Αυτό που συμβαίνει με τον ΟΤΕ σε άλλες συνθήκες θα προκαλούσε πολιτική κρίση. Η κυβέρνηση εμφανίζεται να δρα ως διαιτητής στο παζάρι δυο καπιταλιστικών ομίλων για την πώληση ενός πακέτου μετοχών από τον ένα στον άλλο, έχοντας επιλέξει στην πραγματικότητα ποιος είναι εκείνος ο όμιλος στον οποίο θέλει να δώσει μια μεγάλη «δουλειά». Πριν από οτιδήποτε άλλο, πρέπει να προσδιοριστεί το είδος της «δουλειάς» που δίνει η κυβέρνηση. Πρόκειται για τον ΟΤΕ, μια μεγάλη κρατική επιχείρηση, η οποία έχει τεράστια κερδοφορία και έχει κάνει σκόνη το μύθο πως το κράτος δεν κάνει για επιχειρηματίας. Μια επιχείρηση που την έχει χρυσοπληρώσει ο ελληνικός λαός επί δεκαετίες.
Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί πως οι τελευταίοι που δικαιούνται να φωνάζουν είναι το ΠΑΣΟΚ και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία του που ελέγχει την ΟΜΕ-ΟΤΕ. Γιατί η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ ξεκίνησε επί των ημερών του ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ έρχεται σήμερα να την ολοκληρώσει, εκχωρώντας και το management, που δεν πρόλαβε να εκχωρήσει η κυβέρνηση Σημίτη. Για να δούμε έτσι τα επόμενα χρόνια τις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες (που πλέον είναι πολύ περισσότερες σε σχέση με το παρελθόν) να εκτινάσσονται στα ύψη και τις εργασιακές σχέσεις στον ΟΤΕ να αλλάζουν άρδην, σε βάρος εργαζόμενων και λαού και προς δόξαν της κερδοφορίας των γερμανών και άλλων καπιταλιστών.
Τα όσα δηλώνονται δημόσια για την είσοδο της Deutsche Telekom στον ΟΤΕ αποτελούν μόνο τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή παραμένει κρυμμένη, δεν είναι όμως δύσκολο να τη μαντέψει κάποιος. Οταν η MIG, εταιρία διαχείρισης κεφαλαίων αραβικής προέλευσης, με μάνατζερ τον Α. Βγενόπουλο, ανακοίνωσε ότι απέκτησε μέσω του χρηματιστήριου ποσοστό 20% του ΟΤΕ, η κυβέρνηση Καραμανλή και ο νεοφιλελεύθερος Γ. Αλογοσκούφης αντέδρασαν με… σοσιαλδημοκρατική σφοδρότητα. Δήλωσαν ότι δε γουστάρουν τη MIG στον ΟΤΕ και έσπευσαν να ψηφίσουν νόμο με τον οποίο της έφραζαν το δρόμο προς την απόκτηση μεγαλύτερου ποσοστού. Ουσιαστικά, κατέστησαν την επένδυση ασύμφορη για το αραβικό fund, αφού το 20% δε θα του επέτρεπε να πάρει και το management.. Η λήψη αυτού του μέτρου αντίκειται στην κοινοτική νομοθεσία, πράγμα που έσπευσε αμέσως να επισημάνει ο αρμόδιος επίτροπος Τσαρλς Μακ Κρίβι, όμως ο Βγενόπουλος με δηλώσεις του εμφανίστηκε να απορρίπτει την προοπτική προσφυγής στα κοινοτικά όργανα. Εύλογα, λοιπόν, γεννιέται η υποψία, ότι ο Αλογοσκούφης τα είχε ήδη βρει παρασκηνιακά με το Βγενόπουλο και ότι η νομοθετική ρύθμιση ήταν το άλλοθι που ο τελευταίος ήθελε, προκειμένου να δικαιολογηθεί έναντι των Αράβων, των οποίων τα κεφάλαια διαχειρίζεται. Διότι η MIG δεν επενδύει για να παράγει, αλλά «γυρίζει» τα κεφάλαιά της με κερδοσκοπικό τρόπο.
Μερικούς μήνες αργότερα, εμφανίζεται η MIG να πωλεί το 20% του ΟΤΕ που κατείχε στο γερμανικό τηλεπικοινωνιακό κολοσσό Deutsche Telekom, αποκομίζοντας υπεραξίες τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ. Σε μια περίοδο που τα χρηματιστήρια σε όλο τον κόσμο κατρακυλούν, η MIG πουλάει τις μετοχές της στον ΟΤΕ με 23,90 ευρώ το κομμάτι, όταν το κλείσιμο στο ΧΑΑ την ίδια μέρα είναι στα 19,14 ευρώ! Λέτε να έπιασε τους Γερμανούς μαλάκες; Τι «μαύρες» συμφωνίες κρύβονται κάτω απ’ αυτή την πώληση; Τι εγγυήσεις έδωσε η κυβέρνηση στους Γερμανούς της DT, ώστε ν’ αγοράσουν σ’ αυτή την «τσιμπημένη» τιμή;
Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε από την αντίδραση της κυβέρνησης. Πριν καλά-καλά γίνουν γνωστές οι λεπτομέρειες της συμφωνίας, έσπευσε να εκφράσει δημόσια την ικανοποίησή της με δήλωση των δυο συναρμόδιων υπουργών Αλογοσκούφη και Χατζηδάκη. Σαν κοινοί λακέδες, οι δυο νεοφιλελεύθεροι καλωσορίζουν τη Deutsche Telekom στην Ελλάδα και της υπόσχονται μια άριστη συνεργασία. Οπως γίνεται γνωστό από πλευράς MIG, η κυβέρνηση ήταν ενήμερη για την αγοραπωλησία και είχε δώσει την έγκρισή της.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση επέλεξε «στρατηγικό εταίρο» για τον ΟΤΕ, στον οποίο σχεδιάζει να εκχωρήσει και το management. «Επιδιώκουμε ένα μοντέλο συνδιοίκησης του ΟΤΕ στο οποίο θα έχουν ρόλο και η Deutsche Telekom και το Ελληνικό Δημόσιο», δήλωσε ο Αλογοσκούφης σε συνέντευξή του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Η «συνδιοίκηση» είναι απλά ο φερετζές, πίσω από τον οποίο καλύπτεται η καταρχήν απόφαση για εκχώρηση του management. Διότι ο πανίσχυρος γερμανικός όμιλος δε διοικείται από ηλίθιους ή πρωτάρηδες για να «χώσει» λεφτά σε μια δουλειά την οποία δε θα διαχειρίζεται σύμφωνα με τη στρατηγική του. Το πολύ που μπορεί να διεκδικήσει η κυβέρνηση είναι συμμετοχή στο ΔΣ του ΟΤΕ και λόγο στη λήψη κάποιων αποφάσεων που αφορούν αυτό που ονομάζεται εθνική ασφάλεια και άμυνα. Τίποτα περισσότερο και πάντως τίποτα που να έχει σχέση με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, με τις τιμές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και τις εργασιακές σχέσεις στον ΟΤΕ, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται τελειωμένη υπόθεση, αφού προ πολλού τις έχει ξεπουλήσει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, με το περιβόητο πρόγραμμα «εθελουσίας εξόδου». Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο φόρτε του το παζάρι για την ολοκλήρωση της συμφωνίας. Αντικείμενο του παζαριού είναι το επιπλέον ποσοστό που θα πουλήσει το ελληνικό δημόσιο στη DT και οι όροι εκχώρησης του management. Γίνεται λόγος για πώληση από την κυβέρνηση ενός επιπλέον 8% έως 15% από το 28% που κατέχει το ελληνικό δημόσιο. Μπορεί για λόγους πολιτικών εντυπώσεων το δημόσιο να πωλήσει το μικρότερο δυνατό ποσοστό και το υπόλοιπο η DT να το πάρει από την ΑΤΕbank (κατέχει περίπου το 1,3% του ΟΤΕ) και από το χρηματιστήριο. Σημασία έχει πως οι Γερμανοί, όταν έκαναν το βήμα να αγοράσουν το 20% από τη MIG είχαν τις διαβεβαιώσεις ότι θα εξασφαλίσουν το ποσοστό που θεωρούν απαραίτητο για να ελέγχουν απόλυτα την εταιρία και το management. Αλλιώς, δε θα έπαιρναν τέτοιο ρίσκο, δεδομένου μάλιστα ότι η DT αντιμετωπίζει προβλήματα και έχει ξεκινήσει πρόγραμμα μαζικών απολύσεων από θυγατρικές της.
ΥΓ: Λέτε να έγινε μια τόσο χοντρή «δουλειά», από την οποία η MIG έβγαλε σε λιγότερο από εφτά μήνες 200 εκατ. ζεστά ευρουλάκια και το γερμανικό μονοπώλιο έβαλε πόδι σ’ έναν ανθηρότατο τηλεπικοινωνιακό οργανισμό (ο οποίος, εκτός από την ελληνική αγορά, έχει μεγάλη διεί-σδυση και στις βαλκανικές αγορές – Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία), χωρίς να πέσουν μίζες; Φυσικά, οι μίζες δεν φαίνονται. Ομως, στοιχειώδης πολιτική συνέπεια επιβάλλει να «βλέπουμε» και αυτά που δε φαίνονται.