Πανικός! Μόνο μ’ αυτή τη λέξη μπορεί να περιγραφεί η αντίδραση του Βενιζέλου, όταν διάβασε την ευθεία πρόσκληση του ΣΥΡΙΖΑ προς τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ να ρίξουν την κυβέρνηση. Ο πανικός δε φαίνεται μόνο στην οργίλη δήλωση που έκανε αποκλειστικά στη ναυαρχίδα του Συγκροτήματος Ψυχάρη, που τον έχει πάρει υπό την προστασία του (κίνηση συνηθισμένη για τον Βενιζέλο, όταν χάνει την ψυχραιμία του), όσο στην ανακοίνωση ότι συγκαλεί εκτάκτως την ΚΟ του ΠΑΣΟΚ για να καταγγείλει την προσπάθεια αποστασίας!
Αν, όπως τον κατηγόρησε, ο Τσίπρας «υπερβαίνει τα εσκαμμένα και προσβάλλει ευθέως τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, που ούτε λίγο ούτε πολύ τους εκλαμβάνει ως ζήτουλες μιας βουλευτικής έδρας», τι κάνει ο ίδιος όταν συγκαλεί εκτάκτως την ΚΟ για να εκμαιεύσει καταδίκη του ΣΥΡΙΖΑ; Δείχνει τον πανικό του και προσπαθεί να μαντρώσει τους λαγούς στη στάνη. Αν, όπως είπε στη δήλωσή του, «ο λόγος του κ. Τσίπρα είναι άσφαιρος», θα αντιμετώπιζε με σαρκαστικό χι-ούμορ τη σχετική δήλωση και όχι με έκτακτη σύγκληση της ΚΟ, λες κι έγινε πόλεμος ή πρόκειται να παρθεί κάποια μεγάλη απόφαση. Aυτό πρέπει να του επεσήμαναν οι συνεργάτες του, γι’ αυτό και την Τετάρτη το πρωί έπαθε μια ακόμη «πολιτική ασθένεια», για να ματαιώσει τη σύγκληση της ΚΟ.
Παραπέρα, οι αναφορές στην «παράδοση, τις ευαισθησίες, τις μνήμες και την ιστορική συνείδηση της δημοκρατικής παράταξης που ο Ανδρέας Παπανδρέου ταύτισε μεταδικτατορικά με το ΠΑΣΟΚ», με τις οποίες «η στενή ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και όποιοι την καθοδηγούν (σ.σ. ποιοι;) δεν έχουν καμία σχέση», δείχνει επίσης απώλεια ψυχραιμίας. Αν μη τι άλλο, ο Α. Παπανδρέου είναι εκείνος που εγκαινίασε την τακτική της αποψίλωσης της καθεστωτικής αριστεράς, μοιράζοντας έδρες και κρατικά οφίκια σε στελέχη του, για να τον ακολουθήσουν οι επίγονοί του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ (Σημίτης και Γιωργάκης). Μόνο ο Βενιζέλος δεν έκανε το ίδιο, όχι γιατί δε θέλησε, αλλά γιατί δε μπορούσε. Εμεινε μόνο με τον Μπίστη, τον οποίο απέσπασε από τη ΔΗΜΑΡ (αλήθεια, αυτό δεν είναι αποστασία;), ενώ μπορεί να μαζέψει και άλλους ΔΗΜΑΡίτες της μειοψηφίας, αν ο Κουβέλης δεν καταφέρει να τους πείσει ότι αυτός μπορεί να τους εξασφαλίσει καλύτερα το μέλλον τους.
Και τι να πεις για τον ανεκδιήγητο «πορτ παρόλ» του Σαμαρά, τον Σίμο της Ρούλας, που πήρε εντολή να στηρίξει τον κυβερνητικό εταίρο κάνοντας λόγο για την «πιο μαύ-ρη σελίδα στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ» και τονίζοντας: «Παραπέμποντας στις σκοτεινότερες σελίδες του κοινοβουλευτισμού, ο κ. Τσίπρας βάζει επίσημη αγγελία στο κομματικό του όργανο, αναζητώντας αποστάτες!». Μιλάνε, ωρέ Σίμο, για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου; Ξεχνάς ότι ο αρχηγός σου και σημερινός πρωθυπουργός στιγματίστηκε ως αποστάτης από τη ΝΔ, επειδή έριξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη (χρησιμοποιώντας τον Συμπιλίδη). Ο ίδιος δεν «ξεψειρίζει» το κόμμα του Καμμένου, παίρνοντάς του βουλευτές και στελέχη; Για να μη μιλήσουμε για το παρελθόν, για τον «εθνάρχη» και τα ανταλλάγματα που πρόσφερε στους βουλευτές της υπό διάλυση Ενωσης Κέντρου για να τον ψηφίσουν για πρόεδρο της Δημοκρατίας. ‘Η με την αποστασία του μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ, μέσω της οποίας σχημάτισε κυβέρνηση ο Μητσοτάκης το 1990 και έγινε ο Σαμαράς υπουργός των Εξωτερικών.
Ας αφήσουν, λοιπόν, την ηθικολογία, γιατί «δε δικαιούνται για να ομιλούν», όπως θα τους έλεγε ο Κουτσόγιωργας. Οι μετακινήσεις από κόμμα σε κόμμα είναι πάγια τακτική. Απλά, επειδή η νεοελληνική πολιτική ιστορία έχει σημαδευτεί από τα γεγονότα του ‘65, αυτά που χαρακτηρίστηκαν ως «αποστασία», οι νέες μετακινήσεις γίνονται με κάποιο τακτ. Συνήθως ένας βουλευτής φεύγει, γίνεται για ένα διάστημα ανεξάρτητος, και μετά προσχωρεί στο άλλο κόμμα.
Η πανικόβλητη αντίδραση του Βενιζέλου και η βοήθεια που έσπευσε να προσφέρει ο Σαμαράς στον κυβερνητικό του εταίρο, που είναι έτσι κι αλλιώς ο αδύνατος κρίκος της συγκυβέρνησης, κάθε άλλο παρά δικαιώνουν την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που σε μια ακόμη πολιτική κίνηση χωρίς αρχές, απευθύνεται ανοιχτά στους Πασόκους τάζοντάς τους πολιτική επιβίωση αν ρίξουν την κυβέρνηση.
Η πολιτική αυτή συμφωνήθηκε απ’ όλη την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο από τον Τσίπρα και την παρέα του. Αυτό φάνηκε και από το ότι η ομάδα Λαφαζάνη την υπερασπίστηκε ανοιχτά (μάλλιασε η γλώσσα του Στρατούλη στα ραδιόφωνα), αλλά και από τη μεθόδευση που υπήρξε.
Η προειδοποιητική βολή έπεσε από τον Τσίπρα στη συνέντευξή του στην ΕΤ3, για να γίνει και επώνυμη στη συνέντευξη στην «Αυγή της Κυριακής»: «Οσοι αποφασίσουν με την ψήφο τους να θέσουν τέρμα στην καταστροφική πορεία της χώρας, παρά τις επιθέσεις του συστήματος της μνημονιακής διαπλοκής, που θα είναι σφοδρές όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Θεοδώρας Τζάκρη, θα έχουν την πλατιά αποδοχή της λαϊκής βάσης, των τοπικών κοινωνιών και των πολιτών που τους εξέλεξαν και δεν αντέχουν άλλο».
Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε για το περιεχόμενο αυτής της τοποθέτησης. Σε απλά ελληνικά σημαίνει «ρίξτε την κυβέρνηση κι εδώ είμαστε εμείς». Ρίξτε την κυβέρνηση που μέχρι και προχθές στηρίξατε με την ψήφο σας και εμείς θα μετατραπού-με σε μια μεγάλη κολυμβήθρα του Σιλωάμ, που θα σας ξεπλύνει για όλα τα δεινά που επιφέρατε στον ελληνικό λαό. Οι παπαριές που επιστρατεύθηκαν εκ των υστέρων, ότι ο Τσίπρας μίλησε για ανταμοιβή από τις τοπικές κοινωνίες και δεν κάλεσε τους βουλευτές να αποσκιρτήσουν από το κόμμα τους, δεν αντέχουν σε κριτική. Υπάρχει περίπτωση βουλευτής να ρίξει την κυβέρνηση, χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει υπόσχεση επανεκλογής του μέσω του κόμματος που θα ωφεληθεί απ’ αυτή την κίνηση; Για ποιους μιλάμε, για κάποιους αδάμαντες ηθικής ή για επαγγελματίες της αστικής πολιτικής, που δε δίστασαν να στηρίξουν επί τρία χρόνια τη βαρβαρότητα των Μνημονίων και τώρα αναζητούν σωσίβιο προσωπικής επιβίωσης, φοβούμενοι ότι θα εξαφανιστούν από το πολιτικό στερέωμα;
Πρόκειται για μια κίνηση χωρίς αρχές, που δείχνει το πάθος των ΣΥΡΙΖΑίων για εξουσία και την απόφασή τους να συνεργαστούν με τους πάντες προκειμένου ο πόθος τους να γίνει πράξη. Αναζητούν συμμάχους στα σκουπίδια του ΠΑΣΟΚ και στη ΔΗΜΑΡ, που θα τους επιτρέψουν να σχηματίσουν κυβέρνηση, αλλά και να λειτουργήσουν ως άλλοθι για τις μεγάλες κωλοτούμπες.