Πρόκειται πραγματικά για κακόγουστο θέατρο που ξεφτιλίζει ακόμα παραπέρα το ελληνικό αστικό κοινοβούλιο. Μιλάμε για τη συμπεριφορά της Κωνσταντοπούλου, που διαφωνεί με το κόμμα της, διαφωνεί και με τις διαδικασίες που ακολουθούνται στη Βουλή, όμως όχι μόνο δεν παραιτείται, αλλά προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το θεσμικό της πόστο για να προωθήσει τις προσωπικές της πολιτικές απόψεις. Από την άλλη, με μοναδικό κριτήριο το εσωκομματικό παιχνίδι που παίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ, η ηγετική του ομάδα δεν ξεκαθαρίζει τα πράγματα, αλλά αφήνει την κατάσταση να σέρνεται. Διότι το παιχνίδι που παίζεται εσωκομματικά συνοψίζεται στο αν θα τους διαγράψουν, ηρωοποιώντας τους, ή αν θα τους σπρώξουν σε εθελούσια έξοδο.
Αυτό που έγινε την περασμένη Τετάρτη ήταν πραγματική ιλαροτραγωδία. Η Κωνσταντοπούλου κατήγγειλε ότι κάποιοι προσπαθούν να στραγγαλίσουν τη δημοκρατία στην Ελλάδα, ότι γίνεται πραξικόπημα, εκβιασμός και πειθαναγκασμός της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης, εκβιασμός που μετακυλίεται κατά ριπάς στη Βουλή. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι καταγγέλλει μόνο τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όμως στην πραγματικότητα καταγγέλλει και την κυβέρνηση Τσίπρα ότι υποτάσσεται (αυτή, άλλωστε, είναι η έννοια του πειθαναγκασμού) στους εκβιασμούς τους. Το ότι δεν τολμά να το πει αυτό ανοιχτά δείχνει ότι δε διέπεται από κάποια θεσμική εμμονή και τυπολατρεία (αλλιώς θα έπρεπε να μιλήσει όχι μόνο για τον εκβιαστή, αλλά και για τον εκβιαζόμενο), αλλά ότι παίζει πολιτικά παιχνιδάκια, όπως και οι Λαφαζανικοί.
Ως εδώ καλά, αφού θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για τις πολιτικές απόψεις μιας βουλευτή. Ομως η Κωνσταντοπούλου περιέβαλε τις προσωπικές της απόψεις με το θεσμικό κύρος της προέδρου της Βουλής, απαιτώντας -ως απόλυτος δικτάτορας- να εκφράσει αυτή το σώμα. Ομως, η Βουλή είχε ήδη αποφασίσει (με πλειοψηφία και μάλιστα μεγάλη), ότι θα ψηφίσει τα προκαταρκτικά-προαπαιτούμενα νομοθετήματα του Μνημόνιου-3 με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Το αποφάσισαν οι αρμόδιες Επιτροπές, το αποφάσισε η διάσκεψη των προέδρων (το όργανο που καθορίζει την ημερήσια διάταξη της Βουλής), το αποφάσισε και η Ολομέλεια, στην οποία η Κωνσταντοπούλου έθεσε προς κρίση την απόφαση της διάσκεψης των προέδρων.
Πώς, λοιπόν, η Κωνσταντοπούλου επιμένει ότι δεν πρόκειται για προσωπικές της απόψεις, αλλά για θεσμικές απόψεις; Δύο επιλογές είχε μετά από τις ψηφοφορίες που έγιναν στη Βουλή: ή να παραιτηθεί, επικαλούμενη την πλήρη διάσταση ανάμεσα στις απόψεις της και στις απόψεις της ξεφτιλισμένης πλειοψηφίας της Βουλής (αυτό θα ήταν πολιτική απόφαση) ή να εφαρμόσει πιστά τις αποφάσεις αυτής της ξεφτιλισμένης πλειοψηφίας (αυτό αποτελεί θεσμική της υποχρέωση). Αυτή επέλεξε να κινηθεί έξω από το πλαίσιο των αποφάσεων της πλειοψηφίας της Βουλής, προσπαθώντας μάλιστα να εμπλέξει τον Παυλόπουλο και τον Τσίπρα στους σχεδιασμούς της, αφού τους ζήτησε να γίνουν… ταχυδρόμοι της και να στείλουν στους ομολόγους τους την επιστολή της!
Ο Παυλόπουλος την άδειασε μεγαλοπρεπέστατα, χαρακτηρίζοντας τις απόψεις της προσωπικές και συστήνοντάς της, αν θέλει, να προωθήσει μόνη της την επιστολή της. Η κυβέρνηση, με την ομιλία Βούτση στη Βουλή, πέταξε για μια ακόμη φορά τη μπάλα στην εξέδρα. Την επομένη, η Κωνσταντοπούλου συναντήθηκε με τον Τσίπρα, μετά από δικό της αίτημα, και βγαίνοντας έκανε δηλώσεις σα να μην τρέχει τίποτα. Το δε Μαξίμου περιορίστηκε να διαρρεύσει ανεπίσημα, ότι ο πωθυπουργός εξέφρασε «τον προβληματισμό του για τη θεσμική δυσαρμονία (sic!) που προκαλείται από την κατά τα άλλα σεβαστή επιλογή της να διαφοροποιείται από την συλλογική κατεύθυνση της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που την στηρίζει».
Για να μιλήσουμε αυστηρά πολιτικά, θα πούμε μόνο ένα πράγμα. Οποιος θέλει να υπερασπιστεί μια δίκαια υπόθεση, δεν κάνει θεσμικά παιχνιδάκια άθλιου συνδικαλιστικού επιπέδου, αλλά διαχωρίζει τη θέση του, καταγγέλλει την πλειοψηφία της Βουλής και απευθύνεται στο λαό. Δεν ενεργεί εν είδει «λόρδου δικτάτορα», που υπερασπίζεται με το ξίφος του μια κυβέρνηση και μια Βουλή που υποχωρούν στους εκβιασμούς. Με τις συνδικαλιστικές της ταρζανιές η Κωνσταντοπούλου δεν ξεφτιλίζει μόνο τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες (κάτι που μας αφήνει παγερά αδιάφορους, όταν δεν μας προκαλεί ιλαρότητα), αλλά ξεφτιλίζει και την ίδια την έννοια της αντίστασης. Εκείνο που την ενδιαφέρει είναι μόνο η αυτοπροβολή της, η συγκέντρωση πολιτικής δύναμης, για να μπορέσει να τη διαπραγματευθεί στο χρηματιστήριο του ΣΥΡΙΖΑ, είτε με τους Λαφαζανικούς είτε ακόμα και με τους Τσιπραίους, όταν φανεί καθαρά η κατεύθυνση στην οποία θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, οι Τσιπραίοι εκφράζουν μεν τη δυσαρέσκειά τους για τα καμώματα της Κωνσταντοπούλου, δεν τολμούν όμως να την αποκαθηλώσουν από την προεδρία της Βουλής, γιατί έχουν τα μάτια στραμμένα στο φραξιονιστικό αγώνα που μαίνεται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ξέρουν ότι η «Αριστερή Πλατφόρμα» θέλει να σπρώξει τον Τσίπρα στη διαγραφή των βουλευτών της, ώστε ν’ αρχίσει τις καταγγελίες για παραβίαση των καταστατικών αρχών του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να τραβήξει κάποιους ταλαντευόμενους. Στο παρασκήνιο η ομάδα Τσίπρα κάνει τις δικές της κινήσεις, ώστε να τραβήξει αυτή τους ταλαντευόμενους. Περιττεύει να πούμε πως όλο αυτό το αηδιαστικό φραξιονιστικό παιχνίδι δεν έχει καμιά σχέση με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, αλλά ούτε και με την έννοια της πολιτικής ηθικής, που σαν σημαία κουνάνε όλες οι φράξιες και τα άτομα που φραξιονίζουν.
Life style
Πολλοί εξεπλάγησαν με το «ναι» του Μπαρουφάκη στο δεύτερο προκαταρκτικό νόμο του Μνημόνιου-3. Ιδιαίτερα οι δημοσιογράφοι, που τον είχαν ακούσει προηγουμένως να τους λέει ότι θα ψηφίσει και πάλι «όχι». Αν είχαν προσέξει, όμως, όσα είχε πει ο «έχω ξεφύγει τελείως» Τσακαλώτος σε μια από τις συνεχείς παραληρηματικές παρεμβάσεις του, θα έπρεπε να περιμένουν το «ναι» του Μπαρουφάκη, ως προϊόν μιας ακόμη παρασκηνιακής συμφωνίας ανάμεσα στους αστέρες της συριζικής καμαρίλας.
Μπορεί ο Τσίπρας να έβαλε στην ίδια μεριά της ζυγαριάς τον Λαφαζάνη και τον Μπαρουφάκη, ειρωνευόμενος την πρότασή του για έκδοση παράλληλου χρήματος με «χαρτάκια IOU», μπορεί η κυριακάτικη «Αυγή» να πέρασε γενεές δεκατέσσερις τον ροκ σταρ, χαρακτηρίζοντάς τον ακόμη και «μαθητευόμενο πολιτικό», όμως ο Τσακαλώτος παρουσίασε άλλη εικόνα: «Πρέπει να σας πω ότι η διαπραγματευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ενιαία. Πράξαμε συλλογικά και οι δυσκολίες που είχαμε δεν είχαν σχέση με το ποιος ήταν Υπουργός Οικονομικών, ποιος ήταν ο συντονιστής της διαπραγματευτικής ομάδας (…) Αυτή είναι η αλήθεια. Και όσοι προσπαθούν να διαιρέσουν το ΣΥΡΙΖΑ με τους καλούς και τους κακούς, δεν θα με βρουν εμένα σύμφωνο. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω ότι έχουμε καλά και κακά επιχειρήματα για ό,τι έχει γίνει. Και σας παρακαλώ πολύ μην επενδύετε στο διαχωρισμό και στο διχασμό του ΣΥΡΙΖΑ γιατί πολύ σύντομα θα διαψευστείτε».
Ο Τσακαλώτος έβγαλε λάδι τον Μπαρουφάκη κι αυτός ανταπέδωσε με ένα «ναι». Η συμφωνία κλείστηκε προφανώς την ίδια μέρα και πρέπει να είχε την έγκριση του Μαξίμου, που ήθελε μια θεαματική «μεταστροφή». Πιο θεαματική απ’ αυτή του Μπαρουφάκη δε θα μπορούσε να υπάρξει. Οσο για τον «ροκ σταρ», εκτός του ότι είναι χαρακτηριστική περίπτωση χωρίς αρχές κακομαθημένου αστού, είναι και εξόχως πραγματιστής. Οι Λαφαζανικοί τον έχουν στο περίμενε, τα σχέδιά τους δεν τα γνωρίζει, το μέλλον τους είναι αβέβαιο, γιατί λοιπόν να μη συνάψει μια πρόσκαιρη ανακωχή με τους Τσιπραίους, μέχρι να πάρει τις οριστικές του αποφάσεις;
Διδυμάκι
Σ’ αυτή τη νέα κοινοβουλευτική συνεδρίαση της ξεφτίλας έλαμψε και πάλι το διδυμάκι Αλέξη-Βαγγέλα. Κάνουν διάλογο (και εκτενή μάλιστα) μόνο μεταξύ τους (ο Τσίπρας δεν απαντά σε κανέναν άλλο πολιτικό αρχηγό), κρατούν χαμηλούς τόνους, τηρούν τους κανόνες ευπρέπειας και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να στήσουν ξανά στα πόδια του το δικομματισμό.
Ο Τσίπρας χρειάζεται σ’ αυτή τη φάση τον Βαγγέλα και ο Βαγγέλας χρειάζεται τον Τσίπρα για να μπορέσει να κατοχυρωθεί ως αρχηγός της ΝΔ. Γιατί βέβαια δεν πήρε το «δαχτυλίδι» από τον Σαμαρά για να κάνει τη λάντζα και μετά να παραμερίσει υπέρ του Κυριάκου ή της Ντόρας. Ο παλιός είν’ αλλιώς, όπως λέει και ο ίδιος, και το δείχνει στην πράξη.