Ο Παπαδόπουλος και ο Ψαριανός μένουν στη ΔΗΜΑΡ και ταυτόχρονα τοποθετούνται ομιλητές στις εκδηλώσεις των «58», με τον πρώτο να περιμένει με αγωνία μπας και τον βάλουν επικεφαλής του ευρωψηφοδέλτιου, αφού ψάχνουν «35ρηδες».
Ο Λυκούδης είναι αρχηγός της μειοψηφίας, πήγε σε κάποια εκδήλωση των »58», αλλά μετά από μερικές μέρες τράβηξε ένα ξεγυρισμένο «χέσιμο» στον Παπαδόπουλο (μην πάρει και αέρα ο κώλος του «μικρού»). Αυτός ο ίδιος άλλοτε έγραφε, απευθυνόμενους στους ΣΥΡΙΖΑίους, «θα προκάνουμε, σύντροφοι;», μετά έγινε ο φανατικότερος εχθρός του «λαϊκισμού» του ΣΥΡΙΖΑ, διαφωνών για την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση, υπέρμαχος της συνεργασίας με τους «58» για την «Κεντροαριστερά», για να καταλήξει υπέρμαχος της συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ στις δημοτικές εκλογές.
Ο Λοβέρδος κούνησε μαντίλι στο ΠΑΣΟΚ, επειδή ο Βενιζέλος δεν τον έκανε υπουργό στην πρώτη κυβέρνηση Σαμαρά, περιπλανήθηκε στην πολιτική έρημο παρέα με τον Μόσιαλο, ξαφνικά αντάμωσε τον Κουβέλη που μόλις είχε αποχωρήσει από την κυβέρνηση κι ενώ όλα πήγαιναν πρίμα, συνειδητοποίησε ότι ο κυρ-Φώτης του ετοίμαζε ένα τεράστιο… σομπρέρο, οπότε εν ριπή οφθαλμού άρχισε το παζάρι με το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να θέλει ενδιάμεσους τους «58».
Ο Τατσόπουλος από «φουλ ΣΥΡΙΖΑ» μετατράπηκε εντός λίγων ημερών σε «φουλ 58». Τόσο φανατικός που μιλά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο όταν αναφέρεται στους «58» («γιατί εμείς δεν μπορούμε να κατέβουμε ενωμένοι;»). Και κανείς από τον ΣΥΡΙΖΑ δε λέει κουβέντα για επιστροφή της έδρας, γιατί έχουν τη φωλιά τους λερωμένη αφού και βουλευτή από άλλο κόμμα έχουν εντάξει στην κοινοβουλευτική τους ομάδα (Μιχελογιαννάκης) και ανοιχτές έχουν τις αγκάλες για όποιον την κάνει από τη μνημονιακή στάνη (όπως η Τζάκρη) για να κυνηγήσει από άλλο μετερίζι την πολιτική του επιβίωση.
Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για τις γεμάτες ιλαρότητα εξελίξεις στο χώρο της «πατριωτικής δεξιάς» ή για την εξίσου ιλαρή δημιουργία κόμματος από τον κάθε Τζουμάκα.
Η αστική πολιτική πάντοτε ήταν πολιτική χωρίς αρχές. Σε ήσυχες πολιτικές περιόδους αυτό κρύβεται επιμελώς κάτω από τη βιτρίνα συμπαγών κομμάτων που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση ή παραμένουν (λόγω μεγέθους) μόνιμα στην αντιπολίτευση. Κάποιες μεταπηδήσεις από κόμμα σε κόμμα υπάρχουν πάντοτε, αλλά δε δίνουν αυτές τον τόνο. Οταν, όμως, ξεσπά μια πολιτική κρίση και όταν απαξιώνεται ραγδαία το ίδιο το πολιτικό σύστημα, όταν αρχίζει η κατάρρευση ολόκληρων κομμάτων, όταν κλείνει ένας πολιτικός κύκλος και ανοίγει ένας άλλος, τότε το πολιτικό προσωπικό δείχνει τον πραγματικό του χαρακτήρα.
Οι αστοί πολιτικοί συμπεριφέρονται σαν κατσαπλιάδες, σαν λαφυραγωγοί. Κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να μείνουν στο παιχνίδι της άσκησης της εξουσίας. Πάντοτε, δε, πίσω απ’ αυτούς στέκουν διάφορες ομάδες της αστικής τάξης, οι οποίες δημιουργούν «λόμπι» με πολιτικά στελέχη, δημιουργούν ακόμη και κόμματα, ετοιμάζουν τη διάδοχη κατάσταση, στην οποία θέλουν να διατηρήσουν και να αυξήσουν τα ιδιαίτερα προνόμια που έχουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλ’ αυτά γίνονται γενικώς αποδεκτά. Ερχεται, για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, με φόρα κόμματος εξουσίας και δηλώνει διατεθειμένος να μετατραπεί σε κολυμβήθρα του Σιλωάμ για κάθε πολιτικό στέλεχος, φτάνει αυτό το στέλεχος να μπορεί να του προσφέρει κάποιους πόντους στο πολιτικό παιχνίδι. Αυτό δείχνει ότι η αστική πολιτική, ανεξάρτητα από τους κύκλους της, ανεξάρτητα από την ανακύκλωση του πολιτικού προσωπικού, ανεξάρτητα από τα ζενίθ και τα ναδίρ που περνούν οι κομματικοί της σχηματισμοί, αποτελεί πάντοτε ένα εργαλείο για τη διεύθυνση του κράτους και της εργαζόμενης κοινωνίας. Ενός κράτους που αποτελεί όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης και μιας εργαζόμενης κοινωνίας που παραμένει εγκλωβισμένη στην παγίδα της δήθεν αντιπροσώπευσης.