Τελικά ποιο είναι το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα; Αν πιστέψουμε τα ΜΜΕ και τα κόμματα εξουσίας, αυτό το πρόβλημα είναι η διαφθορά και τα ρουσφέτια. Ούτε η ανεργία, ούτε η ακρίβεια, ούτε οι επιχειρήσεις που κλείνουν ή μεταναστεύουν, ούτε η βαριά φορολογία, τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά υπό το βάρος των οποίων στενάζει καθημερινά ο εργαζόμενος κόσμος της χώρας. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση διασταυρώνουν καθημερινά τα ξίφη τους και ανταλλάσσουν πύρινες ανακοινώσεις, διανθισμένες πλέον και με ύβρεις, για το ποιο κόμμα είναι πιο διεφθαρμένο και ποιο έκανε τα περισσότερα ρουσφέτια στα «δικά του παιδιά».
Γιατί το ΠΑΣΟΚ επέλεξε αυτό το μέτωπο για να επιτεθεί στην κυβέρνηση, όταν ο κόσμος βράζει και αν ήθελε, μπορούσε να κατεβάσει πολλούς στους δρόμους; Ακριβώς γι’ αυτό. Για να μην κατεβάσει κανένα στο δρόμο. Για να μην κάνει αντιπολίτευση στην κυβερνητική πολιτική εμπλέκοντας στον πολιτικό ανταγωνισμό το λαϊκό παράγοντα. Γιατί δεν θέλει να θιγεί η πολιτική. Θέλει απλώς να φθαρεί η κυβέρνηση, μπας και μπορέσει να της πάρει την πρωτιά στις επόμενες εκλογές. Το ίδιο ακριβώς που έκανε και η ΝΔ. Με τη διαφορά ότι το ΠΑΣΟΚ έχει περισσότερα στηρίγματα στους «διαμορφωτές της κοινής γνώμης».
Αν προσέξει κανείς, θα δει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ότι το παιχνίδι το κάνουν οι «βαρόνοι των μίντια». Αυτοί δίνουν τον τόνο, αυτοί επιλέγουν ποιο θέμα θα αναδειχτεί, αυτοί μοιράζουν την τράπουλα ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Πρώτα κλείνουν αυτοί τις συμφωνίες μεταξύ τους και μετά αναγκάζουν τα κόμματα να προσαρμοστούν σ’ αυτές τις συμφωνίες.
Ο Γιωργάκης, ο εκλεκτός των «βαρόνων», δοτός στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ χάρη σ’ αυτούς (ο Πάγκαλος δεν άντεξε και το ξεφούρνισε, σε μια στιγμή που τα πήρε στο κρανίο), δοκίμασε τα δαγκώματά τους. Ξέρει, για παράδειγμα, πως μετά τις αλλαγές που έχουν γίνει στο μετοχικό κεφάλαιο του ΔΟΛ, ο Ψυχάρης προσπαθεί να κλείσει συμφωνία με την κυβέρνηση. Μια συμφωνία που θα αφήσει ανεξέλεγκτο τον Λαμπράκη στο φέουδο του Μεγάρου, με αντάλλαγμα διακριτική στήριξη του Καραμανλή από τις εφημερίδες του Συγκροτήματος. Μένει απέξω το MEGA, αλλά εκεί παίζουν και άλλοι παίχτες. Τί να κάνει ο Γιωργάκης; Μπορεί να τα βάλει με το Συγκρότημα; Αυτό του έδωσε την αρχηγία, αυτό μπορεί και να του την πάρει, όπως έκανε με τον προκάτοχό του Κ. Σημίτη, που πρώτα τον αναγόρευσε σε προσωπικότητα ιστορικού διαμετρήματος και ύστερα τον πέταξε σαν στυμμένη λεμονόκουπα, αφήνοντάς τον να βολοδέρνει μεταξύ Αναγνωστοπούλου, Ακαδημίας και Κορακοχωρίου με συντροφιά λίγους προσωπικούς του φίλους.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και ο Καραμανλής. Γιατί ναι μεν η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει αντιπολίτευση στην πολιτική της και ειδικά αντιπολίτευση στους δρόμους, από την άλλη όμως φθείρεται με όλη αυτή τη φιλολογία περί διαφθοράς και αφερεγγυότητας. Αυτή η φθορά πληρώνεται στην κάλπη και το ξέρουν καλά οι άνθρωποι της Ρηγίλλης. Αλλωστε, χάρη σ’ αυτή τη φθορά, που την υπέστη το ΠΑΣΟΚ, βρίσκονται σήμερα στην κυβέρνηση, ύστερα από 11 «πέτρινα χρόνια». Ο Καραμανλής ξέρει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να αποφύγει τις διάφορες γκάφες υπουργών και υφυπουργών ή τις αρρυθμίες στη λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής. Αλλωστε, τα ίδια συνέβαιναν και επί ΠΑΣΟΚ, μόνο που δεν έπαιρναν την ίδια δημοσιότητα.
Στο νεοδημοκρατικό στρατόπεδο έχουν διαφανεί ήδη δυο τάσεις. Η μία εκφράζεται προς τα έξω από τον Μεϊμαράκη, που επιμένει στη γραμμή της σύγκρουσης με τους «νταβατζήδες» και της στήριξης στη «γαλάζια παράταξη». «Δεν θα μας επιβάλλουν ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε τα ΜΜΕ πότε και εάν θα πρέπει να απομακρύνουμε κάποιον», είπε σε πρόσφατη συνομιλία του με δημοσιογράφους. Στην άλλη τάση πρωταγωνιστεί ο Ρουσόπουλος, οπαδός των παρασκηνιακών παζαριών με τους «βαρόνους» και του κλεισίματος συμφωνιών του μεγάρου Μαξίμου μαζί τους. Κληθείς να σχολιάσει την παραπάνω δήλωση Μεϊμαράκη προχώρησε σε ένα θεαματικό άδειασμά του: «Σε κάθε περίπτωση σας λέω ότι η κριτική, εφόσον είναι καλόπιστη, είναι και καλοδεχούμενη». Ο Καραμανλής μάλλον κλίνει προς την άποψη Ρουσόπουλου, αφού η τακτική του Μπαϊρακτάρη ναυάγησε στον ωκεανό του βασικού μετόχου. Ηταν σκληρό το μάθημα που πήρε και δεν θέλει να την ξαναπάθει. Θα προσπαθήσει, λοιπόν, να τους βολέψει όλους, όμως κι αυτό προσκρούει σε ανυπέρβλητες δυσκολίες, γιατί υπάρχει και ο ανταγωνισμός των ίδιων των «βαρόνων». Δεν έχουμε παρά να δούμε το κάζο του Κοντομηνά, με εργαλείο τον Κουρή, αλλά και τη σκληρή κριτική που ασκεί εσχάτως στην κυβέρνηση ο Αλαφούζος μέσω της «Καθημερινής» (μόνο ο Τράγκας και ο Ρίζος δεν πολυγκρινιάζουν, καθώς βολεύονται με τον πακτωλό της κρατικής διαφήμισης που κυλάει προς τις ελάχιστης κυκλοφορίας φυλλάδες τους»).
Ζητείται αντιπολίτευση, λοιπόν. Οχι σε επίπεδο κοινοβουλίου, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά στους δρόμους.