Τα λόγια στο πανό που κρατούσαν οι μαυροφορεμένες ΕΑΜίτισσες, μια μέρα μετά τη «ματωμένη Κυριακή» της 3ης Δεκέμβρη του ‘44 σφράγισαν ανεξίτηλα την ελληνική Ιστορία και θα διατηρούν την επικαιρότητά τους όσο στην Ελλάδα θα υπάρχει καπιταλισμός: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».
Δεν ήταν λόγια του αέρα. Ο κόσμος του ΕΑΜ, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, τα είχε κάνει πράξη στα χρόνια της ναζιφασιστικής κατοχής που προηγήθηκαν. Τα ξανάκανε πράξη το Δεκέμβρη και ένα χρόνο μετά στο νέο ένοπλο αγώνα του 1946-49. Αυτό το μήνυμα είναι εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε ως πρώτη και βασική παρακαταθήκη. Τα υπόλοιπα έπονται.
Επί 33 μέρες, ο ανθός της εργατικής τάξης και της νεολαίας στην Αθήνα και τον Πειραιά, με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές, έδωσε έναν άνισο αγώνα.
Το Α’ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ με 6.500 άνδρες και η ΙΙ Μεραρχία με 3.500 άνδρες αντιμετώπισαν 60.000 στρατιώτες του αγγλικού στρατού με 80 αεροπλάνα, 200 τανκ και πολλά πολυβόλα, υποστηριζόμενους από πολεμικά πλοία που κανονιοβολούσαν τις ΕΛΑΣίτικες θέσεις, συν 6.000 στρατιώτες της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, συν τους Χωροφύλακες και τους Χίτες, συν 12.000 Ταγματασφαλίτες, που οι Αγγλοι τους έντυσαν με δικές τους στολές εντάσσοντάς τους και επίσημα στον «εθνικό κορμό» της ελληνικής αστικής τάξης, από τον οποίο ουδέποτε είχαν αποκοπεί.
Οι κομμουνιστές πιστώνονται την καθοδήγηση και αυτού του ηρωικού αγώνα, όπως και της αντικατοχικής αντίστασης. Οι κομμουνιστές χρεώνονται και τα λάθη που έγιναν πριν το Δεκέμβρη και δεν επέτρεψαν στις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ να μετατρέψουν σε στρατιωτική νίκη την πολιτική ηγεμονία που είχαν στον ελληνικό λαό. Είναι γνωστά τα σημαντικότερα απ’ αυτά τα λάθη, που επέτρεψαν στους Αγγλους και την ελληνική αστική κλίκα να βάλουν πόδι στην απελευθερωμένη από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Ελλάδα, χωρίς να υπάρχει στρατιωτικός λόγος (οι Γερμανοί είχαν ήδη αποχωρήσει).
Μια στρεβλή και οπορτουνιστική αντίληψη του συμμαχικού αγώνα οδήγησε στη συμφωνία της Καζέρτα, με την οποία ο στρατηγός Σκόμπι οριζόταν διοικητής όλων των στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα (και του ΕΛΑΣ) και στη συμφωνία του Λιβάνου, με την οποία αναγνωρίστηκε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Η ηγεσία του ΚΚΕ δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Δεν μπόρεσε να αντιληφθεί το βρόμικο παιχνίδι που έπαιζε μέσα στο κόμμα ο στρατολογημένος από τους Αγγλους Σιάντος. Δεν είχε τα εφόδια να εφαρμόσει το πρόγραμμα του κόμματος στις συνθήκες της Κατοχής, όταν είχε κατακτήσει την πολιτική ηγεμονία και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις είτε είχαν εγκαταλείψει τη χώρα παρασιτώντας δίπλα στους άγγλους πάτρονές τους στο Κάιρο, είτε είχαν τεθεί ως Κουΐσλινγκ στην υπηρεσία των κατακτητών.
Αντίθετα από το απροετοίμαστο για την «τελική έφοδο» ΚΚΕ, οι αστικές δυνάμεις και ιδιαίτερα οι Αγγλοι επέδειξαν διορατικότητα και συνέπεια. Μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ, που γύρισε τη ροή του πολέμου υπέρ των Σοβιετικών, ο Τσόρτσιλ αντιλήφθηκε πως δεν πρέπει με τίποτα να χάσει την Ελλάδα με την εξαιρετικά στρατηγική για τα αγγλικά συμφέροντα θέση στη Μεσόγειο. Και εφάρμοσε αδίστακτα το σχέδιό του, ματοκυλώντας τον ελληνικό λαό. Να φερθείτε σα να βρίσκεστε σε χώρα υπό κατοχή ήταν η εντολή στα στρατεύματα που μετέφερε από την Ιταλία, χωρίς να υπάρχει κανένας στρατιωτικός λόγος. Η πρώτη κίνηση του Σκόμπι ήταν να διατάξει τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και του Παπανδρέου να διατάξει τον αφοπλισμό της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Κι όταν το ΚΚΕ και το ΕΑΜ αντέδρασαν, εξαγγέλλοντας γενική απεργία και πραγματοποιώντας το άοπλο συλλαλητήριο της 3ης Δεκέμβρη, στο οποίο πήρε μέρος πάνω από μισό εκατομμύριο λαού, η εντολή των Σκόμπι-Παπανδρέου, την οποία υλοποίησε ο αρχιμπάτσος Εβερτ, ήταν ν’ ανοίξουν πυρ στο ψαχνό.
Εδώ και πολλά χρόνια κυριαρχούν δυο προσεγγίσεις. Από μια η αφήγηση των αστικών δυνάμεων, που μιλά για «κομμουνιστική ανταρσία», και από την άλλη η λαθολογία και η αριστερίστικη-βολονταριστική προσέγγιση, που γίνεται με πλήρη απόσπαση από το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, αλλά και από το στάδιο ανάπτυξης που περνούσε το ΚΚΕ, ένα νεαρό επαναστατικό κόμμα που ξαφνικά «βρέθηκε» να έχει την εμπιστοσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Για μας τα λάθη του ΚΚΕ, ακόμη και τα πιο σοβαρά, ήταν λάθη ανάπτυξης ενός επαναστατικού κόμματος. Ο Νίκος Ζαχαριάδης, ένας ηγέτης παγκόσμιου βεληνεκούς, επιστρέφοντας από το Νταχάου εντόπισε αυτά τα λάθη και μέσα σ’ ένα χρόνο κατάφερε να ανασυγκροτήσει το χτυπημένο από την ήττα κόμμα, να κρατήσει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού και να προχωρήσει με κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση στο δεύτερο ένοπλο αγώνα. Αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη για το ότι το ΚΚΕ δεν είχε χάσει τον επαναστατικό του χαρακτήρα. Αυτόν τον έχασε μετά το αναθεωρητικό πραξικόπημα του ‘56.