«Ο καθένας έχει την πολιτική ευθύνη να συνειδητοποιήσει ποιο πολιτικό σχέδιο υπηρετεί. Αν υπηρετεί το πολιτικό σχέδιο της ενότητας και της διατήρησης της αριστερής κυβέρνησης ή το πολιτικό σχέδιο αυτών που θέλουν να τη ρίξουν». Σ’ αυτά τα λόγια του Τσίπρα, από τη συνέντευξή του στην ΕΡΤ το βράδυ της περασμένης Τρίτης, αποτυπώνεται η πλήρης επιβεβαίωση του τίτλου που έφερε το σχετικό με την ανάλυση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος άρθρο στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας μας: «Πύρρειος νίκη Τσίπρα, μεγάλη ήττα του ελληνικού λαού».
Από το πρωί της περασμένης Δευτέρας, όταν βγήκε λευκός καπνός από την καμινάδα του κτιρίου που φιλοξενούσε την Ευρωσύνοδο στις Βρυξέλλες, έγινε σαφές και στους πλέον δύσπιστους, ότι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον Τσίπρα και την περί αυτόν ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ (στην πραγματικότητα, η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει από τις 20 Φλεβάρη). Οσοι μιλούσαν για τον «μεγάλο τακτικιστή», που με τις κινήσεις του καταφέρνει να κατακτά την ηγεμονία και στο λαό και στον αστικό πολιτικό χώρο, αποδείχτηκαν για μια ακόμη φορά αναλυτές της συμφοράς, που δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους. Που δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ότι αυτό που ονόμαζαν «σχεδιασμένο τακτικισμό» του Τσίπρα και της παρέας του δεν ήταν παρά κινήσεις της στιγμής, που δεν εντάσσονταν σε κανένα μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Μέχρις ενός σημείου κάποιες απ’ αυτές τις κινήσεις τους έβγαιναν, γιατί στην πραγματικότητα έπαιζαν χωρίς εσωτερικό αντίπαλο. Οταν όμως κάθησαν στο τραπέζι απέναντι στον πραγματικό αντίπαλο, τους ιμπεριαλιστές ηγέτες, τότε η παιδική χαρά χέστηκε πάνω της.
Οσο για το δημοψήφισμα, όσοι το θυμούνται το κάνουν είτε για να καταγγείλουν τον Τσίπρα για την άφρονα ενέργειά του είτε για να τον καταγγείλουν επειδή πρόδωσε τη θέληση του ελληνικού λαού. Ο μεγάλος νικητής βάλλεται πλέον πανταχόθεν, και από τα δεξιά και από τ’ αριστερά κι έχει φτάσει στο σημείο να έχει ως βασικό υποστηρικτή του στα τηλεοπτικά παράθυρα τον… Φίλη! Η άμυνα των Τσιπραίων έναντι των καταγγελιών και των μεν και των δε είναι πραγματικά πανικόβλητη. Τα δε επιχειρήματα που επιστρατεύουν είναι τόσο γελοία που και οι ίδιοι δεν καταφέρνουν να βρουν έναν πειστικό τρόπο για να τα εκφέρουν.
Από την Παρασκευή πριν τη συμφωνία φάνηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οδεύει προς σημαντική διάσπαση και όχι προς μια πολιτικά διαχειρίσιμη απώλεια μερικών ψήφων, που δε θα έθετε καν σε κίνδυνο τη δεδηλωμένη.
Στην ψηφοφορία για τον πρώτο προκαταρκτικό εφαρμοστικό νόμο του Μνημόνιου-3, που έγινε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της περασμένης Τετάρτης, ο ΣΥΡΙΖΑ μέτρησε 32 «όχι», 6 «παρών» (κυρίως από ταλαντευόμενους της ομάδας των «53», που έχει υποστεί και εσωτερική διάσπαση) και 1 απουσία. Τους υπολογίζαμε σε 45, σχολίασε στωικά την επομένη ο Βούτσης. Πάλι καλά που δεν είπε ότι το αποτέλεσμα αποτελεί νίκη.
Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι δεδομένη. Ο,τι φαίνεται να γίνεται στην αντίθετη κατεύθυνση δεν είναι παρά μέρος του φραξιονιστικού παιχνιδιού, με στόχο να τραβήξει τους ταλαντευόμενους. Οταν ο Λαφαζάνης δηλώνει ότι δεν ψηφίζει τα μέτρα, αλλά στηρίζει την κυβέρνηση, κοροϊδεύει τον ελληνικό λαό. Οταν η Κωνσταντοπούλου φιλάει με συντροφική αγάπη τον Τσίπρα και μετά τον εξευτελίζει, παρουσιάζοντάς τον σαν έναν χέστη πρωθυπουργό, που υπέκυψε στον εκβιασμό, και μόνο η κοινοβουλευτική του ομάδα μπορεί να τον σώσει ψηφίζοντας «όχι», κοροϊδεύει τον ελληνικό λαό.
Κι όταν ο Τσίπρας προσπαθεί να προκαλέσει τον Μεϊμαράκη λέγοντάς του «αν αγωνιάτε τόσο για την κυβερνητική συνοχή, γιατί δεν κάνετε μια πρόταση μομφής; Ή ακόμα-ακόμα γιατί δεν ζητάτε εκλογές;», επίσης κοροϊδεύει τον ελληνικό λαό. Οσο για τους βουλευτές του, που χειροκρότησαν αυτή την ατάκα, τι να πει κανείς; Μας προσέφεραν ένα λαμπρό δείγμα του… ήθους της πολιτικής αλητείας. Ο Βαγγέλας, όμως, δεν τσίμπησε. Γελώντας σαρδόνια, είπε στον Τσίπρα: «Θέλετε ακόμα μεγαλύτερη συσπείρωση; Αμα χρειάζεστε, να την κάνουμε αύριο (την πρόταση δυσπιστίας), δεν έχουμε κανένα πρόβλημα».
Η πολιτική κατάσταση που χαρακτηρίζει σήμερα το ελληνικό αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα δεν έχει προηγούμενο. Εχουμε γνωρίσει κυβερνήσεις με ισχυρές πλειοψηφίες, κυβερνήσεις που στηρίζονταν σε μια ισχνή πλειοψηφία και παραιτήθηκαν χωρίς καν να υποστούν τη βάσανο μιας πρότασης δυσπιστίας (Μητσοτάκη το 1993), συγκυβερνήσεις περιορισμένης διάρκειας (Τζαννετάκη και Ζολώτα το 1989-1990), κυβερνήσεις ειδικού σκοπού (Παπαδήμου), συγκυβερνήσεις με φιλοδοξία να μακροημερεύσουν (Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη και μετά μόνο Σαμαρά-Βενιζέλου), ήρθε ο καιρός να γνωρίσουμε και μια συγκυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία και ειδικού σκοπού θα είναι και υπό πολλαπλή ομηρία και υπό προθεσμία.
Τα δεδομένα στο πολιτικό σύστημα έχουν ως εξής:
– Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι διασπασμένος. Η τυπική διάσπαση είναι ζήτημα χρόνου και θα γίνει αφού προηγηθεί ένας άγριος φραξιονιστικός αγώνας για το ποιος θα τραβήξει τους περισσότερους. Οι δύο βασικές φράξιες (τσιπρικοί – λαφαζανικοί) προσπαθούν να αναγκάσουν η μία την άλλη να κάνει πρώτη το βήμα προς τη ρήξη. Πεδίο αυτής της ρήξης θα είναι καταρχήν η κοινοβουλευτική ομάδα. Ο Τσίπρας μιλάει στην ΚΟ και βάζει ουσιαστικά ζήτημα ψήφου εμπιστοσύνης, αλλά δεν τολμά να το βάλει και επίσημα από το βήμα της Βουλής. Οι λαφαζανικοί δηλώνουν υποκριτικά ότι στηρίζουν την κυβέρνηση και την ίδια στιγμή ψηφίζουν «όχι» στα βασικά νομοθετήματα της κυβέρνησης, αυτά που καθορίζουν την πολιτική της.
– Η αντιπολίτευση ξεκαθάρισε ότι δε θέλει ούτε εκλογές ούτε το σχηματισμό κυβέρνησης ειδικού σκοπού (καθαρά τεχνοκρατών ή μικτή, με ή χωρίς τον Τσίπρα πρωθυπουργό). Το είπαν καθαρά και ο Μεϊμαράκης και η Γεννηματά. Ο Βαγγέλας μάλιστα προειδοποίησε: εμείς θα ψηφίζουμε όλα τα μνημονιακά νομοσχέδια που θα φέρνετε, μη διανοηθείτε όμως να μας δοκιμάσετε και σε κανένα άλλο νομοσχέδιο (π.χ. παιδεία), γιατί δε θα το ψηφίσουμε.
– Ο Τσίπρας σκουπίζει τις ροχάλες από τα μούτρα του, αποφαίνεται ότι ψιχαλίζει και δηλώνει λεβέντικα: «Και σε ό,τι με αφορά, είμαι ο τελευταίος ο οποίος θα δραπετεύσω από αυτήν την ευθύνη. Είμαι, όμως, και ο τελευταίος ο οποίος οικειοθελώς θα προσχωρήσω στο σχέδιο των αντιπάλων, δηλαδή, ο τελευταίος ο οποίος θα προχωρήσω, με τη δική μου επιλογή, στο να διευκολύνω το σχέδιο απομάκρυνσης από τα κυβερνητικά έδρανα ετούτης εδώ της Κυβέρνησης, που έδωσε τον αγώνα με θάρρος, με αξιοπρέπεια, με τόλμη, όλους αυτούς τους μήνες της σκληρής διαπραγμάτευσης».
Είναι προφανές ότι η «παιδική χαρά» του Μαξίμου, έχοντας χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, προσπαθεί να αγοράσει χρόνο. Δεν έχει κάτι καλύτερο αυτή τη στιγμή. Μένουμε στην κυβέρνηση, βλέποντας και κάνοντας είναι το δόγμα που κυριαρχεί σήμερα στους Τσιπραίους. Αυτό το «βλέποντας και κάνοντας», όμως, έχει πολιτικό κόστος. Το επόμενο τρίμηνο η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου θα πρέπει κατά σειρά να διεκπεραιώσει τα εξής: να ψηφίσει όλα τα προκαταρκτικά εφαρμοστικά νομοσχέδια, να τα εφαρμόσει στην πράξη, να ολοκληρώσει με την τρόικα τη διαπραγμάτευση για το Μνημόνιο-3 (θεωρούμε δεδομένο ότι θα ανάψει το πράσινο φως από το ιμπεριαλιστικό διευθυντήριο) και να ολοκληρώσει την αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση μέχρι τα τέλη Οκτώβρη. Ολ’ αυτά θα τα περνάει από τη Βουλή με τις ψήφους της αντιπολίτευσης (ΝΔ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) και χωρίς τις ψήφους της σαραντάδας των βουλευτών που διαχωρίστηκαν. Αρα, θα είναι μια κυβέρνηση μειοψηφίας, που θα επιβιώνει χάρη στην ανοχή της αντιπολίτευσης, η οποία θα γίνεται ολοένα και πιο επιθετική στις τοποθετήσεις της, σε μια προσπάθεια να φορτώσει το μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού κόστους στους Τσιπραίους.
Ολο το πολιτικό σύστημα θα βρίσκεται υπό την ομηρία των ιμπεριαλιστών. Η κυβέρνηση θα ετοιμάζει τα μνημονιακά νομοσχέδια (και με τον κρατικό μηχανισμό θα τα εφαρμόζει), ενώ η αντιπολίτευση θα είναι υποχρεωμένη να τα ψηφίσει. Τα ιμπεριαλιστικά κέντρα έχουν στείλει σαφείς προειδοποιήσεις στη ΝΔ, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ, μέσω ΕΛΚ και ΕΣΚ, να μη διανοηθούν να ρίξουν την κυβέρνηση κατά την ψήφιση κάποιας μνημονιακής ρύθμισης.
«Εχω κανένα λόγο να θέλω εκλογές; Δεν έχω κανένα λόγο να θέλω εκλογές», είπε ο Τσίπρας στη στημένη συνέντευξή του στην ΕΡΤ. Οι εκλογές, όμως, δεν αποτελούν επιλογή του. Θα καταστούν αναπόφευκτες μόλις ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του νέου «προγράμματος». Μέχρι τα τέλη του χρόνου δηλαδή. Οσο καθυστερήσουν τόσο οι Τσιπραίοι θα καταναλώνουν το όποιο πολιτικό τους κεφάλαιο. Εκτός αν σε όλους επιβληθεί η λύση μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών, η οποία θα ισοδυναμεί με μια χούντα με κοινοβουλευτικό ένδυμα.