Αυτό είναι υπόθεση του μέλλοντος, απαντούν πολλοί (άλλοι καλοπροαίρετα και άλλοι κουτοπόνηρα). Τώρα τι κάνουμε; συμπληρώνουν. Κανένα μέλλον, όμως, δεν πρόκειται να γίνει πράξη, αν δεν το οραματιστείς, δεν το σχεδιάσεις και δεν αγωνιστείς γι’ αυτό. Οι ανάγκες του παρόντος δεν πρέπει να μας μετατρέπουν σε πολιτικά απαθείς, που εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε μεσσίες, για να τις δουν να διαψεύδονται όταν οι μεσσίες αναρριχηθούν στην κυβερνητική εξουσία.
Η πείρα της τελευταίας πενταετίας δείχνει πεντακάθαρα πού οδηγούν οι «ρεαλιστικές λύσεις», που αρχίζουν και τελειώνουν στο έδαφος του καπιταλισμού. Πέντε διαδοχικές κυβερνήσεις και συγκυβερνήσεις (Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη, Σαμαρά-Βενιζέλου, Τσίπρα-Καμμένου) δεν έκαναν τίποτ’ άλλο από το να διαχειριστούν τη μνημονιακή πολιτική, την οποία απαιτούν και επιβάλλουν όχι μόνο οι ιμπεριαλιστές δανειστές, αλλά και η ελληνική κεφαλαιοκρατία. Ολες αυτές υπήρξαν κυβερνήσεις που αναδείχτηκαν με την ψήφο του ελληνικού λαού.
Να που οδηγεί ο «ρεαλισμός» και η θεωρία πως «η ψήφος έχει αξία». Καμία αξία δεν έχει η ψήφος. Αποδείχτηκε στις εκλογές του 2009, του 2012, του 2015, αποδείχτηκε και στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Γιατί ψήφος σημαίνει ανάθεση. Η ψήφος υποβιβάζει τον πολίτη της αστικής κοινωνίας σε υπήκοο της δυναστείας του κεφαλαίου.
Το να συνειδητοποιήσουμε την απαξία της ψήφου και τον διαχειριστικό χαρακτήρα του αστικού κοινοβουλευτισμού και των κυβερνήσεών του, δεν σημαίνει παραίτηση από τον πολιτικό αγώνα, αλλά αναβίβαση του πολιτικού αγώνα σε ανώτερο επίπεδο. Σημαίνει απόφαση να απεμπλακούμε από τους κάθε είδους νταβατζήδες και να πάρουμε την άσκηση της πολιτικής στα δικά μας χέρια. Να χτίσουμε βήμα-βήμα, μέρα με τη μέρα, έναν πολιτικό φορέα ταξικής πολιτικής, με επαναστατικό πρόγραμμα ανατροπής.
Αυτό το καθήκον όχι μόνο δεν ξεστρατίζει από την οργάνωση των άμεσων διεκδικητικών αγώνων, αλλά αντίθετα τους εφοδιάζει με γνώση, με όραμα, με οργάνωση.
Τα Μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι δε θα καταργηθούν με κοινοβουλευτικούς περιπάτους, αλλά με σκληρούς ταξικούς αγώνες. Οχι με αγώνες που θα μετατρέπονται σε καύσιμο για να ενισχύσουν κάποια αστικά κόμματα -παλιά και νέα- τη θέση τους στο κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά με αγώνες που θα βάζουν σα στόχο τους τη νίκη. Ακόμη και όταν αφορούν «μικρά», καθημερινά προβλήματα της εργαζόμενης κοινωνίας και της νεολαίας της. Ακόμη και όταν δεν καταφέρνουν να νικήσουν, οι πραγματικοί ταξικοί αγώνες αφήνουν πίσω τους παρακαταθήκες, εφοδιάζουν τους αγωνιζόμενους με την πείρα που είναι απαραίτητη για να επανέλθουν με περισσότερη γνώση, με καλύτερη οργάνωση, με αυξημένο δυναμισμό.
Αντίθετα, όλοι αυτοί που επαναλαμβάνουν πονηρά το «και τώρα τι κάνουμε;» έχουν στο μυαλό τους μόνο τον κοινοβουλευτικό αγώνα. Φαλκιδεύουν τους εργατικούς και νεολαιίστικους αγώνες χρησιμοποιώντας τους ως δεξαμενή άντλησης ψήφων. Τους υποτάσσουν στην αστική νομιμότητα. Σπέρνουν μόνιμα την ηττοπάθεια, καλλιεργούν τη σύγχυση και τη διάλυση. Οδηγούν μεθοδευμένα στην ήττα. Στους αγώνες που θα έρθουν, το δίλημμα θα τεθεί και πάλι: μάχες οπισθοφυλακών με σίγουρη την τελική ήττα ή αγώνες πραγματικά ταξικοί, έξω από τα όρια της αστικής νομιμότητας, με προοπτική έστω και μικρές νίκες;
Να οργανώσουμε την τάξη μας. Να την οργανώσουμε έτσι που να μπορέσει να ορθώσει πραγματική ταξική αντίσταση στη λαίλαπα της κινεζοποίησης, που συνεχίζεται και βαθαίνει. Να την οργανώσουμε πολιτικά, έτσι που να μπορεί και τους άμεσους αγώνες της να δίνει με τη μέγιστη δυνατή οργάνωση και μαχητικότητα, αλλά και να χαράξει μια ταξικά ανεξάρτητη πολιτική κατεύθυνση, η οποία θα βάλει ως στόχο της την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του κομμουνισμού.