Μια μέρα πριν ο Καραμανλής ανακοινώσει τη σύνθεση της νέας κυβέρνησής του, ο μυστικοσύμβουλός του Γιάννης Λούλης προανήγγειλε το consept με άρθρο του στον «Ελ. Τύπο» (17.9.07) παίρνοντας ταυτόχρονα και την εκδίκησή του από εκείνους τους «ψιθυριστές» της ΝΔ που αμφισβητούσαν την τακτική του (όχι τόσο στην προεκλογική περίοδο όσο σε στιγμές κρίσης για την κυβέρνηση): «Η νίκη της ΝΔ οφείλεται πρωτίστως στην ηγεσία της και στην προσωπική αξιοπιστία του Κώστα Καραμανλή. Πέρα όμως από συγκεκριμένα, ικανά και ευρύτερα αποδεκτά στελέχη, η Ν.Δ., ως κυβέρνηση, έπειθε όλο και λιγότερο ως “ομάδα”. Και τούτο διότι ορισμένα κυβερνητικά στελέχη έδειξαν σοβαρότατες αδυναμίες, διαχέοντας τις αδυναμίες αυτές, σε κρίσιμες στιγμές, στην εικόνα όλου του κυβερνητικού σχήματος. Η πραγματικότητα αυτή προφανώς είχε κόστος και διαρροές ψηφοφόρων προς τα μικρότερα κόμματα όχι διότι αυτά έπειθαν, αλλά διότι ήταν όχημα ψήφου διαμαρτυρίας».
Το μήνυμα ήταν καθαρό και είχε δυο σκέλη. Το πρώτο: Για την πτώση των ποσοστών της ΝΔ δε φταίει ο Καραμανλής, αλλά μια σειρά υπουργοί και στελέχη, που έκαναν ζημιά στην εικόνα της κυβέρνησης. Αν μάλιστα δεν ήταν ο Καραμανλής (άντε και μερικά ακόμα πρωτοκλασάτα στελέχη), η ΝΔ θα έχανε τις εκλογές. Το δεύτερο σκέλος: Αυτοί που έκαναν ζημιά στην εικόνα της κυβέρνησης πρέπει να φύγουν και στη θέση τους να έρθουν άλλοι που το βασικότερο προσόν τους θα είναι η δυνατότητα του επικοινωνιακού (προπαγανδιστικού) χειρισμού των κρίσεων.
Αυτή η προπαγανδιστική σύλληψη πήρε σάρκα και οστά στη σύνθεση της κυβέρνησης που ανακοίνωσε την επομένη ο Καραμανλής. Σύνθεση στην οποία αποτυπώνονται, βέβαια, και όλα τα υπόλοιπα κριτήρια με τα οποία καταρτίζονται οι κυβερνήσεις: εσωκομματικές ισορροπίες, τοπικιστικά κριτήρια, ανακύκλωση στις θέσεις υφυπουργών για να μειώνονται οι γκρίνιες στην κοινοβουλευτική ομάδα (όλοι δείχνουν υποταγή στον αρχηγό προσδοκώντας ότι κάποια στιγμή θα έρθει και η δική τους σειρά).
Από την κυβέρνηση ξωπετάχτηκαν πέντε υπουργοί που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είχαν γίνει το επίκεντρο κρίσεων, συν δύο από τους αναλώσιμους, συν μία που έπρεπε να συνταξιοδοτηθεί. Οι πέντε που μηδενίστηκαν είναι οι: Γιαννάκου (δεν χρειάζεται να πούμε γιατί, αλλά να σημειώσουμε ότι η μη επανεκλογή της διευκόλυνε τα μάλα τον Καραμανλή, που θα είχε μεγάλη δυσκολία να ξαποστείλει μια κολλητή του, η οποία υπομονετικά σήκωσε την ευθύνη κοινών τους αποφάσεων, χωρίς ποτέ να της ξεφύγει υπαινιγμός σε βάρος του). Πολύδωρας (επίσης δεν χρειάζεται να πούμε γιατί). Παπαληγούρας (γιατί κατάφερε να κάνει μπάχαλο τη συντεχνία των δικαστών, ενώ έδειξε αδυναμία να διαχειριστεί το ζήτημα του Κεδίκογλου, για τον οποίο είχε εγγυηθεί προσωπικά). Κεφαλογιάννης (υπουργός που έχει αυτοχαρακτηριστεί καραγκιόζης και που βγαίνει στην τηλεόραση και δεν ξέρει τι λέει δεν ταιριάζει στο στιλ Λούλη-Ρουσόπουλου). Μπασιάκος (η κόντρα με τους Κοκκινούληδες έφερε σημαντική πτώση των νεοδημοκρατικών ποσοστών στη Θεσσαλία, ιδιαίτερα στη Λάρισα, ενώ παραδοσιακά η καρέκλα του υπουργού Γεωργίας είναι ηλεκτρική). Οι δυο αναλώσιμοι ήταν σε ασήμαντα υπουργεία, που ισοδυναμούν με υφυπουργεία: ο Καλαντζής στο Μακεδονίας-Θράκης και ο Παυλίδης στο Αιγαίου, που συγχωνεύτηκε με το Ναυτιλίας, κατόπιν απαίτησης των εφοπλιστών της ακτοπλοΐας. Στη σύνταξη έπρεπε να βγει η Φάνη Πάλλη-Πετραλιά, για να πάρει σειρά και κάνας άλλος (άσε που είναι παλαιάς κοπής και ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε το ζήτημα των αδειών των ξενοδοχείων δεν άρεσε καθόλου στους καπιταλιστές του τουρισμού, που έχει επισήμως αναγορευτεί σε… βαριά βιομηχανία του ελληνικού καπιταλισμού).
Με την ίδια λογική της τιμωρίας έγιναν και ορισμένες αλλαγές στους υφυπουργούς. Για παράδειγμα, ο Ορφανός (που είχε προκαλέσει αρκετά μπάχαλα) πήρε τον πούλο και στη θέση του τοποθετήθηκε ο καλλιτέχνης του παρασκήνιου Γ. Ιωαννίδης. Ο Δούκας διατηρήθηκε στην κυβέρνηση (είναι και γαμπρός του Εβερτ, βλέπετε), αλλά στάλθηκε σε πόστο που θα του εξασφαλίσει την… αχρησία (υφυπουργός της Ντόρας!). Σαν τιμωρία πρέπει να θεωρηθεί και η μετακίνηση Βουλγαράκη στο ενοποιημένο Ναυτιλίας-Αιγαίου. Ο τύπος εκτέθηκε ανεπανόρθωτα με τα της Ολυμπίας, ενώ γενικά δεν «κόλλαγε» στο χώρο. Αντίθετα, ο Μισέλ, με τον κοσμοπολίτικο αέρα και το χαμηλό-συναινετικό προφίλ ταιριάζει περισσότερο (και δεν θα υπάρχει και η γκρίνια της φαμίλιας για το «θάψιμο» του ξαδέρφου). Οσο για τον Μάκαρο το Γιακουμάτο, μάλλον κάθησε πολύ στο Εργασίας (δυο υπουργούς -Παναγιωτόπουλο και Τσιτουρίδη- είδε να φεύγουν), παραέγινε ο αγαπημένος των media και χρειαζόταν να πάει στον πάγκο, για να τηρηθούν και κάποιες ισορροπίες στην περιφέρεια-καρμανιόλα της Β’ Αθήνας. Τέλος, η αποπομπή Μιχαλολιάκου ήταν αίτημα του Μεϊμαράκη, ο οποίος τον κληρονόμησε και δεν τον γούσταρε με τίποτα (έχουν προηγούμενα από την εποχή της ΟΝΝΕΔ ακόμα, όταν ο Μεϊμαράκης είδε κι έπαθε να ξεφορτωθεί τους «Κενταύρους» και τους «Ρέιντζερ» των Μιχαλολιάκου-Μανωλάκου και να οικοδομήσει την ΟΝΝΕΔ σαν μια σύγχρονη συντηρητική νεολαία).
Η τήρηση των εσωκομματικών ισορροπιών φαίνεται σε επιλογές νέων προσώπων και σε μετακινήσεις. Για παράδειγμα, δεν έγινε υφυπουργός ο Κυριάκος, έγινε όμως υπουργός ένα από τα γκεσέμια του μητσοτακισμού, ο έως τώρα ευρωβουλευτής Κ. Χατζηδάκης και τοποθετήθηκε σε υπουργείο όπου πρέπει να λύσει το γόρδιο δεσμό της Ολυμπιακής, που ο ξάδερφος Λιάπης αρνιόταν έως τώρα να λύσει (ο Χατζηδάκης είναι γνωστός για τις νεοφιλελεύθερες απόψεις του, τις οποίες τώρα καλείται να κάνει πράξη, δίνοντας τις πρώτες εξετάσεις του στην κρατική διοίκηση). Και βέβαια, δεν υπουργοποιήθηκε ο Σαμαράς, για να μην εξαγριωθεί ο Μητσοτάκης. Ενδέχεται στον πρώτο ανασχηματισμό να μπουν παρέα στην κυβέρνηση Σαμαράς και Κυριάκος.
Κατ’ απαίτηση του Σουφλιά δεν έγινε χωριστό υπουργείο Περιβάλλοντος, ενώ έμεινε άθιχτο το επιτελείο του, μολονότι πολλοί έπνεαν μένεα κατά του υφυπουργού Θ. Ξανθόπουλου, ο οποίος στην προεκλογική περίοδο δεν κούνησε το δαχτυλάκι του για να βοηθήσει την κυβέρνηση και διατήρησε το προφίλ του τεχνοκράτη που βρίσκεται στην κυβέρνηση χάρη στην προσωπική φιλία του με τον Σουφλιά. Ο «εκσυγχρονισμός» σε επίπεδο «δομικών αλλαγών» περιορίστηκε στη συγχώνευση του Δημόσιας Τάξης στο Εσωτερικών. Τέλος, υπήρξε η γνωστή «διασπορά» υφυπουργών (με κριτήρια και γεωγραφικά και κομματικής επετηρίδας), ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός της υφυπουργοποίησης τουλάχιστον δύο βουλευτών από το σκληρό ακροδεξιό πυρήνα της ΝΔ (Κιλτίδης, Καμμένος), προκειμένου να δημιουργηθεί αντίβαρο στον Καρατζαφέρη, με στόχο να ξεφορτωθούν το ΛΑΟΣ στις επόμενες εκλογές.
Τα νέα πρόσωπα επιλέχτηκαν κυρίως με επικοινωνιακά-προπαγανδιστικά κριτήρια. Ο καραβανάς Χηνοφώτης μπορεί να διοικήσει τη μπατσαρία χωρίς ιδιαίτερη προβολή (σ’ αυτό υπερτερεί σαφώς του Πολύδωρα) και ταυτόχρονα να λειτουργήσει σαν ασπίδα του Παυλόπουλου, συγκεντρώνοντας αυτός την κριτική για την κατασταλτική πολιτική. Ο Αρούλης «τα λέει», έχει «άκρες» στα κανάλια, έχει και δική του ομαδούλα βουλευτών, είναι αγαπητός στους επιχειρηματίες του τουρισμού, του χρωστούσε και χάρη από παλιά ο Καραμανλής. Ο Φώλιας είναι έμπειρος και ουσιαστικά θα λειτουργήσει σαν υφυπουργός του Αλογοσκούφη, χωρίς τις φιλοδοξίες του Σιούφα, ο οποίος τοποθετήθηκε στο εκ των πραγμάτων (λόγω της ισχνής πλειοψηφίας των 152 εδρών) κρίσιμο πόστο του προέδρου της Βουλής, προκειμένου να λειτουργήσει ως ο αφανής επιλοχίας της γαλάζιας κοινοβουλευτικής ομάδας. Ο Κοντός ξέρει τα θέματα του Γεωργίας, έχει καλούτσικες σχέσεις με τους γαλάζιους αγροτοπατέρες (σε αντίθεση με τον Μπασιάκο) και είναι η σειρά του να «σιγοψηθεί» στην ηλεκτρική καρέκλα (μετά απ’ αυτόν θα βρεθεί άλλος).
Τέλος, ο Στυλιανίδης είναι ένας χαμηλού προφίλ μοντέρνος συντηρητικός πολιτικός, κολλητός του Καραμανλή, που του εμπιστεύτηκε την επιχείρηση «χειρουργική αποκατάσταση των τραυμάτων στην εκπαίδευση». Σε πολιτικό-ιδεολογικό επίπεδο είναι σκληρός νεοφιλελεύθερος και είχε διαπρέψει ως ιδεολογικό στέλεχος της ΟΝΝΕΔ που έμπαζε τις ιδέες των ιδιωτικών πανεπιστημίων, όταν αυτό το ζήτημα θεωρούνταν casus belli στα ελληνικά πανεπιστήμια. Θα δοκιμαστεί στο αν μπορεί να οικοδομήσει καλύτερες συμμαχίες στο χώρο και να προωθήσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχειριζόμενος προσεκτικότερα τις αναμενόμενες κρίσεις.
Πλέον, θα έχετε όλοι καταλάβει τι εννοούσε ο Καραμανλής τη βραδιά των εκλογών, στο αυτοκρατορικού στιλ μήνυμά του, όταν κάπου ψέλλισε και τη λέξη «μήνυμα» (που υποτίθεται ότι έλαβε). Το μήνυμα που πήρε δεν ήταν ν’ αλλάξει πολιτική, αλλά ν’ αλλάξει διαχειριστές, για να κερδίσει κάποιο χρόνο.