Αν δεν υπήρχε ο εκλογικός νόμος ίσως να μην υπήρχε κανένα ενδιαφέρον το βράδυ της 16ης Σεπτέμβρη. Και πριν τα exit polls ήταν διάχυτη η αίσθηση ότι η ΝΔ κερδίζει. Φαινόταν αυτό, όπως σημειώσαμε και εμείς στο προηγούμενο φύλλο, από τον τρόπο που αντιδρούσε το ΠΑΣΟΚ. Η ηγετική του ομάδα τα ‘βαλε αρχικά με τις εταιρίες δημοσκοπήσεων (τώρα οι γιάπηδες κάνουν πλάκα και καλούν τον Αθανασάκη και τον Ραγκούση να θυμηθούν τι έλεγαν) και στη συνέχεια άρχισε να διαμαρτύρεται για «γκάλοπ-μαϊμού» που διαρρέουν υπουργοί και στελέχη της ΝΔ. Ηταν το παράπονο του χαμένου που φωνάζει από τα πριν για το διαιτητή, επειδή δε μπορεί ο ίδιος να παίξει μπάλα και να κερδίσει. Η ΝΔ θα κέρδιζε, λοιπόν, όμως ο εκλογικός νόμος του Σκανδαλίδη, φτιαγμένος για να υπηρετήσει τη στρατηγική της «δεξιάς παρένθεσης», σε συνδυασμό με τη σταθερή δυναμική του ΛΑΟΣ (όλα τα γκάλοπ το έδιναν σταθερά πάνω από το κατώφλι του 3%) στοίχειωναν τον ύπνο του Καραμανλή και των στελεχών του. Βλέπετε, ο εκλογικός νόμος δεν εξαρτούσε την αυτοδυναμία από τη διαφορά πρώτου και δεύτερου κόμματος, όπως οι προηγούμενοι νόμοι της ενισχυμένης αναλογικής, αλλά από το αδιάθετο υπόλοιπο, δηλαδή από το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Οσο μικρότερο θα ήταν αυτό το ποσοστό, τόσο θα απομακρυνόταν η αυτοδυναμία. Γι’ αυτό και το εκλογομαγειρείο της Ρηγίλλης έστησε κόμμα στον ανύπαρκτο Παπαθεμελή.
Η καθοριστική βοήθεια, όμως, δεν ήρθε από τον Παπαθεμελή, που δεν κατάφερε ούτε το 1% να πιάσει, αλλά από το 1,05% των Οικολόγων-Πράσινων. Δεν φταίνε βέβαια αυτοί, ούτε όλοι οι άλλοι συνδυασμοί που κατέβηκαν στις εκλογές και που ο αντιδημοκρατικός (από την άποψη της αστικής δημοκρατίας) εκλογικός νόμος τους στέρησε την εκπροσώπηση που δικαιούνται (δεν κάναμε ακριβείς υπολογισμούς, αλλά με απλή αναλογική έδρα μάλλον θα έπαιρνε και το ΚΚΕ μ-λ).
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι η δεύτερη φορά που η ΝΔ, μολονότι κερδίζει, βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Το ΠΑΣΟΚ έως τώρα κάνει δυο κυβερνητικές θητείες, οπότε στην πρώτη αλλάζει τον εκλογικό νόμο και όταν κερδίζει η ΝΔ, βγάζει αυτοδυναμία με την ψυχή στο στόμα. Εγινε αυτό το 1990 (ο Μητσοτάκης άγγιξε το 47% και πήρε μόλις 150 έδρες), έγινε και τώρα. Ο Καραμανλής με 41,85% πήρε 152 έδρες, ενώ το 1996 ο Σημίτης με 41,49% είχε πάρει 162 έδρες! Ο κύκλος, δυστυχώς γι’ αυτή, δε βοηθά τη ΝΔ. Το παιχνίδι με τους εκλογικούς νόμους το κάνει το ΠΑΣΟΚ. Για παράδειγμα, αν ο Καραμανλής είχε αλλάξει τον εκλογικό νόμο στη διάρκεια της πρώτης θητείας του, φέρνοντάς τον στα παλιότερα πρότυπα της ενισχυμένης αναλογικής, θα ήταν σαν να βοηθούσε το ΠΑΣΟΚ να πάρει μια άνετη αυτοδυναμία στις επόμενες εκλογές, που έχει περισσότερες πιθανότητες να τις κερδίσει αυτό (τρίτη θητεία πολύ δύσκολα θα κάνει ο Καραμανλής και το ξέρει). Αφησε ανέγγιχτο τον εκλογικό νόμο του Σκανδαλίδη, μπας και μπορέσει να κόψει την αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ την επόμενη φορά.
Με εξασφαλισμένη την αυτοδυναμία (αυτό φάνηκε από τα exit poll ακόμη, αλλά και από τα στοιχεία που συγκεντρώνουν οι μηχανισμοί των κομμάτων), ο Καραμανλής εισέπραξε το βράδυ της Κυριακής ένα δώρο που ούτε στα καλύτερα όνειρά του δεν έβλεπε. Μια διαφορά σχεδόν 4 μονάδων έριξε το ΠΑΣΟΚ σε βαθιά κρίση από το ίδιο κιόλας βράδυ των εκλογών. Την ώρα που η ΝΔ πανηγύριζε εκ του ασφαλούς και ο Καραμανλής καμάρωνε βλοσυρός μιμούμενος το μπάρμπα του, στο ΠΑΣΟΚ βίωναν μια ήττα-σοκ, έβγαζαν τα μαχαίρια και έμπαιναν σε μια σύγκρουση φατριών με ένταση που δεν είχαν γνωρίσει ούτε το 1996.
♦ Κυβέρνηση μειοψηφίας
Ξέρετε πόσο είναι το πραγματικό ποσοστό (επί των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και όχι επί των εγκύρων ψηφοδελτίων) με το οποίο κυβερνά το κόμμα της ΝΔ; 30,19%! Μ’ αυτό το ποσοστό μειοψηφίας πήρε το 51% των εδρών! Η ψήφος στο κόμμα που βγαίνει πρώτο μετράει περίπου για διπλή! Αυτή είναι η ποιότητα της «καλύτερης δημοκρατίας που είχαμε ποτέ». Ετσι μεταφράζεται πρακτικά η ισότητα της ψήφου στην αστική δημοκρατία. Ομως, αυτά είναι γνωστά από το παρελθόν. Το παράξενο είναι ότι τα έχει πλέον αποδεχτεί το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Ακόμα και τα κόμματα της κοινοβουλευτικής-καθεστωτικής Αριστεράς, που άλλοτε έκαναν τόσο θόρυβο για την απλή αναλογική, έχουν ξεχάσει το αίτημά τους. Ικανοποιούνται με το ότι το εκλογικό σύστημα έγινε λίγο αναλογικότερο ως προς αυτούς (2-3 έδρες χάνει ο Περισσός, 1 ο ΣΥΡΙΖΑ), οπότε εξασφαλίζουν περισσότερες σε σχέση με το παρελθόν έδρες και μπόλικο παραδάκι στα ταμεία τους (πρέπει να λειτουργήσει και ο μηχανισμός).
Δεν πρέπει να παραλείψουμε να σημειώσουμε και το πραγματικά γελοίο φαινόμενο, που εμφανίστηκε σε υπερθετικό βαθμό σ’ αυτές τις εκλογές, να παίρνει ένα κόμμα την πλειοψηφία σε μια εκλογική περιφέρεια και να βγάζει μετά βίας ένα βουλευτή, γιατί οι πολλές έδρες δόθηκαν ως μπόνους στο πρώτο κόμμα. Υποτίθεται ότι κατά το Σύνταγμα ο βουλευτής είναι αντιπρόσωπος των ψηφοφόρων του και όχι του κόμματος. Γι’ αυτό υπάρχει ο σταυρός. Αλλον, λοιπόν, ψηφίζουν οι ψηφοφόροι και σε άλλους πηγαίνουν οι σταυροί τους. Λεπτομέρειες θα πείτε, αλλά είναι κι αυτό ένα μικρό σημάδι της «ποιότητας της δημοκρατίας μας».
Σ’ αυτές τις εκλογές η αποχή σημείωσε άνοδο κατά 2,36% (από 23,50% το 2004 έφτασε στο 25,86%), ενώ μικρή άνοδο σημείωσαν τα άκυρα-λευκά (από 2,2% το 2004 έφτασαν στο 2,66%). Η αύξηση είναι οριακή και δεν μπορεί να αξιολογηθεί πολιτικά με ασφάλεια. Δεν δείχνει κάποιο ρεύμα, κάποια κοινωνική τάση. Σίγουρα μέσα σ’ αυτά τα ποσοστά συνυπάρχουν ρεύμα συνολικής απαξίωσης της αστικής πολιτικής, ρεύμα πολιτικής αδιαφορίας, αλλά και ένα κομμάτι του γενικότερου ρεύματος εκλογικής διαμαρτυρίας που εμφανίστηκε σ’ αυτές τις εκλογές. Ρεύματα που φυσικά δεν είναι διακριτά, ούτε μετρήσιμα. Αν υπήρχε κάποια θεαματική άνοδος αυτών των ποσοστών, τότε σίγουρα θα ήταν πολιτικά αξιολογήσιμη.
Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε εδώ, ότι από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, αστοί εκλογολόγοι και κοινωνιολόγοι μιλούσαν για ένα ποσοστό (το υπολόγιζαν μάλιστα γύρω στο 10%) νέων ψηφοφόρων που κρατούν αρνητική στάση στην εκλογική διαδικασία, θεωρώντας ότι αυτή δεν τους εκφράζει. Εκτοτε, το εκλογικό σώμα έχει ανανεωθεί ηλικιακά, αλλά οι εκλογολόγοι έχουν σταματήσει πλέον να ασχολούνται με τη διερεύνηση αυτών των συμπεριφορών, προφανώς επειδή έχουν στο μεταξύ ικανοποιηθεί από το γεγονός ότι η κρίση αντιπροσώπευσης δεν έχει διακυβεύσει τη σταθερότητα του συστήματος, αφού δεν έχει εκδηλωθεί με άλλους, μη κοινοβουλευτικούς, μη νόμιμους τρόπους.
♦ Πτώση του δικομματισμού
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μαζί είδαν το άθροισμα των ποσοστών τους να πέφτει κατά 6 μονάδες. Κάποιοι βιάστηκαν να πανηγυρίσουν για το τέλος του δικομματισμού (λέγε με Αλαβάνο και σία), ξεχνώντας ότι το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο. Είχε εμφανιστεί και το 1996, όμως δεν υπήρξε καμιά σταθεροποίησή του. Ειδικά για τον ΣΥΝ τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δραματικά, αφού χρειάστηκε κυριολεκτικά να εκλιπαρεί («δώστε καμιά ψήφο και σε μας, μη τυχόν και μείνουμε εκτός Βουλής») για να εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική του επιβίωση.
Κανένας απ’ αυτούς που μιλούν για το θάνατο του δικομματισμού δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να ερμηνεύσει την πλήρη μεταστροφή του κλίματος στις εκλογές του 2000 και του 2004, που οδήγησαν στην αποθέωση του δικομματισμού. Γιατί, λοιπόν, να μη γίνει το ίδιο και στις επόμενες εκλογές, ειδικά αν το ΠΑΣΟΚ βγει από τη σημερινή του κρίση και επανακάμψει δριμύτερο και με αέρα ανανέωσης και ξεπεράσματος του κυβερνητικού παρελθόντος του; Η ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού τις τρεις τελευταίες δεκαετίες δείχνει πως το σύστημα έχει αποκαταστήσει μια λειτουργία στηριγμένη στη δικομματική εναλλαγή και πως ένα ποσοστό ψηφοφόρων φεύγει κάποιες φορές από το δικομματισμό και κατόπιν επανέρχεται, σχηματίζοντας κάποιους κύκλους που μόνο μια φορά (1989-90) δημιούργησαν σχετική αστάθεια στο πολιτικό σύστημα.
Βέβαια, θεωρητικά δε μπορεί να αποκλειστεί η σταθεροποίηση ενός κομματικού χάρτη παρόμοιου με τον τωρινό. Δηλαδή, ο δικομματισμός γύρω στο 80% και οι υπόλοιποι να μοιράζονται το υπόλοιπο ποσοστό. Τι θα γίνει σ’ αυτή την περίπτωση; Το πιθανότερο είναι να δοθεί λύση μέσω του εκλογικού νόμου. Δηλαδή, μεγαλύτερη ενίσχυση του πρώτου κόμματος, ώστε να μη διακυβεύεται η αυτοδυναμία. Η προοπτική των συμμαχικών σχημάτων, προοπτική στην οποία προσβλέπουν όχι μόνο το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτή τη στιγμή δεν διαγράφεται στον ορίζοντα.
♦ Ψήφος διαμαρτυρίας
Εκείνοι που είδαν το «τέλος του δικομματισμού» βιάστηκαν να μιλήσουν και για «αριστερή στροφή». Τι σόι αριστερή στροφή, όμως, είναι αυτή, όταν δεν προηγήθηκαν διαδικασίες που να υποδηλώνουν κοινωνική αριστεροσύνη; Αν εξαιρέσουμε τις κινητοποιήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης (μεγάλη απεργία δασκάλων, δυο κύκλοι φοιτητικών καταλήψεων), κινητοποιήσεις που αντιμετωπίστηκαν με παθητικότητα και χωρίς διάθεση έμπρακτης αλληλεγγύης από την εργαζόμενη κοινωνία, τα τριάμισι χρόνια της «νέας διακυβέρνησης» δεν αναπτύχθηκαν ταξικοί και λαϊκοί αγώνες. Ούτε με αμυντικό προσανατολισμό ((δεν έγιναν και λίγα), ούτε -πολύ περισσότερο- με προσανατολισμό διεκδικήσεων.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, μια οριακή μετατόπιση ψήφων προς τα κόμματα της κοινοβουλευτικής-καθεστωτικής Αριστεράς μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως ψήφος διαμαρτυρίας προς τις δυνάμεις του δικομματισμού. Με άλλα λόγια, ως ψήφος ασταθής, η οποία μπορεί να επαναπατριστεί στην «κοιτίδα» της, όπως έγινε και μετά το 1996. Αλλά και αν παραμείνει εκεί που δόθηκε σήμερα, αυτή η ψήφος, ψήφος ανάθεσης και όχι ψήφος αγώνα, θα «απαιτεί» λύσεις από τους εκπροσώπους.
«Ψηφίστε μας ακόμα και αν δεν συμφωνείτε μαζί μας, ψηφίστε μας για να σας εκπροσωπήσουμε» ήταν το βασικό προεκλογικό μότο του Περισσού. Ενα κομμάτι αυτών των ψήφων θα διαπιστώσει κάποια στιγμή το αυτονόητο: ότι η αύξηση της κοινοβουλευτικής δύναμης του Περισσού δεν οδηγεί στην παραμικρή βελτίωση της κατάστασης των λαϊκών στρωμάτων. Και τότε δύσκολα θα κρατηθεί. Γιατί, βέβαια, ο Περισσός ως κόμμα-μηχανισμός δεν θα μπει μπροστά για να αναπτύξει την ταξική πάλη. Εκείνο που θα κάνει θα είναι η σχετική αύξηση της «αγωνιστικής γυμναστικής», δηλαδή δραστηριοτήτων που θα έχουν σαν σκοπό όχι να φέρουν νίκες για τα εργαζόμενα και νεολαιίστικα στρώματα, αλλά να ενισχύσουν το μηχανισμό. Ερμηνεύοντας τη σχετική εκλογική επιτυχία τους ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, που με συνέπεια ακολούθησαν τα τελευταία χρόνια, θα πέσουν με περισσή αλαζονεία και τραμπούκικο θράσος για να καπελώσουν κάθε γνήσιο ταξικό και λαϊκό σκίρτημα. Αλλωστε, το δόγμα τους είναι σαφές και πολλάκις διακηρυγμένο: «Οι αγώνες δε μπορούν να νικήσουν, αν δεν αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί».
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα για τον ΣΥΝ και το ξέρουν καλά. Γι’ αυτό και ο Αλαβάνος, στη δήλωσή του τη νύχτα της Κυριακής, έκλινε σε όλες τις πτώσεις τη λέξη «δοκιμή» και έριξε ένα ξεγυρισμένο γλείψιμο στους ψηφοφόρους από το «σοσιαλιστικό ρεύμα». Ξέρουν πολύ καλά ότι ένα τμήμα ψηφοφόρων χρησιμοποιούν τον ΣΥΝ ως δοχείο παραπόνων. Κάποτε φιλοδόξησαν να γίνουν ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ (την εποχή της μεγάλης κρίσης που πυροδότησε το σκάνδαλο Κοσκωτά και η αδυναμία, λόγω ασθένειας, του Α. Παπανδρέου) και έσπασαν τα μούτρα τους. Οι πρωταγωνιστές εκείνης της στρατηγικής βρίσκονται σήμερα στο χώρο που τότε έβριζαν, στο ΠΑΣΟΚ. Επομένως, πρέπει με κινήσεις προς τα δεξιά να συγκρατήσουν ένα τουλάχιστον κομμάτι από τους συγκυριακούς ψηφοφόρους του 2007, για να μη βρεθούν την επόμενη φορά στη δραματική θέση να εκλιπαρούν και πάλι «καμιά ψήφο, ρε παιδιά, γιατί χανόμαστε». Αν το ΠΑΣΟΚ συνέλθει από τη σημερινή του κρίση, πώς θα απαντήσει ο ΣΥΝ σε μια καλοεπεξεργασμένη «επίθεση φιλίας» με μπόλικη σοσιαλδημοκρατική σάλτσα; Τα πράγματα τότε θα ζορίσουν και το ξέρουν καλά εκεί στην Κουμουνδούρου. Γι’ αυτό και προσπαθούν από τώρα να προσαρμοστούν.
♦ Ιδιο σκηνικό
Παρά τις ανακατατάξεις, το πολιτικό σκηνικό μετά τις 16 Σεπτέμβρη παρέμεινε το ίδιο. Η ΝΔ σχημάτισε κυβέρνηση και σε κάθε κρίση μπορεί να υπολογίζει στις ψήφους του Καρατζαφέρη. Ο τυχοδιώκτης αυτός ξέρει πως παίζεται το παιχνίδι. Ξέρει πως έτσι και σταθεί αίτιος για να πέσει η κυβέρνηση Καραμανλή, στις κάλπες που θα στηθούν θα ψάχνει να βρει τις μισές από τις ψήφους που συγκέντρωσε. Εν πάση περιπτώσει, αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση Καραμανλή δεν αντιμετωπίζει καμιά απειλή. Οι 152 είναι μπετόν.
Το ΠΑΣΟΚ μπήκε σε κρίση, αλλά έχει τα εχέγγυα να βγει απ’ αυτή. Ακόμα και οι «νταβατζήδες» αναδιπλώθηκαν, όταν είδαν τον κίνδυνο διάσπασης, κατέβασαν τους τόνους, αποφάσισαν ν’ αφήσουν τα πράγματα να ωριμάσουν, ο Λαλιώτης έβαλε πάγο στο Βενιζέλο (που πήγε να νεκραναστήσει τον Σημίτη) και αν κρίνουμε από τη διάρκεια του παζαριού της Πέμπτης (δεν είχε τελειώσει η συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβούλιου μέχρι την ώρα που γραφόταν αυτές οι γραμμές) μάλλον πηγαίνουν σε συμβιβασμό. Μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, βέβαια, η κυβέρνηση θα έχει ψηφίσει τον προϋπολογισμό. Ποιος θα τη σταματήσει; Μήπως η εθιμοτυπική συγκέντρωση των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ ή η εθιμοτυπική 24ωρη απεργία μερικών Ομοσπονδιών που ελέγχονται από το ΠΑΜΕ;
Οσο για τους λόγους που έχασε η το ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ και μάλιστα με διαφορά 4 μονάδων, το μόνο εύκολο (πιασάρικο και λαϊκίστικο) είναι να πει κανείς ότι έφταιγε ο Γιωργάκης που «δεν τράβαγε». Θυμόσαστε σίγουρα ότι τα ίδια έλεγαν για τον Καραμανλή αποθεώνοντας τον «καταλληλότερο» Σημίτη, ο οποίος όμως δεν είχε τα κότσια να δώσει την τελευταία μάχη, τότε που θα τον νικούσε σίγουρα ο δάμαλος (ίσως με μεγαλύτερο ποσοστό απ’ αυτό που νίκησε τον Γιωργάκη). Το ΠΑΣΟΚ συνετρίβη, γιατί είναι ακόμα νωπές οι μνήμες από την αντιλαϊκή διακυβέρνησή του και γιατί πλην του Σημίτη όλοι οι άλλοι της ηγεσίας του παρέμειναν και ζητούσαν ξανά την ψήφο του ελληνικού λαού. Κι όχι μόνο παρέμεινε στην ηγεσία η ίδια κλίκα, αλλά και επί τριάμισι χρόνια δεν άσκησαν καμιά ουσιαστική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, δεν στήριξαν ούτε έναν από τους αγώνες που ξέσπασαν, δεν τους είδε κανένας εργαζόμενος δίπλα του, ενώ αντίθετα καταφέρθηκαν ενάντια στο μεγαλύτερο κίνημα αυτής της περιόδου, το κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων ενάντια στο νόμο πλαίσιο και την αναθεώρηση του άρθρου 16. Αν η εικόνα για το ΠΑΣΟΚ είχε αλλάξει, αν είχε ανακτήσει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων (στο πλαίσιο του αστικού κοινοβουλευτικού παιχνιδιού), τότε κανένας δεν θα ασχολούνταν με τις αδεξιότητες και την εν γένει εικόνα του Γιωργάκη κι αυτός σήμερα θα ήταν πρωθυπουργός. Λέτε να είχε αλλάξει τίποτα αν στη θέση του ήταν ο Βενιζέλος; Ομως, όχι μόνο ο Βενιζέλος, αλλά συνολικά το σύστημα βολεύονται να ρίχνουν τις ευθύνες στον Γιωργάκη, συνεχίζοντας την τόσο χρήσιμη μεσσιανική αντίληψη της πολιτικής.
♦ Αλλο στοίχημα
Οι εκλογές δεν μπορούσαν ν’ αλλάξουν και δεν άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό. Γιατί οι εκλογές αφορούσαν τους συσχετισμούς στην κορυφή και όχι τους συσχετισμούς ανάμεσα στην κορυφή και τη βάση. Δεν ήταν καν «δείκτης ωριμότητας της εργατικής τάξης» και δεν μπορούσαν να είναι αυτές οι εκλογές. Εκτός αν ως «δείκτη ωριμότητας» θεωρήσουμε το σύνολο των ψήφων προς τα αστικά και αστικορεφορμιστικά κόμματα. Τότε ναι, μπορούμε να πούμε ότι μια περίοδος κοινωνικής νέκρας οδήγησε σε ένα ταιριαστό εκλογικό αποτέλεσμα: και κυβέρνηση έχουμε και προειδοποιητικό μήνυμα έχουμε και ικανοποιημένα τα μικρότερα κόμματα έχουμε (ένας εκ των ΠΑΣΟΚ-ΝΔ θα έμενε σίγουρα στενοχωρημένος) και αδιατάρακτη συνέχεια της αντιλαϊκής πολιτικής έχουμε και τον κόσμο στον «καναπέ» έχουμε.
Κανένα στοίχημα δεν έβαλαν οι εργαζόμενοι και οι νέοι σ’ αυτές τις εκλογές. Δεν είχαν διάθεση να στοιχηματίσουν οτιδήποτε. Πήγαν στην κάλπη με τη δύναμη της συνήθειας, ψήφισαν ένα κόμμα, τιμώρησαν κάποια άλλα, αλλά ελπίδα ότι κάτι θ’ αλλάξει δεν έτρεφαν. Δεν οικτίρουμε αυτή τη στάση. Μακριά από μας τέτοιες αρχοντοελιτίστικες συμπεριφορές. Αντίθετα, νομίζουμε πως υπό προϋποθέσεις αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει θετικά. Ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Να βάλουν οι εργαζόμενοι και οι νέοι το δικό τους στοίχημα και να παλέψουν να το κερδίσουν στο δικό τους φυσικό χώρο: στους δρόμους.
Σε λίγες μέρες κανένας δεν θα θυμάται τις εκλογές. Κανένας δεν θα θυμάται την προεκλογική δημαγωγία. Αλλωστε, αυτή τη φορά ήταν πολύ γενικόλογη και δεν περιλάμβανε τίποτα συγκεκριμένο. Ολοι θα βιώνουν τις συνέπειες μιας πολιτικής που συνεχίζεται εδώ και χρόνια και που γίνεται ολοένα και σκληρότερη. Οι εργαζόμενοι δε μπορούν να ελπίζουν σε σωτήρες. Δε μπορούν να ελπίζουν στην κυβέρνηση. Δε μπορούν να ελπίζουν στο ΠΑΣΟΚ. Δε μπορούν να ελπίζουν στις «φουσκωμένες» κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων της καθεστωτικής Αριστεράς. Μπορούν να ελπίζουν μόνο στη δική τους αλλαγή συμπεριφοράς, στην εγκατάλειψη του «καναπέ» και στην κάθοδο στο δρόμο του αγώνα.