Αν μαζεύαμε όλα όσα λέχτηκαν και γράφτηκαν από το πρωί της περασμένης Δευτέρας, οπότε έγινε γνωστός ο θάνατος του Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη, θα έπρεπε να γράψουμε βιβλίο και όχι μια σύντομη ανάλυση. Περίσσεψαν η υποκρισία, το γλείψιμο, τα ψέματα, οι γελοιότητες (το βραβείο σ’ αυτές παίρνει ο άπαιχτος νομάρχης Ψωμιάδης). Με… σκοτεινές εξαιρέσεις τον Σημίτη και τον Ζακύνθου. Ο πρώτος, απαλλαγμένος από το βάρος των άμεσων «πολιτικών αναγκών», άφησε τον Γιωργάκη να σηκώσει το βάρος της ξεφτίλας και εσιώπησε εκκωφαντικά. Ο δεύτερος πήρε σβάρνα τα ΜΜΕ και χωρίς να κρύβει τη χαιρεκακία του προσπάθησε να αποδομήσει την αγιογραφία που φιλοτεχνούσαν όλοι οι υπόλοιποι. Επειδή, λοιπόν, ο χώρος δεν επαρκεί για όλα και επειδή φοβόμαστε μη τυχόν… αδικήσουμε κανένα, περιοριζόμαστε σε μερικές επιγραμματικές επισημάνσεις.
Ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος είναι ο επικεφαλής ενός μαύρου σκοταδιστικού θεσμού, ο οποίος διαφθείρει συνειδήσεις, παραπλανά και χειραγωγεί, καταθέτοντας τη δική του συνδρομή στην επικράτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας. Μιας αποικίας παρασίτων που τρέφονται από τις σάρκες του ελληνικού λαού, που εκβιάζουν το κράτος για να αποσπούν προνόμια, που δεν διστάζουν να κάνουν τις πιο αποκρουστικές νόμιμες και παράνομες μπίζνες. Η Εκκλησία είναι θεμέλιο του συστήματος εξουσίας, έχει υπηρετήσει όλες τις πολιτικές εκδοχές του ελληνικού καπιταλισμού (μοναρχοφασισμό, χούντα κοινοβουλευτισμό) και έχει συγκεντρώσει οικονομική και πολιτική ισχύ. Εξ ορισμού, λοιπόν, πρόκειται για εχθρό του λαού.
Πέραν των παραπάνω, που αφορούν κάθε αρχιεπίσκοπο και όλο το αντιδραστικό ιερατείο, ο Παρασκευαΐδης υπήρξε μια ξεχωριστή περίπτωση. Πορωμένος ακροδεξιός, ρατσιστής, με μίσος για οτιδήποτε προοδευτικό, δεν περιορίστηκε στις θείες μπίζνες, αλλά προσπάθησε να μετατρέψει την Εκκλησία σε άμεσο πολιτικό παράγοντα. Ο ίδιος αναρριχήθηκε στα ψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα επί χούντας, ως παρακοιμώμενος του Ιερώνυμου και γραμματέας της Συνόδου του. Γι’ αυτό και έτρεφε τόση αγάπη για τον εκδότη του φασιστικού «Στόχου», γι’ αυτό απηύθυνε υμνητικές επιστολές στον Παττακό, γι’ αυτό δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στο Πολυτεχνείο, μολονότι γούσταρε πολύ την πολιτική σπέκουλα.
Αδίστακτος, αμοραλιστής, φιλόδοξος, είχε όνειρο να γίνει «εθνάρχης» σαν τον Μακάριο. Γι’ αυτό και δεν είχε ενδοιασμούς να συνεργαστεί ακόμα και με γκάνγκστερ, όπως αποδείχτηκε με την περιβόητη υπόθεση των Ιεροσολύμων. Με μαφιόζικου τύπου συνεργασία με το ρωσικό πατριαρχείο προσπάθησε να τη φέρει ακόμα και στο πατριαρχείο της Ισταμπούλ, όμως ο Βαρθολομαίος αποδείχτηκε ικανότερος στη βυζαντινή ίντριγκα. Παίζοντας σαν καλός ηθοποιός με τα ΜΜΕ, συγκέντρωσε πολιτική δύναμη, την οποία χρησιμοποιούσε όχι μόνο για την ικανοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών, αλλά και για τον εκσυγχρονισμό του επιχειρηματικού μηχανισμού της Εκκλησίας, που επί των ημερών του γνώρισε μια τεράστια επέκταση. Δεν δίστασε να εκβιάσει δυο διαδοχικές κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), προκειμένου να αποσπάσει άδειες για ανέγερση μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων στην Αττική.
Ακόμα και όταν έγινε γνωστό ότι χτυπήθηκε από τον καρκίνο, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η δημόσια εικόνα του. Ο ίδιος και η πιστή του καμαρίλα καθοδηγούσαν τα «μίντια», ώστε να φιλοτεχνούν την αγιογραφία και να τον παρουσιάσουν σαν μια μεγάλη ηγετική φυσιογνωμία, σαν έναν γενναίο άνθρωπο, σαν κάτι το ξεχωριστό. Παράλληλα, ακόμα και ετοιμοθάνατος, δεν σταμάτησε να πιέζει την κυβέρνηση προκειμένου να βολέψει κάποιους από την καμαρίλα του και να προωθήσει μπίζνες που είχαν μείνει πίσω. Φρόντιζε ακόμα και για τη διευθέτηση του σκανδάλου με τα σάπια κοτόπουλα, ώστε να τη βγάλει με μια απλή επιστροφή κονδυλίων (χωρίς τόκους και πρόστιμα και χωρίς να αποκλειστεί η «Αλληλεγγύη» από άλλα τέτοια προγράμματα στο μέλλον). Και τα κατάφερε.
Τι λόγο, λοιπόν, έχει ο σκληρά δοκιμαζόμενος ελληνικός λαός να θρηνεί για το θάνατό του; Αλλωστε, σε λίγες μέρες, τα… τεθλιμμένα κοράκια θ’ αρχίσουν να αλληλοσπαράζονται και πάλι, προκειμένου να βγάλουν το νέο αρχιεπίσκοπο και να ξαναμοιράσουν την πολιτική και οικονομική εξουσία του συστήματός τους.