«Οσο η Ελλάδα δεν ολοκληρώνει το υπάρχον πρόγραμμα δεν θα πάρει καμία νέα χρηματοδότηση. Καμία». Η δήλωση του Βόλφγκανγ Σόιμπλε, αμέσως μετά το Eurogroup της 20ής του Φλεβάρη, δεν αφήνει περιθώρια ασάφειας. Και ο Σόιμπλε δεν αστειεύεται, ούτε ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα για εσωτερική κατανάλωση. Δεν το έχει ανάγκη άλλωστε, αφού ό,τι ήθελε να περάσει το πέρασε. Ας μην σπεύσουν, λοιπόν, κάποιοι να υποστηρίξουν πως ο Σόιμπλε πέταξε μια κουβέντα απλά για να βγάλει το άχτι του. Είπε την «πάσα αλήθεια», αυτή που είναι πεντακάθαρα αποτυπωμένη στην ανακοίνωση-απόφαση του Eurogroup.
Tι ζητούσε η ελληνική συγκυβέρνηση όταν μπήκε στη διαπραγμάτευση; Ζητούσε μια μεταβατική συμφωνία-«γέφυρα», η οποία δε θα περιλάμβανε το Μνημόνιο, θα περιλάμβανε όμως συγκεκριμένη χρηματοδότηση για να μπορεί σ’ αυτό το διάστημα να αποπληρώνει τα ομόλογα που θα λήξουν. Ζητούσε να της δοθούν τα 1,9 δισ. ευρώ, που δεν είναι δάνειο αλλά επιστροφή κερδών από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, καθώς και η δυνατότητα να επεκτείνει κατά 10 δισ. ευρώ το βραχυπρόθεσμο δανεισμό (έντοκα γραμμάτια).
Τι πήρε μετά τη συμφωνία της 20ής του Φλεβάρη; Απολύτως τίποτα. Τα μεν 1,9 δισ. θεωρούνται τμήμα της τελευταίας δόσης του προγράμματος και θα εκταμιευθούν μόνο αν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση από την τρόικα (θεσμούς), για δε τη διεύρυνση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού δεν αναφέρεται τίποτα, γιατί θεωρείται ζήτημα της απόλυτης δικαιοδοσίας της ΕΚΤ.
Επομένως, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα συνεχιστεί το μαρτύριο της σταγόνας από την ΕΚΤ, που αποτελεί το καλύτερο «φάρμακο» για την επιτάχυνση των εξελίξεων, ώστε ενδεχομένως να μην χρειαστεί να φτάσουμε στα τέλη του Απρίλη για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση από την τρόικα και να δοθεί η τελευταία δόση (7,2 δισ. ευρώ συνολικά).
Στοιχειώδεις γνώσεις οικονομικών αρκούν για να διαπιστώσει κάποιος ότι στις περίπου τρεις εβδομάδες που κράτησε το νταλαβέρι των Βρυξελλών, οι ελληνικές τράπεζες γνώρισαν ένα bankrun σε αργή κίνηση. Τετρακόσια με πεντακόσια εκατομμύρια ευρώ έβγαιναν καθημερινά από τις τράπεζες και αποθηκεύονταν στα σπίτια. Αν το 2012 έφερναν τα ευρώ από τη Φρανκφούρτη με μυστικές πτήσεις, αυτή τη φορά το έκαναν φανερά, για να ζορίσουν ακόμη περισσότερο τη συγκυβέρνηση. Η ΕΚΤ συνεδρίαζε κάθε βδομάδα και αποφάσιζε αύξηση του ELA της ΤτΕ, ώστε να μπορεί αυτή να αναπληρώνει με ρευστότητα τη φυγή καταθέσεων από τις τράπεζες. Αυτό έγινε δύο φορές. Τη δεύτερη φορά, μάλιστα, ο Στουρνάρας ζήτησε αύξηση του ΕLA κατά 5 δισ. ευρώ, αλλά του έδωσαν μόνο 3,3 δισ. και άφηναν να εννοηθεί πως αν δεν υπάρξει συμφωνία στο Eurogroup μπορεί την επόμενη εβδομάδα να έκλειναν εντελώς και τη στρόφιγγα του ELA. Δεν νομίζουμε ότι θα το έκαναν, αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο έσπρωχναν τη συγκυβέρνηση να πάει πιο γρήγορα σε συμφωνία.
Το μαρτύριο της σταγόνας θα επαναληφθεί και το δίμηνο Μάρτη-Απρίλη που θα γίνονται οι συζητήσεις με την τρόικα για το κλείσιμο της αξιολόγησης και τα μέτρα που πρέπει να παρθούν. Με δεδομένο ότι δε θα εκταμιευθούν χρήματα από τη δόση των 7,2 δισ. ενώ λήγουν ομόλογα, θα πρέπει να θεωρήσουμε σίγουρο ότι η ΕΚΤ θα εγκρίνει αυτή τη φορά τη διεύρυνση του ορίου του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, ώστε η κυβέρνηση να μπορέσει να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια του Μάρτη και του Απρίλη. Είναι άγνωστο, όμως, από πού θα αντλήσουν κεφάλαια οι ελληνικές τράπεζες για να δανείσουν την κυβέρνηση. Θα αρθεί η απαγόρευση πρόσβασης στην ίδια την ΕΚΤ (η οποία δανείζει με επιτόκιο 0.05%) ή θα διατηρηθεί η απαγόρευση και απλώς θα διευρυνθεί ο ΕLA, ώστε να εξακολουθήσουν να δανείζονται απ’ αυτόν οι ελληνικές τράπεζες (με επιτόκιο 1,55%);
Η απόφαση θα ληφθεί από την ΕΚΤ με πολιτικά κριτήρια. Δηλαδή, θα χρησιμοποιηθεί ένας ακόμη εκβιασμός σε βάρος της συγκυβέρνησης, ώστε να προχωρήσει γρήγορα τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα και να δεχτεί τα μέτρα που αυτή θα προτείνει. Αν κάποια στιγμή μέσα στον Μάρτη ο Ντράγκι ανακοινώσει ότι η ΕΚΤ δέχεται ξανά ως ενέχυρο ελληνικά ομόλογα, κρίνοντας ότι έχει διαφανεί συμφωνία για συνέχιση του «προγράμματος», αυτό θα σημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα στο παρασκήνιο έχουν προχωρήσει και βαδίζουν προς το τέλος τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ντράγκι έστειλε επιστολή στον Ντεϊσελμπλούμ, αμέσως μετά την έγκριση της «λίστας Βαρουφάκη» από την τρόικα, στην οποία διευκρινίζει ότι τα όσα περιλαμβάνονται στη λίστα είναι γενικά και πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν γρήγορα. Ο Ντράγκι καταλήγει σημειώνοντας πως η βάση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι το «πρόγραμμα» και πως αν η κυβέρνηση διαφωνεί με κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί στο παρελθόν, θα πρέπει να τις αντικαταστήσει με άλλες ισοδύναμου αποτελέσματος.
Ανάλογου περιεχομένου επιστολή έστειλε και η Λαγκάρντ, υπενθυμίζοντας ότι το Μνημόνιο (έτσι ακριβώς το αναφέρει) περιλάμβανε συγκεκριμένες δεσμεύσεις για συντάξεις, ΦΠΑ, ιδιωτικοποιήσεις, αγορά εργασίας και άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, οι οποίες πρέπει να υλοποιηθούν για να ολοκληρωθεί η 6η αξιολόγηση και να αποδεσμεύσει το Ταμείο την εκκρεμούσα δόση.
Είναι φανερό ότι Λαγκάρντ και Ντράγκι καλύπτουν απόλυτα τους τεχνοκράτες τους στην τρόικα και υπενθυμίζουν ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συμφωνήσει σε όσα αυτοί απαιτήσουν, ως τοποτηρητές του Μνημόνιου. Το ΔΝΤ έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην εκκρεμούσα δόση (3,5 από τα 7,2 δισ.), ενώ η ΕΚΤ, εκτός από τα 1,9 δισ. της επιστροφής τόκων, έχει στα χέρια της και την κάνουλα της ρευστότητας (αλλά και του κόστους αυτής της ρευστότητας). Το μαρτύριο της σταγόνας θα συνεχιστεί, ώστε να μην διανοηθεί η συγκυβέρνηση να κρυφτεί πίσω από τη γενικότητα της «λίστας Βαρουφάκη», αλλά να εφαρμόσει τα μέτρα που θα υποδείξει η τρόικα βάσει των γενικών κατευθύνσεων αυτής της λίστας.
Ετσι, η «δημιουργική ασάφεια» για την οποία μιλά ο Βαρουφάκης, σύντομα θα γίνει μνημονιακή σαφήνεια, καθώς θα πρέπει να νομοθετούνται μέτρα που θα υπαγορεύει η τρόικα. Μια κυβέρνηση που έλεγε ότι «δε θέλουμε τα 7,2 δισ.» και υπέβαλε αίτημα παράτασης της δανειακής σύμβασης και του Μνημόνιου για να της δανείσουν αυτά τα 7,2 δισ., δεν έχει περιθώρια για… δημιουργικά τσαλιμάκια. Το χρηματοδοτικό κενό είναι δεδομένο, ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός δεν μπορεί να το αναπληρώσει (μόνο στιγμιαίες-μεταβατικές λύσεις μπορεί να δώσει), οι «αγορές» είναι απαγορευτικές, επομένως για να πληρώσει τους δανειστές (τα ομόλογα που λήγουν τους επόμενους μήνες είναι του ΔΝΤ και της ΕΚΤ) θα πρέπει να ξαναδανειστεί από τους ίδιους. Γι’ αυτό και το παζάρι θα θυμίζει αυτά που γνωρίζουμε από το παρελθόν.