Το παρασκήνιο δούλεψε, οι συμφωνίες κλείστηκαν και το βαρύ εκκλησιαστικό σήμαντρο σημαίνει ήδη την ώρα της συγκάλυψης. Ο Χριστόδουλος συναντήθηκε με φίλους και αντιπάλους, έκλεισε συμφωνίες για το μοίρασμα της εκκλησιαστικής εξουσίας και συγκαλεί τη Σύνοδο της Ιεραρχίας για να επικυρώσουν όλοι μαζί, άδοντες ψαλμούς και αναπέμποντες δεήσεις προς τον Υψιστο, τις συμφωνίες τους. Ο Λούλης, «ίματζ μέικερ» και του Χριστόδουλου και του Καραμανλή, έστησε τη γέφυρα Μαξίμου-Μονή Πετράκη και η κυβέρνηση προσχώρησε στη λογική της «αυτοκάθαρσης», έτσι όπως την εννοούν οι δεσποτάδες. Ο Εβερτ βγήκε πρώτος και στήριξε τον Χριστόδουλο, για να ακολουθήσει ο Μητσοτάκης με το γνωστό του ύφος. Οσο για το ΠΑΣΟΚ, αυτό έχει λερωμένη τη φωλιά του με την υπόθεση Βαβύλη και δεν επιθυμεί καθόλου να συνεχιστεί ο σχετικός θόρυβος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Γιωργάκης υπήρξε υπουργός Εξωτερικών επί σειρά ετών και έχει παίξει και προσωπικά ρόλο σ’ αυτές τις ιστορίες.
Ποιος μένει; Μια μερίδα του Τύπου και μερικοί μεγαλοδημοσιογράφοι, που προσανατολίζονται κυρίως στη σκανδαλοθηρική πλευρά της υπόθεσης, τα κόμματα της καθεστωτικής αριστεράς και κάποιοι διανοούμενοι που εγείρουν το ζήτημα του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος. Η πρώτη κατηγορία «βολεύεται» σχετικά εύκολα. Δεσποτάδες και πολιτικοί ξέρουν απ’ αυτά. Οσο για τη δεύτερη κατηγορία δεν συνιστά απειλή, καθώς ούτε ιδιαίτερη ζέση δείχνει (παρεμπιπτόντως έθεσε το ζήτημα), ούτε το έχει «γειώσει» κοινωνικά, ούτε μηχανισμούς προβολής διαθέτει.
Στο άλλο μέτωπο της διαφθοράς, το δικαστικό, δυο ειδικοί εφέτες ανακριτές θα αναλάβουν το έργο της διερεύνησης των ποινικών ευθυνών των τυχόν εμπλεκόμενων σε κυκλώματα παραγωγής δικαστικών αποφάσεων και σας το προδιαγράφουμε από τώρα ότι το αποτέλεσμα θα είναι ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό, αφού πολλά στοιχεία δεν υπάρχουν και τα στόματα θα παραμείνουν σφραγισμένα (η ομερτά δένει πάντοτε αυτά τα κυκλώματα). Οσοι κάηκαν κάηκαν, οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν κανονικά το έργο τους.
Στο τρίτο μέτωπο, αυτό των δημοσιογράφων, η ΕΣΗΕΑ έφτιαξε τρεις επιτροπές που θα κάνουν για χιλιοστή φορά την ίδια συζήτηση περί δεοντολογίας. Τα ανακλαστικά της συντεχνίας δούλεψαν πολύ καλά, το θέμα ήδη υποβαθμίστηκε και πνίγηκε μέσα στο βόρβορο των αποκαλύψεων για τους δεσποτάδες και τινές δικαστικούς.
Μια ακόμη ευκαιρία χάθηκε. Το σύστημα θα βγει αλώβητο (με μερικούς θεραπεύσιμους μώλωπες μόνο) και από αυτή την κρίση. Μια κρίση που αγκάλιασε βασικούς θεσμούς του (Δικαιοσύνη, Εκκλησία, ΜΜΕ), αλλά παρέμεινε σε όλη την εξέλιξή της κρίση στις κορυφές και γι’ αυτό επιδεχόμενη ελέγχου και διαχείρισης. Μπορεί τα γκάλοπ να δείχνουν μια σοβαρή πτώση της αξιοπιστίας όλων των θεσμών του συστήματος εξουσίας, όμως αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Θα μπορούσε να σημαίνει και στροφή σε φασιστικές αντιλήψεις, αλλά ούτε κάτι τέτοιο συμβαίνει, αν αναλογιστούμε ότι πρώτο ο φασισμός απαιτεί κοινωνική κίνηση, ενώ εμείς έχουμε κοινωνική ακινησία και, δεύτερο, ότι παρόμοιες τάσεις έχουν ξανακαταγραφεί στα γκάλοπ, όμως στις επόμενες εκλογές ο δικομματισμός εμφανίστηκε πιο ενισχυμένος.
Αυτή η χαμένη ευκαιρία αποκαλύπτει με χαρακτηριστικό τρόπο την αδυναμία του εργατικού και ευρύτερα του λαϊκού κινήματος, τους δυσμενείς συσχετισμούς που σφραγίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι τα τελευταία χρόνια. Το χτύπημα της συλλογικής συνείδησης και η κυριαρχία του ατομισμού, η έλλειψη αυτοπεποίθησης και αγωνιστικής διάθεσης, η υποχώρηση των απελευθερωτικών οραμάτων στη συνείδηση των πλατιών εργαζόμενων μαζών, ιδιαίτερα της νέας εργατικής βάρδιας, η κυριαρχία του ανορθολογισμού, του λάιφ-στάιλ και των αστικών προτύπων, η πολιτιστική παρακμή, όλα αυτά αποτελούν τη βασικότερη εφεδρεία του συστήματος εξουσίας.
Αυτή η κρίση του συστήματος, που αγκάλιασε μια σειρά θεσμούς του, αλλά όχι τον στενό πυρήνα της κρατικής εξουσίας, θα μπορούσε να βαθύνει, αν υπήρχε παρέμβαση από τα κάτω, που θα συνέδεε όλες τις αποκαλύψεις για τη διαφθορά με την ίδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και με τη διαρκή επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι σε όλα όσα καθορίζουν τη ζωή τους.