Ωστε έτσι, λοιπόν. «Πολιτικά μοιραίο λάθος» βρίσκει ο Σημίτης το Μνημόνιο. Οπως είπε σε ομιλία του στη Γερμανία, «η συμφωνία μεταξύ της ΟΝΕ και της Ελλάδας για την πολιτική, που οφείλει να εφαρμόσει η Ελλάδα, ώστε να της χορηγηθεί το σύνολο των δόσεων του συμφωνηθέντος δανείου, γνωστή ως Μνημόνιο, συντάχτηκε χωρίς να υπάρχει ικανοποιητική προετοιμασία και λειτούργησε με τρόπο που επιδείνωσε την κατάσταση. Οι συντάκτες του Μνημονίου παρέλειψαν να συναρτήσουν τους στόχους τους με τις πραγματικές εξελίξεις, να προβλέψουν δηλαδή ότι σε περίπτωση ύφεσης θα παρατείνεται αυτόματα ο χρόνος πραγματοποίησης των στόχων ή και θα περιορίζονται ορισμένες επιδιώξεις. Ηταν ένα πολιτικά μοιραίο λάθος. Η παράλειψη είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί το αρχικό σκληρό πρόγραμμα λιτότητας παρά την ύφεση που επήλθε και να επιτείνει κατά πολύ την ύφεση».
Ας δούμε, λοιπόν, τι έλεγε ο Σημίτης, όταν ψηφιζόταν το Μνημόνιο. Εγραψε τότε ένα μεγάλο άρθρο, που δημοσιεύ-τηκε στο «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» στις 16 Μάη του 2010, με τίτλο «Υπάρχει λύση;». Δεν είναι δύσκολο να βρει κάποιος αυτό το άρθρο, καθώς φιλοξενείται ακόμα στην προσωπική ιστοσελίδα του Σημίτη (https://www.costas-simitis.gr/content/164).
Στην αρχή, ο εμφανιζόμενος σήμερα ως ξεχασιάρης Σημίτης περιγράφει με ουδέτερο τεχνοκρατικό ύφος τη λογική «των οικονομολόγων του ΔΝΤ και της ΕΕ που επεξεργάστηκαν τη χρηματοδότηση της χώρας», καταλήγοντας στο πρώτο συμπέρασμά του: «Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου αυτής διάσωσης επηρεάζεται από τις ειδικές περιστάσεις που κρατούν στην κάθε οικονομία. Στην περίπτωση της Ελλάδος υπάρχουν ιδιαιτερότητες που καθιστούν το εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο».
Με το ίδιο τεχνοκρατικό ύφος, περνά στη συνέχεια σε συμβουλές: «Η ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας είναι μια διαδικασία παράλληλη προς τη συνεπή εφαρμογή του προγράμματος. Αν η διεθνής κοινότητα διαπιστώσει ότι καταβάλλουμε την αναγκαία προσπάθεια να πετύχουμε τους προσδιορισμένους στόχους, θα αλλάξει βαθμιαία τη στάση απέναντί μας. Αν αντίθετα οι προβλεπόμενοι τριμηνιαίοι έλεγχοι αποδείξουν ότι υστερούμε σε αποφασιστικότητα, υπεκφεύγουμε ή συγκαλύπτουμε στοιχεία, η χρηματοοικονομική βοήθεια θα σταματήσει ταχύτατα. Οι συνέπειες θα είναι τραγικές. Θα διατρέχουμε τον κίνδυνο να αποκλειστούμε από την ευρωζώνη».
Αφού κάνει μια γερή δόση κινδυνολογίας (αν δεν εφαρμόσουμε με συνέπεια το Μνημόνιο θα βρεθούμε εκτός ευρωζώνης και θα επέλθει καταστροφή για τον ελληνικό λαό), στηλιτεύει εκείνους που «θεωρούν την έξοδο από την ευρωζώνη και από την Ενωση ως την ενδεδειγμένη λύση»: «Πρόκειται για φαντασιώσεις. Η Ελλάδα υπό αυτές τις νέες συνθήκες δεν θα μπορούσε να δανεισθεί ούτε δεκάρα. Η συνεργασία με τους κύριους εμπορικούς μας εταίρους θα σταματούσε αμέσως. Θα βρισκόμαστε για απροσδιόριστο χρόνο στο περιθώριο».
Κι αμέσως μετά, φτάνει στο ζουμί: «Η αποχώρηση από την ΟΝΕ δεν αποτελεί επιλογή. Είμαστε υποχρεωμένοι να μείνουμε μέλη της και να εργαστούμε για την προσαρμογή μας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο εφαρμόζοντας το πρόγραμμα σταθεροποίησης. (…) Χρειάζεται λοιπόν μια συστηματική και συνεχής προσπάθεια για να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος. Δισταγμοί και καθυστερήσεις δεν δικαιολογούνται. Αναβολές για να μειωθεί το πολιτικό κόστος ή ρυθμίσεις, που στην πραγματικότητα διατηρούν το υφιστάμενο καθεστώς, είναι ανεπίτρεπτες. Οι όποιες καλόπιστες προσπάθειες να ελεγχθεί το πρόβλημα με πολιτικά μέσα είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Για να βελτιωθεί η κατάσταση χρειάζονται πόροι. Πρέπει να πετύχουμε περίσσευμα, που θα μειώσει το έλλειμμα. Αποφασιστικότητα χρειάζεται και για τις διαρθρωτικές μεταβολές. (…) Η ύφεση που θα φέρει το πρόγραμμα σταθεροποίησης χρειάζεται αντίδοτο, αναπτυξιακές δραστηριότητες. Οι δυνατότητες είναι περιορισμένες λόγω της έλλειψης πόρων. Υπάρχοντες πόροι, όπως εκείνοι των κοινοτικών προγραμμάτων, πρέπει ν’ αξιοποιηθούν στο έπακρο. (…) Για να πετύχει η τιτάνια προσπάθεια που απαιτείται, χρειάζεται η αίσθηση μιας τομής με ένα παρελθόν πελατειακής πολιτικής, επικοινωνιακών τεχνασμάτων και εκμετάλλευσης της εξουσίας με στόχο τη διαιώνισή της. Χρειάζεται όχι μόνο να εξηγηθεί, τι προτίθεται να επιδιώξει η κυβέρνηση με τις πολιτικές της αλλά και να γίνουν συγκεκριμένα αποτελεσματικά βήματα. (…) Το πρόγραμμα σταθεροποίησης είναι κοινωνικά άδικο. (…) Το πρόγραμμα σταθεροποίησης χρειάζεται αλλαγή. Η 13η και 14η σύνταξη θα πρέπει για παράδειγμα να καταβληθούν και πάλι. Αλλά εκτεταμένες αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν τώρα, που δεν έχουμε αξιοπιστία. Οποιαδήποτε σχετική προσπάθεια θα φανεί ως υπαναχώρηση. Δυνατή είναι μόλις αποδείξουμε, ότι η εφαρμογή του προγράμματος μάς απασχολεί σοβαρά και αποτελεί την προτεραιότητά μας. Οταν γίνουμε πάλι πιστευτοί στις προτάσεις και στις δράσεις μας (…) Πιστεύω, ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να υπερβεί τα προβλήματά της. Αρκεί να υπάρξει θέληση, αποφασιστικότητα και ταχύτητα αντιδράσεων από τους υπεύθυνους για τις οικονομικές εξελίξεις. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων να έχει ως επιδίωξη την βελτίωση της πορείας της χώρας και όχι την αποφυγή του πολιτικού κόστους ή την επικοινωνιακή απήχηση (…) Καιρός είναι πια να δούμε την πραγματικότητα γύρω μας με ειλικρίνεια, να μη φαντασιωνόμαστε λύσεις που δεν υπάρχουν και να δεχτού-με ότι η έξοδος από τη κρίση εξαρτάται κατά κύριο λόγο από μας τους ίδιους, από τη θέληση, τη συνέπεια και την επιμονή μας».
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε άλλα. Εγινε, νομίζουμε, καθαρό ότι ο Σημίτης βγήκε ξανά στο μεϊντάνι το Μάη του 2010 για να υποστηρίξει και να στηρίξει το Μνημόνιο, με όποιο κύρος του είχε απομείνει. Τώρα, σαν τα ποντίκια που εγκαταλείπουν πρώτα το βυθιζόμενο σκάφος, προσπαθεί να κηρύξει εαυτόν «αθώον του αίματος». Τα γραπτά μένουν, όμως, και τον εκθέτουν ανεπανόρθωτα. Επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά, ότι δεν είναι παρά ένας πολιτικός νάνος, ένα περιορισμένων δυνατοτήτων τσιράκι της κεφαλαιοκρατίας.