«Ολο αυτό το τρίμηνο το οποίο περιγράφετε, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δώσει μια καθοριστικής σημασίας μάχη μέσα στη Βουλή για να αναδείξει ζητήματα, για να ελέγξει τη νομιμότητα αλλά και για να προτείνει εναλλακτικούς δρόμους. Μην ξεχνάτε ότι έχουμε καταθέσει τρεις προτάσεις νόμου όταν η κυβέρνηση μετά βίας έχει φέρει δύο νομοσχέδια». Ετσι απαντούσε, κομπορρημονώντας, ο Τσίπρας, απαντώντας σε ερώτηση που του έγινε στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε την περασμένη Κυριακή στη ΔΕΘ. Το προηγούμενο βράδυ, στη φιέστα του Βελλίδειου, έλεγε για το ίδιο θέμα: «Στους τρεις μήνες που είμαστε Αξιωματική Αντιπολίτευση, έχουμε ήδη δώσει στο Κοινοβούλιο τα πρώτα δείγματα γραφής για την αντίληψη και τη στρατηγική μας για την ανασυγκρότηση του τόπου. Με τις τρεις προτάσεις νόμου που έχουμε καταθέσει. Και θα ακολουθήσουν και άλλες».
Η κυβέρνηση πηγαίνει στη Βουλή νομοσχέδια και τα ψηφίζει, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης) καταθέτει προτάσεις νόμου που δεν μπαίνουν καν σε ψηφοφορία. Οχι, δεν φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό. Ετσι είναι το σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, αντί να καταγγείλει την υποκριτικότητα της αστικής δημοκρατίας περί δήθεν ανεξαρτησίας της νομοθετικής εξουσίας από την εκτελεστική, αντί να καταγγείλει τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του Συντάγματος, καμαρώνει ότι ο ίδιος ασκεί νομοθετική εργασία πιο ογκώδη απ’ αυτή της κυβέρνησης. Εξαπατά τον κόσμο λέγοντας «η κυβέρνηση έφερε μόλις δύο νομοσχέδια, ενώ εμείς φέραμε τρεις προτάσεις νόμου, κρύβοντας την προδιαγεγραμμένη τύχη αυτών των προτάσεων νόμου.
Το Σύνταγμα, στο άρθρο 73, παράγραφος 1 αναφέρει: «Το δικαίωμα πρότασης νόμων ανήκει στη Βουλή και στην Κυβέρνηση». Λίγο πιο κάτω, όμως, το δικαίωμα αυτό της Βουλής φαλκιδεύεται. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου προβλέπει:
«Καμία πρόταση νόμου ή τροπολογία ή προσθήκη δεν εισάγεται για συζήτηση, αν προέρχεται από τη Βουλή, εφόσον συνεπάγεται σε βάρος του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δαπάνες ή ελάττωση εσόδων ή της περιουσίας τους, για να δοθεί μισθός ή σύνταξη ή γενικά όφελος σε κάποιο πρόσωπο».
Δηλαδή, οποιοδήποτε κόμμα αποκλείεται να προωθήσει οποιαδήποτε πρόταση νόμου που θα έχει οικονομικό περιεχόμενο. Το δικαίωμα αυτό το έχει μόνο η κυβέρνηση! Γιατί, όμως, έχουν βάλει στο Σύνταγμα αυτή τη διάταξη, όταν οι προτάσεις νόμου της αντιπολίτευσης μπορούν κάλλιστα να απορριφθούν από την κυβερνητική πλειοψηφία; Εβαλαν αυτή τη διάταξη ακριβώς για να μη γίνεται ούτε συζήτηση και βέβαια για να μη γίνεται ψηφοφορία και αναγκάζεται η κυβερνητική πλειοψηφία να καταψηφίζει φιλολαϊκές διατάξεις ή να ρισκάρει διαρροές βουλευτών από τις γραμμές της. Με τη διάταξη αυτή εγείρεται αμέσως ζήτημα πρόσκρουσης της πρότασης νόμου στο Σύνταγμα, γίνεται μια συζήτηση που η πλειοψηφία τη στρέφει κυρίως στη συνταγματική δυσκολία και η πρόταση νόμου απορρίπτεται, χωρίς να μπαίνει σε ψηφοφορία, επί της αρχής και κατ’ άρθρο.
Δεν τα ξέρει αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ; Φυσικά και τα ξέρει, αφού αυτή η διαδικασία γίνεται εδώ και χρόνια με όλες τις προτάσεις νόμου που καταθέτουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Επιλέγει, όμως, να εξαπατήσει τον ελληνικό λαό, κάνοντας φιγούρα με προτάσεις νόμου που δήθεν θα οδηγήσουν σε σκληρές κοινοβουλευτικές μάχες.
Την περασμένη Πέμπτη, συζητήθηκε στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή η πρώτη από τις τρεις προτάσεις νόμου του ΣΥΡΙΖΑ «για την οικονομική ανακούφιση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών». Οπως πληροφορηθήκαμε (η σχετιική συζήτηση έγινε λίγες ώρες πριν να κλείσει η ύλη της «Κ» και τα πρακτικά δεν είχαν ακόμη δημοσιευθεί), ο μεν Χατζηδάκης σνομπάρισε τη διαδικασία και έστειλε έναν υφυπουργό του, ο δε Βλάχος, πρόεδρος της Επιτροπής, δήλωσε ότι η πρόταση νόμου προσκρούει στο Σύνταγμα και δεν μπορεί να τεθεί σε ψηφοφορία. Ετσι, κάποια στιγμή η πρόταση νόμου θα πάει στην Ολομέλεια, θα συζητηθεί σε μια συνεδρίαση σαν να πρόκειται για συζήτηση προ ημερήσιας διάταξης και θα απορριφθεί χωρίς ψηφοφορία, με το επιχείρημα ότι προσκρούει στο άρθρο 73, παράγραφος 3 του Συντάγματος.
Σημειώνουμε ακόμη, ότι αναζητήσαμε την έκθεση του Γενικού Λογιστήριου του Κράτους, που συνοδεύει υποχρεωτικά κάθε σχέδιο ή πρόταση νόμου που προκαλεί δαπάνη στο κράτος, δεν καταφέραμε όμως να την πάρουμε στα χέρια μας από τις υπηρεσίες της Βουλής, διότι δίνεται μόνο στους βουλευτές! Αυτό είναι πραγματικά ανήκουστο. Δεν δίνεται μια έκθεση του ΓΛΚ επί μιας πρότασης νόμου, ενώ όλες οι εκθέσεις που συνοδεύουν τα σχέδια νόμου της κυβέρνησης δημοσιοποιούνται μαζί με τα νομοσχέδια! Αυτό πραγματικά δεν μπορέσαμε να το καταλάβουμε.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι πως η Βουλή, παρά τα όσα λέγονται για το χαρακτήρα του πολιτεύματος, δεν έχει καμιά νομοθετική πρωτοβουλία, όταν απ’ αυτή προκύπτει δαπάνη για το αστικό κράτος. Η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση. Αυτή καταρτίζει τα νομοσχέδια και ο πειθαρχημένος κοινοβουλευτικός λόχος της τα ψηφίζει. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ εξαπατά τον ελληνικό λαό, καλλιεργώντας τη θεσμολαγνεία (και) με ψέματα ότι δήθεν στη Βουλή υπάρχουν περιθώρια άσκησης νομοθετικού έργου από μια ισχυρή αντιπολίτευση. Το σύστημα έχει φροντίσει να αφαιρέσει από την αντιπολίτευση ακόμα και το τυπικό δικαίωμα να βάλει σε ψηφοφορία τις προτάσεις νόμων της.