Μετά το κοινό άρθρο με τον ιταλό ομόλογό του, ήρθε η ώρα ο Σόιμπλε να εμφανιστεί από κοινού και με τον γάλλο ομόλογό του ενώπιον του γερμανικού ακροατηρίου, προκειμένου να διαβεβαιώσουν πως η πολιτική της ΕΕ δεν αλλάζει. Σε κοινή συνέντευξή τους στην οικονομική εφημερίδα «Χάντελσμπλατ», Σόιμπλε και Σαπέν υποστήριξαν ότι πρέπει να υπάρξει αναπτυξιακή πολιτική στην ΕΕ, επεσήμαναν όμως την ανάγκη να τηρούνται οι δημοσιονομικοί κανόνες.
Ο Σόιμπλε υπογράμμισε με έμφαση πως η δημοσιονομική εξυγίανση από μόνη της δεν μπορεί να λειτουργήσει, γι’ αυτό χρειάζεται παράλληλα αναπτυξιακή πολιτική. Ο Σαπέν διευκρίνισε ότι η Γαλλία δεν ζητά περισσότερο χρόνο για τη μείωση του δημοσιονομικού της ελλείμματος και επανέλαβε τη δέσμευση της κυβέρνησής του ότι θα ακολουθήσει τους κανόνες που ισχύουν στην ΕΕ. Τα ίδια, όπως, είναι γνωστό, τονίζει συνεχώς και ο Ρέντσι, ο οποίος έχει επίσης αρθρογραφήσει σε γερμανικά έντυπα.
Η αναγνώριση της Γερμανίας ως σημείο αναφοράς στην ΕΕ και η προσπάθεια καθησύχασης της γερμανικής «κοινής γνώμης» αποτελεί κοινό στοιχείο των κυβερνήσεων της Ιταλίας και της Γαλλίας, οι οποίες πλήττονται από την κρίση και θέλουν κάποια σχετική χαλάρωση στην εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας, προκειμένου να βοηθήσουν την καπιταλιστική παραγωγική βάση των χωρών τους να ανακάμψει, μέσω των δημόσιων δαπανών. Η Γερμανία, γνωρίζοντας ότι η γαλλική και η ιταλική είναι οι μεγαλύτερες αγορές κατανάλωσης των γερμανικών προϊόντων, δεν έχει αντίρρηση για κάποια ελεγχόμενη «νόθευση» του Συμφώνου Σταθερότητας, η οποία θα μπορούσε να γίνει π.χ. με το μη συνυπολογισμό κάποιων αναπτυξιακών κρατικών δαπανών στο έλλειμμα. Επειδή δε υπάρχει η προπάγάνδα των λεγόμενων «ευρωσκεπτικιστών», επιλέγεται η οδός των δημόσιων «δηλώσεων πίστης» των ηγετικών πολιτικών στελεχών της Γαλλίας και της Ιταλίας στα γερμανικά έντυπα, προκειμένου να διασκεδάζεται η «ευρωσκεπτικιστική» προπαγάνδα και να περνάει το μήνυμα ότι δεν υπάρχει καμιά διάσταση ανάμεσα στη γερμανική και τις άλλες ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, ούτε υπάρχει μεταφορά πόρων από τη Γερμανία προς τους «τεμπέληδες του Νότου».
Πράγματι, παρά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών κέντρων και τον συνεχή μεταξύ τους ανταγωνισμό, η πολιτική που ακολουθείται στην ΕΕ είναι μία και αδιαίρετη: πολιτική σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία πλέον πρέπει να συμπληρωθεί με κάποια επενδυτικά ανοίγματα, προκειμένου να αντισταθμιστεί η υφεσιακή τάση την οποία προκαλεί η δημοσιονομική λιτότητα. Αυτό το δεύτερο στοιχείο, όμως, είναι ακόμη στα σπάργανα, γιατί πρέπει να εξασφαλιστεί ότι δε θα υπάρξει «αναθέρμανση» της οικονομίας η οποία θα οδηγήσει σε νέα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Στην Ελλάδα, βέβαια, η λέξη ανάπτυξη έχει μυθοποιηθεί. Παρουσιάζεται σαν να είναι κάτι που θα οδηγήσει σε έξοδο από τη σκληρή λιτότητα και την κινεζοποίηση της εργατικής τάξης. Πέραν του ότι αυτά που συμφωνούνται ανάμεσα στις τρεις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) δεν αφορούν τον ελληνικό καπιταλισμό, ο οποίος έχει καθαρά περιφερειακό-συμπληρωματικό ρόλο, ενώ βρίσκεται υπό καθεστώς στενής επιτήρησης, πρέπει να προσέξει κανείς σε τι συνίστανται τα αναπτυξιακά μέτρα που προωθούν η ιταλική και η γαλλική κυβέρνηση. Είναι πακέτα δεκάδων δισ. ευρώ, με τα οποία μειώνονται οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές και η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα προωθούνται μέτρα για «περισσότερη ευελιξία στην αγορά εργασίας». Δηλαδή, μέτρα που κάνουν πιο φτηνή την εργατική δύναμη που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο. Αν αυτή η πολιτική προβληθεί στον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό, θα «δούμε» ότι πρόκειται για «ανάπτυξη με κινεζοποίηση». Δηλαδή, διατήρηση του εργασιακού στάτους που διαμορφώθηκε κατά την τετραετία των Μνημονίων, χειροτέρευση του ασφαλιστικού στάτους, ώστε να μην απαιτεί κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό, στήριξη κυρίως στον τουρισμό και αναμονή προσέλκυσης κάποιων παραγωγικών επενδύσεων, υπό τον όρο της εγγύησης του καθεστώτος κινεζοποίησης των εργασιακών σχέσεων.
Μιλώντας με την τεχνοκρατική γλώσσα στο γενικό συμβούλιο του ΣΕΒ, την περασμένη Δευτέρα, ο Χαρδούβελης περιέγραψε αυτό που προσδοκά η ελληνική κεφαλαιοκρατία: «Αν συνεχίσουμε θα φτιάξουμε τελικά μια ανταγωνιστική χώρα. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει προορισμός επενδύσεων και εμπορικός κόμβος. Να είναι μια οικονομία που θα στηρίζεται λιγότερο στην κατανάλωση και περισσότερο στις επενδύσεις και κυρίως στις εξαγωγές».
Περιέγραψε μια τριτοκοσμικού τύπου καπιταλιστική οικονομία, η οποία θα προσελκύσει κάποιες επενδύσεις και θα παράγει κυρίως για να εξάγει, διότι ο πληθυσμός της δε θα είναι σε θέση να καταναλώσει το μεγαλύτερο μέρος αυτών που θα παράγει. Περιέγραψε, δηλαδή, μια οικονομία τύπου Κίνας, Βραζιλίας, Ινδίας, Νότιας Αφρικής (οικονομίες που αποτελούν πρότυπα και για τον Σταθάκη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως μας έχει δοθεί η ευκαιρία να αποκαλύψουμε).
Ενας άλλος, ο διασημότερος οικονομικός αστέρας του ΣΥΡΙΖΑ, ο Γ. Δραγασάκης, με περισσότερες αναστολές στην έκφραση του δημόσιου λόγου από τον Σταθάκη, σε συνέντευξή του στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής προειδοποιεί γι’ αυτή την προοπτική («ανάπτυξη με κινεζοποίηση») και θέτει ως διακύβευμα για τις επόμενες εκλογές το αν θα διαιωνιστεί αυτή η κατάσταση ή «θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την ανασυγκρότηση της χώρας, την ανάκτηση των δημόσιων αγαθών και των δικαιωμάτων του ελληνικού λαού και την εκθεμελίωση των αιτιών που μας έφεραν ως εδώ».
Αυτό, όμως, το βλέπει αυστηρά στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, ούτε ρούπι έξω απ’ αυτή. Και επειδή η Ευρωζώνη δεν είναι κάτι το φανταστικό αλλά ζωντανή πραγματικότητα, σημειώνει ότι «παρότι στην Ευρώπη οι συσχετισμοί παραμένουν αρνητικοί, αρχίζουν να εμφανίζονται εδώ κι εκεί κάποιες μικρές ρωγμές στην κυρίαρχη πολιτική». Ποιες είναι αυτές οι ρωγμές; Η πολιτική του Ρέντσι και του Ολάντ! Δηλαδή, μια πολιτική ίδια κι απαράλλαχτη μ’ αυτή που ακολουθείται έως τώρα, χωρίς ίχνος φιλεργατικότητας. Επειδή, όπως είπαμε, ο Δραγασάκης είναι προσεκτικός και όχι προκλητικός σαν τον Σταθάκη, διαπιστώνει πως αυτές οι προτάσεις χαρακτηρίζονται από «αποσπασματικότητα και ανεπάρκεια σε σχέση με το βάθος της κρίσης στην Ευρώπη και το μέγεθος της δικής μας καταστροφής» και καταλήγει στην ηχηρή μπαρούφα: «Γι' αυτό αν προτάσεις σαν τις παραπάνω είναι το όριο της σημερινής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, τότε το τέλος της δικής τους πολιτικής είναι μόνο η αρχή του δικού μας σχεδίου».
Σε πρακτικό επίπεδο, ο ελληνικός λαός καλείται να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον ΣΥΡΙΖΑ για να προσπαθήσει να αλλάξει τους συσχετισμούς στην ΕΕ αριστερότερα της σοσιαλδημοκρατίας. Επειδή, όμως, αυτός είναι ένας στόχος που δεν επιτυγχάνεται με το 4% ως 7% που παίρνουν οι σύμμαχοι του ΣΥΡΙΖΑ, για κάμποσα χρόνια θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι με μια πολιτική α’λα Ρέντσι και Ολάντ, δηλαδή με «ανάπτυξη με κινεζοποίηση»!