Αυτόν σίγουρα δεν τον περίμενε ο «Ρασπούτιν». Φάνηκε από την αμήχανη και νευρική αντίδρασή του. Το όνομα του πρώην εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος Παναγιώτη Αθανασίου δεν είχε ακουστεί, δεν είχε συμμετοχή στα δημόσια ξεκατινιάσματα μεταξύ πολιτικών και δικαστικών. Είτε ήταν ο άσος στο μανίκι των διωκτών του «Ρασπούτιν» είτε προέκυψε την τελευταία στιγμή, γεγονός είναι πως η κατάθεσή του άλλαξε το παιχνίδι, καθώς προσήλθε να καταθέσει περιβεβλημένος με τον μανδύα του ανεξάρτητου δικαστικού, ο οποίος δεν είχε εμπλακεί σε πολιτικά παιχνίδια. Κι αυτό «πόνεσε».
Το να μας θυμίζει η ΕφΣυν ότι το 2006-2008 είχε χειριστεί το σκάνδαλο Siemens και είχε περιορίσει την έρευνα μόνο στην περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, δε σημαίνει κάτι από την άποψη των εντυπώσεων. Επί ΣΥΡΙΖΑ ανανεώθηκε η θητεία του στην οικονομική εισαγγελία, επί Θάνου προήχθη σε εισαγγελέα Εφετών, κάπως αργά θυμήθηκε το δημοσιογραφικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ να υπαινιχθεί σχέσεις του εν λόγω συνταξιούχου εισαγγελέα με τη ΝΔ. Αλλωστε, βέρος νεοδημοκράτης υπήρξε και ο Παπαγγελόπουλος. Επί ΝΔ έκανε καριέρα στο δικαστικό σώμα και την ΚΥΠ.
Το όνομα του Αθανασίου το πέταξε κάποια στιγμή η Ράικου, λέγοντας ότι της εκμυστηρεύθηκε «κάποια πράγματα» το 2017 ή 2018, αλλά… δεν είναι αυτή αρμόδια να μιλήσει εκ μέρους συναδέλφων της. Οι βουλευτές της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ το ‘πιασαν αμέσως το υπονοούμενο και κάλεσαν τον Αθανασίου ως μάρτυρα. Κι αυτός δεν τους άφησε παραπονεμένους. Περιέγραψε έναν Παπαγγελόπουλο που ως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης τον έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και του υποδείκνυε τι να κάνει και τι να μην κάνει σε υποθέσεις που χειριζόταν.
Ο Αθανασίου κατέθεσε πως ο Παπαγγελόπουλος (με τον οποίο γνωριζόταν, όπως και με τη Ράικου, όταν συνυπηρετούσαν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας), του είχε πει ότι «απέκτησε εξουσία επί ΣΥΡΙΖΑ, την οποία ουδέποτε είχε ως τότε». Οτι τον καλούσε στο γραφείο του προκειμένου να ενημερώνεται για την πορεία υποθέσεων. Οτι τον πίεζε να βρει στοιχεία για καναλάρχες και ιδιαίτερα για τον Αλαφούζο. Οτι του είπε «να φτιάξει κάτι» για τον Παπαχρήστο των «Νέων». Οτι του ζήτησε να μην ασκήσει δίωξη στον Σάλλα. Και άλλα τέτοια.
Για τη Novartis δεν είπε τίποτα ο Αθανασίου (δε χειρίστηκε, άλλωστε, την υπόθεση). Περιέγραψε όμως έναν πολυπράγμονα και πανταχού παρόντα Παπαγγελόπουλο, που έκανε συνεχείς παρεμβάσεις για ανοιχτές δικαστικές υποθέσεις. Το συμπέρασμα βγαίνει εύκολα: έχουν δίκιο η Ράικου και ο Αγγελής που καταγγέλλουν τον Παπαγγελόπουλο. Τα ίδια έκανε και σ’ αυτούς.
Ο Παπαγγελόπουλος προσπάθησε να αποκρούσει την κατάθεση Αθανασίου δηλώνοντας ότι «χρειάστηκε τρία χρόνια για να κατασκευάσει τα αισχρά ψέματά του προκειμένου να εναρμονιστεί με την πλημμυροπαθή κυρία Ράικου, η οποία με στημένη αναφορά στο όνομά του προκάλεσε την κατάθεσή του». Τα ίδια υπαινίχτηκαν και οι συριζαίοι βουλευτές. Εύλογο είναι αυτό που λένε, όμως επί της ουσίας δεν μπορούν να διαψεύσουν τίποτα. Οι άλλοι είναι τρεις μέχρι στιγμής (Ράικου, Αγγελής, Αθανασίου), το πιθανότερο είναι ότι θα προστεθούν και άλλοι, οπότε άντε να πείσει ο Παπαγγελόπουλος ότι όλοι αυτοί είναι «στημένοι» για να πουν το ίδιο ψέμα. Ακόμα κι αν «καθαρίσει» ποινικά ο Παπαγγελόπουλος, το στίγμα θα μείνει. Τον ίδιο, βέβαια, δεν τον ενδιαφέρει πια, όμως ενδιαφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί τα σκάγια πιάνουν τον Τσίπρα, έστω κι αν δεν είναι κατηγορούμενος.
Εμείς θα επαναλάβουμε αυτά που έχουμε γράψει και άλλες φορές. Αυτή η υπόθεση αποδεικνύει τη σαπίλα του αστικού δικαστικού μηχανισμού και τις σχέσεις του με τα αστικά πολιτικά κόμματα και με επιχειρηματικούς κύκλους. Ενα βρόμικο κύκλωμα κόβει και ράβει υποθέσεις, αθωώνει και παραπέμπει ανάλογα με τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται, και όλα αυτά με αντάλλαγμα καριέρες και επίζηλα πόστα. Η Ράικου και ο Αθανασίου άρχισαν να «κελαηδάνε» όταν βρέθηκαν «εκτός νυμφώνος» και όταν σιγουρεύτηκαν ότι ο Παπαγγελόπουλος δεν έχει πια καμιά εξουσία. Αυτό, όμως, δεν απαλλάσσει τον Παπαγγελόπουλο, μια σκοτεινή περσόνα από τα χρόνια που υπηρετούσε τη ΝΔ. Ούτε τον ΣΥΡΙΖΑ που εντελώς αμοραλιστικά χρησιμοποίησε αυτή την περσόνα για να αναπτύξει «βάσεις» στο δικαστικό σώμα.