγκεκριμένη λίστα ατόμων, στην οποία είναι ανακατεμένοι από αντικαπιταλιστές μέχρι τον πρωθυπουργό. Περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού παρά άτομα του αντικαπιταλιστικού χώρου! Και μάλιστα σε μια μόνο εταιρία, όχι στις υπόλοιπες! Και τι αναζητείται; Ο ένοχος ή οι ένοχοι για τη συγκεκριμένη υπόθεση και οι τυχόν πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης για τον έλεγχό της. Βέβαια, όπως συμβαίνει πάντοτε σε περιόδους κρίσεων, υπάρχουν και αστοχίες και λάθος χειρισμοί από τα κυβερνητικά στελέχη και πόλεμος πρακτόρων και άλλων «λόμπι», όμως ο έλεγχος δεν φεύγει από τα χέρια της κυβέρνησης και ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της, σύμφωνα με το αρχικό της σχέδιο.
Ας σταθούμε, λοιπόν, στα πολιτικά συμπεράσματα που βγαίνουν απ’ αυτή την ιστορία:
1 Οι παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών επικοινωνιών είναι σήμερα πολύ πιο εύκολη υπόθεση σε σχέση με το παρελθόν, χάρη στα πλεονεκτήματα της ψηφιακής τεχνολογίας και της Πληροφορικής. Αποτελούν ένα γενικευμένο φαινόμενο σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, το οποίο έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις στο πλαίσιο του «παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
2 Ασφάλεια στις τηλεπικοινωνίες δεν υπάρχει. Οποιος δεν θέλει ν’ ακούσουν τι λέει μπορεί να το διασφαλίσει μόνο αποφεύγοντας την τηλεφωνική επικοινωνία.
Πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά αφελής για να πιστεύει ότι είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί η νομιμότητα σ’ αυτές τις υποθέσεις. Η νομιμότητα είναι ένας φερετζές για να εξαπατούν το λαουτζίκο. Οταν ασφαλίτες συλλαμβάνονται να παρακολουθούν ακόμα και νόμιμες συσκέψεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, είναι δυνατό να πιστέψουμε ότι δεν παρακολουθούνται όλα τα άτομα και οι ομαδοποιήσεις του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού χώρου; Και βέβαια, μέσα σ’ αυτό το όργιο των παρακολουθήσεων για λόγους «εθνικής ασφαλείας», ανθίζουν και οι παρακολουθήσεις των αστικών κομμάτων και των πολιτικών τους στελεχών (ο Τόμπρας ζει, ο Γρυλλάκης ζει) και η (με το αζημίωτο) εμπορική κατασκοπία.