Οταν μιλούσαμε στο πρωτοσέλιδο του προηγούμενου φύλλου της «Κ» για «πολιτικάντικη σκιαμαχία» δεν φανταζόμασταν ότι το αμέσως επόμενο διήμερο ο κοινοβουλευτικός θίασος, με πρωταγωνιστή τον ΣΥΡΙΖΑ, θα μας επιβεβαίωνε και με το παραπάνω. Η αποτυχημένη πρόταση δυσπιστίας στον Στουρνάρα και η ακόμα πιο αποτυχημένη πρόταση μομφής στον Μεϊμαράκη ήταν μια άθλια παράσταση. Ευτυχώς για τους πρωταγωνιστές της, ελάχιστοι πρέπει να την παρακολούθησαν σε απευθείας μετάδοση, οπότε είχαν τη δυνατότητα, μέσω της προπαγάνδας, να παρουσιάσουν τα πράγματα όπως βόλευε την κάθε πλευρά.
Και βέβαια, δεν είναι δυνατόν να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση περί συνταγματικής συνέπειας. Ιδιαίτερα όταν την επικαλείται η κυβερνητική πλευρά, η οποία έχει κάνει το σύνταγμα λάστιχο, ερμηνεύοντάς το όπως τη βολεύ-ει κάθε φορά. Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ ήξερε πολύ καλά ότι ακροβατού-σε. Ο ίδιος ο συνταγματολόγος Κατρούγκαλος, επίλεκτο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, σε άρθρο του στην «ΕφΣυν» της περασμένης Δευτέρας, παραδέχεται πως «είναι αλήθεια ότι η συνταγματική ρύθμιση είναι δεκτική συγκρουόμενων ερμηνειών» και παραθέτει δυο αντικρουόμενες ερμηνείες. Μία του Παραρά, που είναι ίδια μ’ αυτή που υποστήριξε η κυβέρνηση, και μία του Χρυσόγονου, ο οποίος είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ (γι’ αυτό και ο Τσίπρας δεν έλεγε το όνομά του, μολονότι τον προκαλούσε ο Βενιζέλος). Τη μεθεπομένη υπήρξε μπαράζ άρθρων και δηλώσεων συνταγματολόγων κατά της άποψης Χρυσόγονου-ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσακυράκης, ο Μποτόπουλος, ακόμα και ο ΔΗΜΑΡίτης Μανιτάκης πήραν μέρος υποστηρίζοντας την κυβερνητική άποψη και φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον ΣΥΡΙΖΑ που πήγε να παίξει σ’ αυτό το επίπεδο.
Η αλήθεια είναι πως στην αρχή ο ΣΥΡΙΖΑ αναθάρρησε, καθώς ο Σταμάτης «σήκωσε το γάντι», παραδέχτηκε πως η πρόταση δυσπιστίας είναι νόμιμη και η συζήτηση πρέπει ν’ αρχίσει αμέσως. Ο ίδιος αργότερα μπήκε στην αίθουσα και προσπαθούσε να πείσει ότι δεν είχε πει αυτό, αυτοεξευτελιζόμενος, όμως άνθρωποι σαν τον Σταμάτη, που έχουν μάθει να δρουν περισσότερο στο παρασκήνιο, δεν έχουν προβλήματα… αυτοεκτίμησης όταν αναγκαστικά γίνονται ρόμπες. Κάποιος, όμως, από τους υπαλλήλους της Βουλής «σφύριξε» στην προεδρεύουσα Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά, ότι δεν έχει παρέλθει εξάμηνο από την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας, αυτή το επεσήμανε δημόσια, οι ΣΥΡΙΖΑίοι φώναζαν ότι δεν υπάρχει θέμα, γιατί την έχει αποδεχτεί η κυβέρνηση, αλλά η προεδρεύουσα δεν έκανε πίσω, λέγοντας πως το θέμα θα το κοιτάξει το προεδρείο με τη νομική υπηρεσία της Βουλής. Πάνω σ’ αυτό το σημείο, ο Τσίπρας επιχείρησε αργότερα μια χοντρή λαθροχειρία, αναφερόμενος σε προηγούμενη φράση της Κόλλια-Τσαρουχά, που είχε αναφερθεί και στη μέρα της ψηφοφορίας. Πριν δηλαδή της «σφυρίξουν» ότι υπάρχει συνταγματικό πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Αυτό το έπιασε ο Βενιζέλος, που κατήγγειλε τον Τσίπρα και κατέθεσε τις σελίδες των πρακτικών με τα τελευταία λόγια της Κόλλια-Τσαρουχά, που κράτησε επιφύλαξη με βάση τη διάταξη του συντάγματος.
Μετά τη διακοπή, όμως, αφού πέρασε ο αρχικός αιφνιδιασμός του Σταμάτη και όσων βουλευτών της συμπολίτευσης ήταν στην αίθουσα, όλα είχαν διευθετηθεί. Ο Σαμαράς άφησε τον Βενιζέλο να κάνει όλο το παιχνίδι (ο ίδιος εμφανίστηκε στη Βουλή μόνο για να ψηφίσει) κι αυτός –αν και εμφανώς εκνευρισμένος– κολύμπησε άνετα στο γήπεδο των συνταγματικών ερμηνειών, που είναι και η ειδικότητά του. Δεν έμεινε, όμως, μόνο στη συνταγματική ερμηνεία. Εκανε και πολιτική προσέγγιση. Δήλωσε (το έκανε στη συνέχεια και ο Βορίδης, ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ), ότι η κυβέρνηση μετατρέπει την ψηφοφορία επί του πολυνομοσχέδιου σε ψηφοφορία εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.
Ο Τσίπρας δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Ούτε στο συνταγματικό επίπεδο ούτε στο πολιτικό επίπεδο. Εκανε συνδικαλισμό πολύ κακής ποιότητας, αναφερόμενος στο τι είχαν πει ο Σταμάτης και η Κόλλια-Τσαρουχά. Στο πολιτικό επίπεδο, μάλιστα, η επιχειρηματολογία του ήταν κυριολεκτικά για κλάματα. Ελεγε και ξαναέλεγε (μετρήσαμε τέσσερις φορές), ότι η κυβέρνηση δε θέλει συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας, γιατί οι βουλευτές της θα ψηφίσουν κατά του Στουρνάρα. Αυτό ήταν πραγματικά γελοίο. Δηλαδή, οι βουλευτές που μετά από λίγες ώρες ψήφισαν το νομοσχέδιο Στουρνάρα-τρόικας, θα ψήφιζαν υπέρ της πρότασης δυσπιστίας κατά Στουρνάρα! Λες και δε θα είχε η κυβέρνηση τη δυνατότητα να μετατρέψει αυτή την πρόταση δυσπιστίας σε πρόταση κατά της κυβέρνησης συνολικά και όχι κατά του υπουργού Οικονομικών.
Η κυβέρνηση ήξερε πολύ καλά, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επεδίωκε να την εκθέσει στο Εurogroup της Αθήνας. Να τη στείλει εκεί χωρίς ψηφισμένο νομοσχέδιο και να της κόψει την προπαγάνδα της «αποδέμευσης των δόσεων». Και φυσικά, είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί την πρόταση δυσπιστίας, επικαλούμενη συνταγματικές ερμηνείες και πολιτικά επιχειρήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ άφησε στην άκρη την πολιτική, δεν τόλμησε να πει «ναι, θέλουμε να σας στείλουμε στο Euro-group χωρίς ψηφισμένο νόμο» και έλεγε μπούρδες για τους βουλευτές της πλειοψηφίας που τάχα θα «μαύριζαν» τον Στουρνάρα. Αντίθετα, ο Περισσός, που υποστήριξε την πρόταση δυσπιστίας, δήλωσε (Παπαρήγα) ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι συνταγματικές ερμηνείες και πως εκείνο που θέλει είναι να γίνει μια τριήμερη συζήτηση εφ’ όλης της ύλης.
Ο Τσίπρας δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ούτε τον Μεϊμαράκη. Διότι ο τελευταίος έβγαλε από μέσα του τον παλιό τραμπούκο της ΟΝΝΕΔ και πέρασε από την πρώτη στιγμή στην αντεπίθεση, καταγγέλλοντας τον ΣΥΡΙΖΑ ότι προσπαθεί να τον εκβιάσει. Απέδειξε, δε, ότι και στις συνδικαλιές είναι πολύ καλύτερος από τον Τσίπρα, προτείνοντας να γίνει ψηφοφορία και ν’ αποφασίσει η Βουλή αν είναι παραδεκτή η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Οι ΣΥΡΙΖΑίοι πιάστηκαν αγράμματοι και σε ένα άλλο ζήτημα. Νόμισαν ότι η πρόταση μομφής στον Μεϊμαράκη θα συζητιόταν αμέσως, όμως ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπει ότι η συζήτηση γίνεται σε μέρα κοινοβουλευτικού ελέγχου και όχι νομοθετικής εργασίας. Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ οργάνωσε μια θεαματική αποχώρηση, ίσα-ίσα για ν’ απευθύνει ο Τσίπρας χαιρετισμό από την εξέδρα του ΕΚΑ στους λιγοστούς συγκεντρωμένους έξω από τη Βουλή και να επιστρέψουν οι βουλευτές του για τις ονομαστικές ψηφοφορίες.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κουβέλης συμφώνησε και επί της ουσίας και επί της διαδικασίας με την κυβερνητική θέση. Τάχθηκε κατά της πρότασης δυσπιστίας και υπέρ του ότι ο πρόεδρος είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει τη νομιμότητα της πρότασης δυσπιστίας.
Ακόμα πιο άθλια ήταν η εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ στη δευτεριάτικη συζήτηση για την πρόταση μομφής κατά του Μεϊμαράκη. Οι τόνοι ήταν κατεβασμένοι από την αρχή. Περισσότερο μιλούσαν για την κυβέρνηση και λιγότερο για τον Μεϊμαράκη, στον οποίο είχαν κάνει μομφή κατηγορώντας τον για κοινοβουλευτικό πραξικόπημα. Ο Δραγασάκης, που ήταν ένας από τους πέντε ομιλητές του ΣΥΡΙΖΑ, είπε ξεκάθαρα ότι «ο κ. Μεϊμαράκης είχε δύο επιλογές: Πρώτον, να κάνει αυτό που έκανε, δηλαδή να ενεργήσει με βάση την κρίση του. Το δεύτερο που μπορούσε να κάνει είναι να επιδιώξει μία συναίνεση. Να υπάρξει Προεδρείο. Χθες δεν λειτούργησε το Προεδρείο». Αναγνώρισε, δηλαδή, ότι ο Μεϊμαράκης είχε το δικαίωμα να κρίνει μόνος του! Εξακολούθησε να μιλάει για «συναίνεση για τους όρους λειτουργίας του Κοινοβουλίου και διεξαγωγής αντιπαραθέσεων». Η λέξη «μομφή» δεν βγήκε από το στόμα του και κατέληξε με… δημιουργική πρόταση: «Η Διάσκεψη των Προέδρων με τη βοήθεια και τη συνεργασία της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής, με τη συνδρομή επιστημόνων συνταγματολόγων ας δει, επιτέλους, αυτό το άρθρο του Κανονισμού της Βουλής. Ας δούμε τι σημαίνει όμοια ή μη όμοια πρόταση. Ας επιλύσουμε το ερώτημα το οποίο ετέθη εδώ. Δηλαδή επί έξι μήνες ό,τι και αν συμβεί δεν θα μπορεί η Βουλή να άρει την εμπιστοσύνη σε έναν Υπουργό; Ας αρχίσουμε, λοιπόν, με αυτά τα συγκεκριμένα ως θετικό απαύγασμα, ως θετικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας»!
Αμέσως μετά, ζήτησε το λόγο ο Μ. Γλέζος για να πει: «Δεν αναιρώ την ψήφο εμπιστοσύνης που έδωσα στον Πρόεδρο της Βουλής. Εξακολουθώ να του έχω εμπιστοσύνη, αλλά θα ήμουν υποκριτής, εάν σήμερα δεν τον ήλεγχα για δύο λόγους: Ο πρώτος λόγος αναφέρθηκε: Δεν συγκάλεσε το Προεδρείο. Ο δεύτερος λόγος είναι ακόμη πιο σημαντικός. Αποδέχθηκε τον βιασμό της συνείδησης των Βουλευτών, ο οποίος πραγματοποιήθηκε χθες».
Παλιός στο κουρμπέτι ο Μεϊμαράκης, κατάλαβε ότι έχει να κάνει με κότες λειράτες και πέρασε στην αντεπίθεση. Πήρε το λόγο για να καταγγείλει ότι Τσίπρας και Δραγασάκης επεδίωξαν αιφνιδιασμό της Βουλής, μη ενημερώνοντάς τον για να είναι στο προεδρείο την ώρα που θα μιλούσε ο Τσίπρας. Ακολούθησε ένα σύστριγγλο που το υποδαύλιζε ο Βενιζέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε την ευκαιρία να αποχωρήσει και πάλι, όμως ο Δραγασάκης έμεινε μέσα, εκλιπαρώντας τον Τραγάκη να του δώσει το λόγο επί προσωπικού, για να απολογηθεί στον Μεϊμαράκη! Κατέληξε με τα εξής γλοιώδικα: «Θέλω να μελετήσω την ομιλία του κ. Μεϊμαράκη, να την αξιολογήσω και ενδεχομένως να ανταλλάξουμε και σκέψεις, για να καταλάβω πώς αντιλαμβάνεται τη λειτουργία της Βουλής από εδώ και πέρα (…) Και αν μίλαγα τώρα, θα μιλούσα ακόμα πιο έντονα για την ανάγκη οικοδόμησης συναίνεσης όχι στην πολιτική, αλλά στον τρόπο άσκησης της αντιπαράθεσης γύρω από την πολιτική».
Το αποκορύφωμα ήταν η ειρωνεία του Βορίδη στο καπάκι: «Μομφή υποστηρίζετε, κύριε Πρόεδρε!». Ο Δραγασάκης απάντησε: «Κάνετε κουράγιο να ακούσετε αυτά τα οποία λέει κάποιος». Οταν δε ο Μεϊμαράκης του πέταξε «και πρόταση μομφής δεν περίμενα ότι εσείς θα υπογράψετε», ο Δραγασάκης απάντησε: «Από εμένα δεν το ακούσατε. Προχωρούμε τώρα, λοιπόν, και θα αξιοποιήσω την πρόταση του κ. Μεϊμαράκη»!








