Οσο κι αν ακούγεται παράξενο, κατά τη δική μας κρίση ο μέγας ηττημένος από τη νέα εξέλιξη του σκανδάλου των ομολόγων, την αποπομπή Τσιτουρίδη, δεν είναι ο Τσιτουρίδης αλλά ο Καραμανλής. Η τύχη του Τσιτουρίδη ήταν προδιαγεγραμμένη. Κάποια στιγμή θα έπαιρνε και επίσημα το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, για τον οποίο τον προετοίμαζαν όλοι. Και ποιος είναι στο κάτω-κάτω ο Τσιτουρίδης; Ενας πολιτικός της αράδας, ένας απ’ αυτούς που μάζεψε γύρω του ο Καραμανλής την τελευταία δεκαετία, για να φτιάξει μια δική του ομάδα και να μην είναι όμηρος των βαρόνων της ΝΔ. Ενα μυρμήγκι που έκανε φτερά και νόμισε ότι έγινε μέλισσα (γνωστή η τύχη των μυρμηγκιών όταν βγάζουν φτερά).
Ο Τσιτουρίδης ήταν αναλώσιμος αλλά ο Καραμανλής δεν τον αντιμετώπισε ως τέτοιον. Αν τον είχε διώξει την πρώτη εβδομάδα που ξέσπασε το σκάνδαλο είχε ελπίδες να βγει ο ίδιος αλώβητος. Αν αμέσως μετά το Πάσχα έκανε ανασχηματισμό, είχε ελπίδες ν’ αλλάξει την πολιτική ατζέντα και να εμφανιστεί ο ίδιος ως ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο, μολονότι του το εισηγούνταν στελέχη της ΝΔ και μάλιστα κάποιες από τις παλιές καραβάνες του κόμματος. Και πού κατέληξε; Να διώχνει τον Τσιτουρίδη και να μην πιστεύει κανένας τη δικαιολογία που ο ίδιος πρόβαλε για την αποπομπή. Γιατί, βέβαια, ακόμα και τα μικρά παιδιά στη χώρα μας γνωρίζουν ότι ο Τσιτουρίδης αποπέμφθηκε για να φορτωθεί το σκάνδαλο των ομολόγων κι όχι επειδή αποκαλύφθηκε δικαστική έρευνα για τον ειδικό γραμματέα του υπουργείου του Ευγ. Παπαδόπουλο.
Αν ήταν μόνο το τελευταίο, τότε θα υποχρεωνόταν σε παραίτηση ο Παπαδόπουλος. Δεν έγινε πιστευτός ο Καραμανλής γιατί υπάρχει προηγούμενο πάλι με τον Τσιτουρίδη. Οταν ξέσπασε το σκάνδαλο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τον Πανάγο και τους κουμπάρους, ο Τσιτουρίδης δεν αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση, μολονότι είχε διορίσει έναν από δαύτους στο ΔΣ ασφαλιστικού ταμείου. Υποστήριξε πως δεν γνώριζε τις ποινικές του εμπλοκές και τον διόρισε με βάση το βιογραφικό του. Το ίδιο έγινε και στην αρχή του σκανδάλου των ομολόγων με τον περιβόητο Αγάπιο Σημαιοφορίδη, που ο Τσιτουρίδης διόρισε πρόεδρο του ΤΕΑΔΥ. Θεωρήθηκε πως ο υπουργός δεν φέρει καμιά πολιτική ευθύνη ακόμα και αν αποδεικνύονταν ποινικές ευθύνες του Σημαιοφορίδη. Πώς, λοιπόν, ξαφνικά απέκτησε πολιτικές ευθύνες ο Τσιτουρίδης για τον διορισμό του Παπαδόπουλου; Δυο μέτρα και δυο σταθμά; Αυτό ακριβώς αναρωτήθηκε και ο Τσιτουρίδης, γι’ αυτό και είπε στον Αγγέλου ότι έχει στη διάθεσή του την παραίτηση Παπαδόπουλου. Πίστευε ότι και σ’ αυτή την περίπτωση θα ίσχυε το ίδιο. Δεν ίσχυσε, όμως, και ο Καραμανλής, για να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην καρατόμηση Τσιτουρίδη, βγήκε ο ίδιος και την ανακοίνωσε με διάγγελμα.
Μόνο που και οι πιο φανατικοί οπαδοί του αντιλήφθηκαν, ότι έλεγε ψέματα. Ολοι κατάλαβαν ότι ο Τσιτουρίδης καρατομήθηκε για την υπόθεση των ομολόγων και όχι για την υπόθεση Παπαδόπουλου. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστήριξαν ότι το δημοσίευμα της «Καθημερινής» για τον Παπαδόπουλο ήταν κατευθυνόμενο από το Μαξίμου, προκειμένου να «φαγωθεί» ο Τσιτουρίδης. Δεν μας αρέσει η συνωμοσιολογία (αν και τέτοιες ίντριγκες δεν είναι καθόλου σπάνιες στην αστική πολιτική), όμως αν ισχύει αυτό, τότε τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα για τον Καραμανλή. Τότε σημαίνει ότι ήθελε να ξεφορτωθεί τον Τσιτουρίδη αλλά δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε προφανώς γιατί φοβόταν ότι ο «μουλωχτός» Σάββας θα άνοιγε το στόμα του και θα έπαιρνε πολλούς η μπάλα. Ετσι, βρέθηκε ο εύσχημος τρόπος να αποπεμφθεί από την κυβέρνηση ο Τσιτουρίδης χωρίς ο πρωθυπουργός να του φορτώσει το σκάνδαλο των ομολόγων, αλλά ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα «ηθικής τάξης», που (υποτίθεται ότι) δεν τον στιγματίζει.
Αν όμως ισχύει αυτή η εκδοχή, γιατί ο Καραμανλής, την εβδομάδα που προηγήθηκε της αποπομπής, διέταξε τον Αλογοσκούφη και τον Ρουσόπουλο να στηρίξουν τον Τσιτουρίδη και να τον βγάλουν από την απομόνωση; Τόσο πια αγαπά αυτόν τον βουλευτή του που ήθελε να τον διώξει «δόξη και τιμή»; Ως πιο πιθανή μας φαίνεται η εκδοχή του «τελειωτικού χτυπήματος» από την «Καθημερινή». Οταν η μεγαλύτερη εφημερίδα της παράταξης βγάζει ένα τέτοιο θέμα, σημαίνει ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά απ’ όσο τα είχαν εκτιμήσει ο Καραμανλής και οι συμβουλάτορές του. Το βράδυ της Παρασκευής, όταν πληροφορήθηκε ότι το άλλο πρωί θα υπάρχει αυτή η είδηση, ο Καραμανλής πρέπει να συνειδητοποίησε ότι δε μπορεί να γλιτώσει τον Τσιτουρίδη και τον εαυτό του από το κόστος της διατήρησής του στην κυβέρνηση. Τότε πρέπει να συνειδητοποίησε όλα τα λάθη τακτικής που είχε κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ετσι, η απόφαση «τον πούλο ο Σάββας» ήταν πια μονόδρομος, για να περισωθεί ό,τι ήταν δυνατόν από το καταβαραθρωμένο κύρος της κυβέρνησης και του ίδιου του Καραμανλή. Και φυσικά, η μεθόδευση αναγκαστικά θα ήταν άθλια και θα άφηνε κενά που θα έσπευδε να εκμεταλλευτεί η αντιπολίτευση. Δεν μπορούσε να συμβεί διαφορετικά εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα.
Τι ελπίζει πλέον ο Καραμανλής; Οτι θα ξεφουσκώσει το σκάνδαλο, θα χαλαρώσει η πίεση πάνω στην κυβέρνηση και θα μπορέσει να βρει μια σχετικά άνετη ημερομηνία για να πάει σε εκλογές (ακόμα και πριν το καλοκαίρι). Πρέπει να έχει συνειδητοποιήσει πλέον ότι δεν είναι ο απόλυτος άρχων στο αστικό πολιτικό παιχνίδι. Οτι ανά πάσα στιγμή μπορεί να χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να πάει σε εκλογές με τους χειρότερους όρους. Η περίοδος που το πανελλήνιον (και πρώτος και καλύτερος ο Καραμανλής) γελούσε με τον Γιωργάκη μοιάζει πια πολύ μακρινή κι ας είναι μόλις ένα-δυο χρόνια πίσω. Η φθορά της κυβέρνησης είναι αρκετά γρήγορη πλέον και μόνο με εκλογές μπορεί να σταματήσει.
♦ Διαρκής πολιτική κρίση
Εκείνο που αξίζει να σχολιαστεί -για να μη μένουμε στις παραπολιτικές πλευρές αυτής της υπόθεσης- είναι η επανεμφάνιση της πολιτικής κρίσης που μαστίζει το σύστημα εξουσίας στη χώρα μας εδώ και τουλάχιστον δυο δεκαετίες.
Η κυβέρνηση Καραμανλή ήταν στο ξεκίνημά της μια πανίσχυρη κυβέρνηση. Οχι γιατί είχε αναρριχηθεί στην εξουσία επικεφαλής κάποιου λαϊκού κινήματος, όχι γιατί ενέπνεε και έπειθε με το πολιτικό της πρόγραμμα, αλλά γιατί η πλειοψηφία την είχε ψηφίσει ακολουθώντας το δρόμο του «μικρότερου κακού», ενώ η μειοψηφία (που δεν την ψήφισε) δεν έδειχνε καμιά εμπιστοσύνη στον άλλο πόλο του δικομματικού συστήματος πολιτικής εξουσίας. Μέσα σε μια τριετία η κυβέρνηση αυτή έχασε κάθε ισχύ. Τις εκλογές μπορεί να τις ξανακερδίσει, όμως θα είναι πλέον μια ξεπουπουλιασμένη κυβέρνηση, για την οποία ο χρόνος εξόδου από την κυβερνητική εξουσία θα μετράει αντίστροφα.
Και πού θα γυρίσει τότε η εκλογική βελόνα; Στο ΠΑΣΟΚ, όπως όλα δείχνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σε επίπεδο δημοσκοπήσεων τα κόμματα της καθεστωτικής Αριστεράς δεν λένε να ξεκολλήσουν από ένα άθροισμα που με το ζόρι φτάνει το 10%. Ο δικομματισμός παραμένει ακμαιότατος και αθροιστικά οι δυο πόλοι του κρατάνε σταθερά ένα 85%. Το πολιτικό σκηνικό μοιάζει με ένα περιορισμένης λειτουργίας καλειδοσκόπιο. Αλλάζει ο διαχειριστής της πολιτικής εξουσίας και η ισορροπία ανάμεσα στους υπόλοιπους πόλους του συστήματος παραμένει σταθερή, χωρίς μάλιστα κανένας απ’ αυτούς τους πόλους να θέλει να διασαλεύσει αυτή την ισορροπία. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ παλεύουν για την κυβέρνηση, ο Περισσός παλεύει για τη συντήρηση του ποσοστού του (όρος για την εσωκομματική ισορροπία), ο ΣΥΝ αισθάνεται ευτυχισμένος όταν σώζει την παρτίδα με το 3%.
Αυτό που εμφανίζεται ως στοιχείο σταθερότητας του πολιτικού συστήματος, αποτελεί τον βασικό παράγοντα της διαρκώς ανακυκλούμενης πολιτικής κρίσης, που εξακολουθεί να ορίζεται ως κρίση αντιπροσώπευσης. Γιατί η εναλλαγή των δυο κομμάτων στην εξουσία δεν γίνεται με «όρους κοινωνίας», δεν γίνεται με βάση προγράμματα και συγκρούσεις πάνω σε διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης, αλλά σχεδόν βουβά, ως αναγκαίο κακό. Η πολιτική κρίση περιορίζεται στις κορυφές και παίρνει κυρίως τη μορφή της κρίσης διαχείρισης (λαμογιές, διαφθορά, διαπλοκή). Τι θα γίνει, όμως, όταν αυτή η κρίση περάσει «στους κάτω», όταν αρχίσει να συνοδεύεται από εκδηλώσεις της ταξικής πάλης;
Οι αστικές δυνάμεις δεν ασχολούνται ιδιαίτερα μ’ αυτή την προοπτική, όμως δεν μένουν και με σταυρωμένα χέρια. Ολοι οι μηχανισμοί ενσωμάτωσης εργάζονται με σταθερούς ρυθμούς, ενώ ενισχύεται το κατασταλτικό οπλοστάσιο του κράτους, που έχει πάρει μια μορφή εντελώς ασύμβατη με το σημερινό επίπεδο της ταξικής πάλης. Δεν είναι, βέβαια, η γενική απειλή της «τρομοκρατίας», ούτε η ειδική απειλή από τις εκδηλώσεις πολιτικής αντιβίας (οι οποίες άλλωστε είναι και χαμηλότερης έντασης και μικρότερης έκτασης σε σχέση με το παρελθόν) που οδηγούν στην υπερδιόγκωση και του μηχανισμού καταστολής και του νομικού οπλοστάσιου. Είναι αυτή η αόρατη απειλή, το φάντασμα της ταξικής πάλης, που πλανάται πάνω από τον αστικό κόσμο και κανείς τους δεν ξέρει πότε θα πάρει σάρκα και οστά και ποια ακριβώς μορφή έχει.
Αυτό είναι και το μέγα ζητούμενο για τις δυνάμεις που αναφέρονται στην επαναστατική ανατροπή.