Θυμόμαστε όλοι την «ομπαμάνια» που εξαπλωνόταν με μεθοδικότητα σε όλο τον κόσμο, την εποχή που ο Μπαράκ Ομπάμα γινόταν ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των ΗΠΑ. Κάποιοι, βέβαια, κάποιοι αριστερούληδες, δε θέλουν με τίποτα να θυμόμαστε τη δική τους συμμετοχή στην «ομπαμάνια». Τότε που προσπαθούσαν να παραμυθιάσουν τον ελληνικό λαό με τις θεωρίες τους για τις «μεγάλες αλλαγές» που θα έφερνε ο Ομπάμα στην αμερικάνικη πολιτική και κατ’ επέκταση στην παγκόσμια σκηνή, όπου οι ΗΠΑ κυριαρχούν. Διότι κύλησαν τα χρόνια, ο Ομπάμα αποδείχτηκε ίδιος με τους προκατόχους του, η αμερικάνικη πολιτική εξακολούθησε να σπέρνει τον όλεθρο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και το μόνο που έμεινε ήταν η εφήμερη σύγχυση που έσπειραν στα μυαλά των ανθρώπων.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται τώρα με τον Φρανσουά Ολάντ, που νίκησε στον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών και τα προγνωστικά τον φέρουν νικητή και στο δεύτερο γύρο, στον οποίο θα αναμετρηθεί με τον Σαρκοζί. Οπως ο Ομπάμα παρουσιαζόταν σαν ο πολιτικός που θ’ αποκαθιστούσε την ειρήνη στον κόσμο και θα μάζευε τα αμερικάνικα στρατεύματα πίσω στους στρατώνες τους, έτσι ο Ολάντ παρουσιάζεται σαν ο σωτήρας της Ευρώπης, ο άνθρωπος που θα υψώσει ανάστημα στη νεοφιλελεύθερη πολιτική των Μερκοζί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χαιρέτισε ως επιτυχία το ποσοστό που συγκέντρωσε ο υποψήφιος του «Αριστερού Μετώπου» Ζαν-Λικ Μελανσόν (11%) και το χαρακτήρισε ως το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο των γαλλικών εκλογών. Πιο ενθουσιώδης η ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη χαιρέτισε τη νίκη του Ολάντ, προεξοφλώντας ότι η εκλογή του στον γαλλικό προεδρικό θώκο «θα είναι η αρχή για την απαλλαγή της Ευρώπης από τις καταστροφικές δεξιές συντηρητικές πολιτικές και τη στροφή προς προοδευτικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις».
Παρά τις αποστάσεις, όμως, που προσπαθεί να κρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ («η ενότητα των δυνάμεων της αριστεράς (…) μπορεί να αποτελέσει εκείνο τον αποφασιστικό παράγοντα που θα φέρει στο προσκήνιο τις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών ενάντια στη νεοφιλελεύθερη συμμαχία συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών»), στην πράξη η θέση του είναι ίδια με αυτή της ΔΗΜΑΡ. Γιατί χαιρετίζοντας κυρίως τη νίκη του Μελανσόν, είναι σαν να εύχεται τη νίκη του Ολάντ στο δεύτερο γύρο. Διότι, από τη βραδιά κιόλας του πρώτου γύρου, ο Μελανσόν τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του Ολάντ και εκδήλωσε την προθυμία να συμμετάσχει η υπ’ αυτόν «αριστερά» στην κυβέρνηση που θα σχηματίσει ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος αν εκλεγεί. «Σας ζητώ να μην ολιγωρήσετε και να δράσετε σαν να είχατε να εκλέξετε εμένα τον ίδιο στην προεδρία», είπε ο Μελανσόν απευθυνόμενος στους ψηφοφόρους του.
Είναι ν’ απορεί κανείς, πώς γίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ να στηρίζει τον Μελανσόν, που στηρίζει ανεπιφύλακτα τον Ολάντ και ταυτόχρονα να δηλώνει ότι είναι κατά της σοσιαλδημοκρατίας! Αυτό μάλλον έχει να κάνει με τη συγκυρία. Οταν βρίσκεσαι δυο βδομάδες πριν τις εκλογές και κοιτάζεις ν’ αποσπάσεις ψήφους από την ελληνική σοσιαλδημοκρατία, πρέπει να είσαι προσεκτικός στην προπαγάνδα έναντι της σοσιαλδημοκρατίας γενικά. Αλλωστε, στις ομιλίες του ο Τσίπρας, κερδοσκοπώντας πολιτικά με τον πιο τυχοδιωκτικό τρόπο, προσπαθεί συνεχώς να εμφανίσει το νέο ΣΥΡΙΖΑ (με τη συμμετοχή και αρκετών Πασοκογενών) σαν συνέχεια του «παλιού» ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου.
Πέρα, όμως, από το ΣΥΡΙΖΑ και τη ΔΗΜΑΡ, υπάρχει ένα ολόκληρο μιντιακό σύστημα που αποθεώνει τον Ολάντ, καλλιεργώντας φρούδες ελπίδες στους έλληνες εργαζόμενους και νέους για αλλαγή πορείας της ΕΕ προς μια «κοινωνική» κατεύθυνση. Η ίδια παλιά ιστορία, μεταφερμένη στις σύγχρονες συνθήκες. Λες και η πολιτική καθορίζεται από τα αστικά κόμματα και όχι από τις ανάγκες του συστήματος. Λες και πρόδρομος της Μέρκελ δεν υπήρξε ο σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ που έβαλε τη Γερμανία στην τροχιά της συντηρητικής ανασυγκρότησης. Λες και ο σοσιαλδημοκράτης Θαπατέρο στην Ισπανία δεν εφάρμοσε μια σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική (για να μην πάμε πιο πίσω, στον Μπλερ, τον Σημίτη και τ’ άλλα παιδιά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας).
Ακόμη και στην προεκλογική περίοδο, ο Ολάντ υπήρξε εξαιρετικά προσεκτικός στις τοποθετήσεις του. Ο Ολάντ, για να μπορέσει να στηρίξει το μέτωπό του ενάντια στον Σαρκοζί, δηλώνει αντίθετος στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο των Μέρκελ-Σαρκοζί, ζητώντας να υπάρξουν και μέτρα υπέρ της ανάπτυξης. Ουσιαστικά, ζητά επαναδιαπραγμάτευση του Συμφώνου υπέρ του γαλλικού χρηματιστικού κεφάλαιου, που συνθλίβεται από τη γερμανική κυριαρχία. Γι’ αυτό και βρήκε σύμμαχό του, από την προεκλογική κιόλας περίοδο, τον τραπεζίτη Μάριο Μόντι που πρωθυπουργεύει στην Ιταλία. Η διαφαινόμενη νίκη του Ολάντ μπορεί να έχει ενδιαφέρον από την άποψη του πώς θα κινηθούν οι συμμαχίες και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις μητροπόλεις του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφάλαιου, δεν αφορά όμως σε τίποτα την εργατική τάξη, ούτε της Γαλλίας ούτε της Ευρωζώνης.