«Στις συναντήσεις με τον κύριο Γιούνκερ και τον κύριο Σουλτς είχα τη δυνατότητα να συνομιλήσω με δύο φίλους της Ελλάδας για τα ζητήματα που αφορούν την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και την προώθηση μιας νέας αναπτυξιακής πολιτικής». Αυτά δήλωσε ο Α. Τσίπρας στο «Εθνος», απαντώντας στην πρώτη ερώτηση που του τέθηκε σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της περασμένης Kυριακής. Ισως να το διαπραγματευόταν κάπως διαφορετικά με την εφημερίδα (δηλαδή να ζητούσε να μη διατυπωθεί αυτή η ερώτηση), αν είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει τις επιθέσεις στις οποίες προχώρησαν μετά τις συναντήσεις τους και ο Γιούνκερ και ο Σουλτς (ο δεύτερος ξεπέρασε κάθε όριο διπλωματικότητας και πρωτοκόλλου). Ο Τσίπρας έδωσε τη συνέντευξη το Σάββατο και όταν ξετυλίχτηκαν οι επιθέσεις των Σουλτς και Γιούνκερ ήταν αργά για διορθώσεις. Η εφημερίδα είχε τυπωθεί. Ισως πάλι, ακόμη και αν είχε τη δυνατότητα διόρθωσης, να μην την έκανε. Ο λόγος; Το παραμύθι της «σκληρής διαπραγμάτευσης», που σερβίρει ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει και «καλούς» και οι Γιούνκερ και Σουλτς είναι οι… καλυτερότεροι (μετά έρχονται ο Ρέντσι με τον Ολάντ). Αλλωστε, προσωπικά στον Τσίπρα δεν επιτέθηκαν. Τον αφήνουν στο απυρόβλητο, δίνοντάς του τη δυνατότητα να «μαζέψει» την κατάσταση.
Δεν νομίζουμε να υπάρχει παράγοντας του ευρωσυστήματος που να έχει συναντηθεί περισσότερες φορές με τον Τσίπρα από τον Σουλτς. Ηταν ο πρώτος που ήρθε στην Αθήνα μετά το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης και κάθε φορά που θα πάει ο Τσίπρας στις Βρυξέλλες θα συναντηθεί μαζί του. Ο Σουλτς εμφανίζεται δήθεν ως διαμεσολαβητής, στην πραγματικότητα όμως δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να φιλοτεχνεί το προσωπικό του προφίλ (γιατί δε θέλει να μείνει για πάντα καθηλωμένος στη διακοσμητική θέση του προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου).
Ο Τσίπρας, όμως, γιατί εξακολουθεί να συναντιέται με τον Σουλτς και ν’ ανταλλάσσουν ασπασμούς μπροστά στις κάμερες; Για μπούγιο. Οσο δεν βρίσκεται άλλος εύκαιρος, όσο δεν έρχεται πρόσκληση από το Βερολίνο, ο Σουλτς είναι μια λύση ανάγκης. Τον Σουλτς, όμως δεν τον ενδιαφέρει η εικόνα του στην Ελλάδα, αλλά η εικόνα του στη Γερμανία. Σχεδόν κάθε Κυριακή μια συνέντευξή του φιλοξενείται από μεγάλο γερμανικό Μέσο και είναι «φωτιά και λαύρα κατά της ελληνικής κυβέρνησης». Το μενού αυτής της Κυριακής περιλάμβανε και πάλι «Καμμένο στη γάστρα», με τον Σουλτς να δηλώνει ότι «μπροστά στον κ. Καμμένο ένας ελέφαντας σε υαλοπωλείο μοιάζει με διπλωμάτη που ξέρει να ελίσσεται» και να αποκαλύπτει ότι κατά την τελευταία συνάντησή τους ζήτησε από τον Τσίπρα να συμμαζέψει τον κυβερνητικό του εταίρο. Και όμως, ο Τσίπρας εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τον Σουλτς «φίλο της Ελλάδας».
Ο Γιούνκερ δεν έκανε τόσο προκλητικές δηλώσεις όπως ο Σουλτς. Πήρε το γνωστό πατρικό του ύφος δίπλα στον Τσίπρα και δε δίστασε να δηλώσει ότι «δεν υπάρχει μεγάλη πρόοδος» στο ελληνικό ζήτημα, καλώντας όλες τις πλευρές να συνεργαστούν. «Δεν θέλω να υπάρξει αποτυχία. Πρέπει οι Ευρωπαίοι να δουλέψουν μαζί, πρέπει να υπάρξει συνεργασία», τόνισε ο πρόεδρος της Κομισιόν σημειώνοντας με νόημα ότι η Επιτροπή επιθυμεί να διαδραματίσει βοηθητικό ρόλο, αλλά δεν είναι ο «κύριος παίκτης» του παιχνιδιού, καθώς οι αποφάσεις λαμβάνονται στο Eurogroup.
Σίγουρα δεν ήταν αυτό που ήθελε ο Τσίπρας, όμως τα χειρότερα ήρθαν μετά τη συνάντησή τους. Ο Γιούνκερ διέρρευσε μέσω «κύκλων», πως κατά τη δίωρη συνάντησή τους είπε στον Τσίπρα πως η εικόνα της κυβέρνησής του είναι εξαιρετικά προβληματική και πως οι εταίροι της Ελλάδας αδυνατούν να αντιληφθούν ποιος είναι ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος για τα οικονομικά υπουργός (καρφί για το μπέρδεμα μεταξύ Βαρουφάκη και Δραγασάκη) και ποιος από τους έλληνες εμπειρογνώμονες που συνομιλούν με τους «θεσμούς» είναι ο προϊστάμενος.
Ο Τσίπρας πέρασε από το Παρίσι, αλλά συνάντηση με τον Ολάντ δεν είχε. Η πόρτα ήταν κλειστή. Κλειστή ήταν και η πόρτα στο πρωθυπουργικό μέγαρο της Ρώμης, γι’ αυτό και δεν πέρασε από εκεί. Κατάφερε να γίνει δεκτός από τον Γιούνκερ στις Βρυξέλλες και για μπούγιο πρόσθεσε και τον Σουλτς. Εκ του αποτελέσματος, η όλη προσπάθεια ήταν σκέτο ναυάγιο. Υπό άλλες συνθήκες, ένας πρωθυπουργός δε θα έκανε αυτό το ταξίδι στις Βρυξέλλες. Θα το έκανε μόνο αν είχε προετοιμάσει το αποτέλεσμα. Το επιτελείο του Μαξίμου, όμως, παίζει ένα θέατρο και σ’ αυτό το θέατρο ο Τσίπρας είναι εκείνος που πρέπει να εμφανιστεί ότι σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος της «σκληρής διαπραγμάτευσης». Πρέπει να φανεί στον ελληνικό λαό ότι εξάντλησαν όλες τις δυνατότητες, οπότε το… μοιραίο να σερβιριστεί σαν «το καλύτερο δυνατό με τους σημερινούς συσχετισμούς στην Ευρώπη».








