Πολλοί αναγνώστες ίσως αναρωτηθούν τι δουλειά έχει στην εφημερίδα μας ένα θέμα που φαίνεται εξειδικευμένο και αυστηρά νομικό. Κάπως έτσι ίσως να είχαν τα πράγματα αν οι αλλαγές που προωθούσε το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν έδιναν για πρώτη φορά σε τέτοιους μνημονιακούς καιρούς και με τον ελληνικό λαό να είναι στα πρόθυρα μιας νέας επίθεσης σε εργατικά και ασφαλιστικά δικαιώματα, πρωτοφανή αβάντα στις Τράπεζες με ρυθμίσεις που χαντακώνουν μικρο-οφειλέτες και περιορίζουν δικαιώματα στα στάδια τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της πολιτικής δίκης.
Ηδη από το 2012 έχει καταρτιστεί ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή με σκοπό να μεταρρυθμίσει διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κάτι τέτοιο κρίθηκε αναγκαίο, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού σχεδίου νόμου, χάριν της ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης. Ετσι, οι αλλαγές έγιναν κυρίως στην τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, καθώς και στο στάδιο την αναγκαστικής εκτέλεσης, μιας και εκεί παρατηρούνται οι μεγαλύτερες χρονικές καθυστερήσεις. Αλλες επιμέρους αλλά εξίσου σημαντικές αλλαγές αφορούν και ειδικές διαδικασίες (όπως π.χ. τα ασφαλιστικά μέτρα). Το σχέδιο νόμου δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση, εκφράστηκαν πολλοί φορείς και εμπλεκόμενοι με τη δικαιοσύνη παράγοντες, όπως οι δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας, συμβολαιογράφοι κλπ. και πλέον κατατέθηκε στη Βουλή οπότε και αναμένεται η ψήφισή του.
Ηδη, τη στιγμή που γράφεται αυτό το σημείωμα (βράδυ Τετάρτης), αναβρασμός επικρατεί στους δικηγόρους όλης της χώρας, οι οποίοι διανύουν τη δεύτερη εβδομάδα αποχής, δηλώνοντας ευθαρσώς την αντίθεσή τους στο εν λόγω νομοθέτημα και καταγγέλλοντας την αδιαφορία των εμπνευστών του απέναντι σε βασικά προβλήματα που τέθηκαν επί τάπητος. Με απόφαση της ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας διεξήχθη και σχετικό δημοψήφισμα, τα αποτελέσματα του οποίου βγήκαν την Τετάρτη και έδειξαν τη συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων να τάσσεται κατά του νέου ΚΠολΔ και υπέρ της συνέχισης των κινητοποιήσεων.
Μιας και ο χώρος της εφημερίδας δεν επιτρέπει μεγάλες αναλύσεις, αξίζει να περιοριστούμε σε δύο-τρία σημεία του Σχεδίου αυτού, στα οποία έχει προβληθεί και έντονη κριτική. Το πρώτο σχετίζεται με το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η διαδικασία αυτή αφορά κατεξοχήν το άκρως ακανθώδες ζήτημα των πλειστηριασμών. Πλέον, με τις αλλαγές που προωθούνται, ευνοούνται σε βαθμό προκλητικό οι Τράπεζες ακόμη και σε βάρος του Δημοσίου ή ασφαλιστικών φορέων, γεγονός που ακόμα και για το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους συνιστά αιτία πιθανής μείωσης και απώλειας εσόδων του δημοσίου (που προφανώς θα καλυφθούν με τον συνήθη τρόπο της αύξησης της φορολογίας και των πάσης φύσεως μέτρων). Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω προνομίων που τους δίνονται αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος και της κατάταξής τους στον πίνακα ικανοποίησης των δανειστών.
Επιπλέον, καθιερώνεται ακατάσχετο για οφειλές κατά πιστωτικών ιδρυμάτων μέχρι το ποσό των 1.500 ευρώ, πράγμα που είναι προφανώς αστείο δεδομένης της εποχής που ζούμε.
Το δεύτερο σημείο που αξίζει να σχολιάσουμε είναι η μετατροπή της διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από εμμάρτυρη σε απλή κατάθεση και ανάγνωση εγγράφων. Αυτό από μόνο του δημιουργεί ήδη προβλήματα, τόσο νομικά όσο και πραγματικά-πρακτικά. Καταργείται ευθέως η αρχή της προφορικότητας που ισχύει και στην πολιτική δίκη και επιτρέπει σε όλους τους παράγοντες να έρθουν σε άμεση επαφή με τα δεδομένα της υπόθεσης, εξετάζοντας μάρτυρες, όπως επίσης ακυρώνεται η έννοια του φυσικού δικαστή, μέσω διεξαγωγής κατ’ αντιδικία προφορικής εξέτασης ενώπιον Εισηγητή και όχι πλήρους σύνθεσης (ακόμα και για πολυμελή δικαστήρια).
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα υψηλά παράβολα, τις προθεσμίες που μειώνονται ασφυκτικά, τον περιορισμό των ενδίκων μέσων και των προϋποθέσεων άσκησής τους, της κατάργησης ασφαλιστικών μέτρων για εργαζόμενους (που κατεξοχήν τα χρησιμοποιούσαν), θα οδηγήσουν σε καταστάσεις άδικες κοινωνικά, που θα κληθούν να «σηκώσουν» για ακόμη μια φορά οι εργαζόμενοι και οι οφειλέτες τραπεζικών δανείων. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται ξανά φανερό ότι οι νόμοι είναι προνομιούχο πεδίο διαχείρισης της κρίσης προς όφελος αυτών που τη δημιούργησαν και όχι αυτών που τελικά την πληρώνουν.