Αν οι Τσιπραίοι είχαν πάρει απόφαση να πάνε σε εκλογές, μέσω μιας τακτικής «ηρωικής σύγκρουσης» με τους ιμπεριαλιστές δανειστές, τότε η επιστολή Τσακαλώτου στις 23 Δεκέμβρη δε θα είχε σταλεί. Γιατί αυτή η επιστολή έξυσε βίαια την ηρωική πατίνα με την οποία πήγαν να γυαλίσουν τη μνημονιακή πολιτική και τους άφησε γυμνούς ενώπιον του ελληνικού λαού. Και μόνο η δήλωση μετάνοιας και συμμόρφωσης ήταν αρκετή: «Eπί της διαδικασίας, αναγνωρίζω ότι μέτρα με δημοσιονομικές επιπτώσεις πρέπει να συζητούνται και να συμφωνούνται με τους θεσμούς, στο πλαίσιο των δεσμεύσεών μας από το Μνημόνιο»!
Παρά ταύτα, για κάμποσες ακόμα μέρες, συντήρησαν οι ίδιοι την εκλογολογία. Ο Τσίπρας ξαναπήγε στη Θεσσαλονίκη, μετά ξαναπήγε στη Θράκη, ο Τζανακόπουλος με τον Παππά πήγαν στην Κόρινθο και την Πάτρα, ενώ ο Σκουρλέτης (που συμμετέχει και πάλι, μετά από καιρό, στον «πρωινό καφέ» του Μαξίμου) εξακολουθεί να επαναλαμβάνει την ίδια άποψη: «Θέλω να θυμίσω ότι το ενδεχόμενο των εκλογών μέσα από ένα αδιέξοδο στις σχέσεις με τους δανειστές μας είναι κάτι το οποίο το βλέπουμε από το 2010 σχεδόν κάθε δύο–τρεις μήνες. Αρα θέλω να πω ότι στις συνθήκες μη κανονικότητας όπου ζούμε, πάντοτε υπάρχει το ενδεχόμενο των εκλογών». Μολονότι άλλα κυβερνητικά στελέχη, με προεξάρχοντα τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, που εκπροσωπεί τον πρωθυπουργό, αποκλείουν τις εκλογές, ο Σκουρλέτης εξακολουθεί να παρουσιάζει την άποψη «δε θα γίνουν εκλογές, εκτός αν μας τις επιβάλλουν», προφανώς επειδή έχουν μοιράσει τους ρόλους.
Αλλα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης παρουσιάζουν ξανά το γνωστό μύθο με τον «κακό λύκο» Σόιμπλε, που θέλει να ρίξει την «απείθαρχη» συγκυβέρνηση των Τσιπροκαμμένων, για να πάρει τη θέση της ο «πειθήνιος» Μητσοτάκης. Και αυτή η άποψη, έτσι όπως παρουσιάζεται, τροφοδοτεί την εκλογολογία, γιατί αν ο Σόιμπλε θέλει να ρίξει τη σημερινή κυβέρνηση, τότε μπορεί να της δημιουργήσει συνθήκες ασφυξίας, απαιτώντας παράλογα πράγματα για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, οπότε η κυβέρνηση δε θα έχει άλλη διέξοδο εκτός από τις εκλογές. Είναι το ίδιο που υπονοεί και ο Σκουρλέτης, όμως έχει και μια άλλη ανάγνωση: «Για να μην κάνουμε τη χάρη του Σόιμπλε και να μην παραδώσουμε το λαό έρμαιο στα χέρια του πειθήνιου Μητσοτάκη, ας κλείσουμε τη δεύτερη αξιολόγηση, έστω και με επώδυνα μέτρα».
Ολοι αυτοί, βέβαια, παριστάνουν τα… χρυσόψαρα. «Ξεχνούν» ότι μεταξύ Αυγούστου και Σεπτέμβρη του 2015, όταν ο Τσίπρας προκήρυξε αιφνιδιαστικά εκλογές, και ο Σόιμπλε και η Μέρκελ έδειξαν απόλυτη ευμένεια προς τον ΣΥΡΙΖΑ, βοηθώντας τον (όσο περνούσε από το χέρι τους) να κερδίσει τις δεύτερες εκλογές του 2015. Κατά συνέπεια, οι ηγήτορες του γερμανικού ιμπεριαλισμού δεν φοράνε κάποια ιδεολογικά γυαλιά, όταν αντιμετωπίζουν το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, αλλά κινούνται με γνώμονα την εξασφάλιση της μνημονιακής σταθερότητας. Οταν βγήκε πρόσφατα ο Βαρουφάκης και πέταξε τη μπαρούφα ότι ο Σόιμπλε του είχε πει πως από τον Ιούνη του 2014 είχε αποφασίσει να ρίξει την κυβέρνηση Σαμαρά, ο Σαμαράς το πήρε τοις μετρητοίς, αναζητώντας εκ των υστέρων δικαίωση.
Το παράπονο του Σαμαρά είναι πως οι Γερμανοί δεν του έδωσαν καναδυό αβάντες, για να κλείσει την πέμπτη αξιολόγηση του δεύτερου Μνημόνιου. Ομως τον Σαμαρά δεν τον έριξε ο Σόιμπλε, αλλά η αδυναμία του να εξασφαλίσει προεδρική πλειοψηφία (ούτε που την πλησίασε). Γιατί, λοιπόν, να επενδύσουν πάνω του οι Γερμανοί και να μην περιμένουν να κλείσουν συμφωνία με τον ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν σίγουρο ότι θα κερδίσει τις εκλογές; Μπορεί να τους πήρε ένα εξάμηνο, όμως τελικά το τρίτο Μνημόνιο το υπέγραψαν με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και όχι με τους «πεθαμένους» Σαμαροβενιζέλους. Τώρα, όμως, δεν υπάρχει στον ορίζοντα κάποια κοινοβουλευτική διαδικασία που να προεξοφλεί την πτώση της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αντίθετα, εκλογές υπάρχουν στη Γερμανία και το ισχυρότερο ενδεχόμενο είναι η χριστιανοδημοκρατία (που τα γκάλοπ τη φέρουν να κερδίζει, έστω και με ψαλιδισμένο ποσοστό) να θέλει «ησυχία και τάξη» στην Ελλάδα και το ΔΝΤ να συμμετέχει στο «πρόγραμμα», έστω και σε ρόλο συμβούλου, ώστε να δείχνει πως η αποικιοποίηση της Ελλάδας συνεχίζεται κανονικά και πως το εγχώριο πολιτικό προσωπικό πειθαρχεί πλήρως.
Αυτό, όμως, είναι ένα ενδεχόμενο, έστω και το ισχυρότερο, που συνάγεται από μια πολιτική ανάλυση. Ενδεχομένως να υπάρχουν άλλοι παράγοντες που δεν είναι ορατοί σ' εμάς αυτή τη στιγμή. Γιατί εμείς κρίνουμε τα πράγματα χωρίς να έχουμε άμεση γνώση της κάθε λεπτομέρειας και του συνόλου των παραγόντων που διαμορφώνουν την ιμπεριαλιστική πολιτική.
Μάλλον στην ίδια θέση βρίσκονται και οι Τσιπραίοι, μολονότι αυτοί γνωρίζουν πολλά περισσότερα από εμάς, καθώς βρίσκονται σε άμεση επαφή με τους ιμπεριαλιστές. Φοβούνται ότι μπορεί τα πράγματα να «εκτραχυνθούν» και να μην τους απομείνει άλλη διέξοδος εκτός από τις εκλογές, μολονότι δεν τις θέλουν. Ο Τσακαλώτος έσπευσε να ζητήσει τη γαλλική μεσολαβητική βοήθεια (πήγε μαζί με τον Χουλιαράκη στο Παρίσι, όπου συναντήθηκε με τον Σαπέν, και στη συνέχεια στις Βρυξέλλες, για να συναντηθούν και με τον Μοσκοβισί), προκειμένου το EuroWorkingGroup να αποφασίσει να ξαναστείλει το κουαρτέτο/τρόικα στην Αθήνα. Και βέβαια, για να διαμεσολαβήσουν οι γάλλοι ιμπεριαλιστές, θα πρέπει να πήραν διαβεβαιώσεις ότι η ελληνική πλευρά θα εγκαταλείψει τους «ηρωισμούς» και τις «κόκκινες γραμμές» και θα κινηθεί σε πιο «ρεαλιστικές» θέσεις.
Παρά ταύτα, ο φόβος για έναν διαφορετικό σχεδιασμό των γερμανών ιμπεριαλιστών ή για ένα «ατύχημα», παρά την «ευελιξία» και την «οσφυοκαμψία» που θα επιδείξουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, οδηγεί τους Τσιπραίους στη συντήρηση της εκλογολογίας και ενός κλίματος εκλογικής ετοιμότητας. Για τους ίδιους λόγους ακολουθεί και ο Κούλης, που κάνει περισσότερες προεκλογικής υφής κινήσεις από τον Τσίπρα. Πέρα από τις περιοδείες και τις ομιλίες, το ρεπερτόριο περιλαμβάνει από επισκέψεις χαράματα στο αμαξοστάσιο της υπηρεσίας καθαριότητας του Δήμου Αθηναίων μέχρι νυχτερινές επισκέψεις στον εφημερεύοντα «Ευαγγελισμό». Είναι φανερό ότι δε θέλει να αιφνιδιαστεί από τις εξελίξεις.
Γιατί επί της ουσίας, το επιτελείο της ΝΔ δε θα ήθελε εκλογές με ανοιχτά τα ζητήματα όχι της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά της επέκτασης του Μνημόνιου. Αν αυτά τα κλείσει ο ΣΥΡΙΖΑ, η μεν ΝΔ θα βγάλει πολιτικό κέρδος καταγγέλλοντάς τον ότι ψήφισε τέταρτο Μνημόνιο, κι όταν έρθει η ώρα να αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης, θα μπορεί να ισχυρίζεται ότι παρέλαβε μια δεδομένη κατάσταση και δεν μπορεί να κάνει τίποτ' άλλο εκτός από το να προσπαθήσει να βγούμε μια ώρα γρηγορότερα απ' αυτή, μέσω της… πλήρους εφαρμογής του τέταρτου Μνημόνιου. Δε θα πρωτοτυπήσει, βέβαια, όμως η δύναμη της αστικής πολιτικής είναι η αδυναμία της εργαζόμενης κοινωνίας, που εξακολουθεί να περιμένει την «εξ ύψους σωτηρία» αλλάζοντας τους πολιτικούς διαχειριστές.
Από την άποψη αυτή, η εκλογολογία δεν είναι χρήσιμη μόνο για τα δυο μεγαλύτερα αστικά κόμματα, αλλά και για το σύστημα. Γιατί η εκλογολογία «μπετονάρει» τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Εκμεταλλεύεται την απογοήτευση και την ηττοπάθεια, ενισχύει την αντίληψη της μοιρολατρικής αποδοχής του «μικρότερου κακού» (που κάθε φορά μεταλλάσσεται) και βοηθάει το σύστημα να παγιώνει το καθεστώς κινεζοποίησης του ελληνικού λαού. Οταν η συζήτηση παίρνει το χαρακτήρα «Αλέξης ή Κούλης», τότε το σύστημα κερδίζει μια ακόμα τακτική νίκη.