Σε αντίθεση με την ηγετική τριπλέτα της τρόικας, ο Χορστ Ράιχενμπαχ, επικεφαλής της περιβόητης task force είναι εξαιρετικά ευγενής και εξαιρετικά πολιτικός στις δημόσιες δηλώσεις του. Τον βοηθά σ’ αυτό και η σοσιαλδημοκρατική πολιτική του κουλτούρα και η τριακονταετής θητεία του σε υπεύθυνες θέσεις της Κομισιόν, στη διάρκεια της οποίας συνεργάστηκε με εκατοντάδες πολιτικά στελέχη απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις του ο Ράιχενμπαχ φροντίζει να εμφανίζεται σαν συνεργάτης της ελληνικής κυβέρνησης, να παραχωρεί τον πρώτο λόγο στους υπουργούς και να δηλώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι κυρίαρχη. Και ο Ράιχενμπαχ, όμως, σε αντίθεση με τις έως τώρα παρεμβάσεις του, υπήρξε ασυνήθιστα οξύς στην ουσία των δηλώσεων που έκανε περιερχόμενος υπουργεία και συνεργαζόμενος με υπουργούς.
Γατόνι ο γερμανός τεχνοκράτης-πολιτικός, κατάλαβε ότι εκείνο που θέλει απ’ αυτόν η σημερινή συγκυβέρνηση των τριών είναι να ρίξει στην πιάτσα κινδυνολογία. Και το έκανε. Γι’ αυτό, άλλωστε, εν αντιθέσει με ό,τι γινόταν παλιότερα, όταν καταβαλλόταν προσπάθεια να μείνουν οι κάμερες μακριά από τις επισκέψεις του Ράιχενμπαχ ή της τρόικας στα υπουργεία (θυμόμαστε όλοι πως τα τηλεοπτικά πλάνα ήταν πάντοτε από το δρόμο και πάντοτε χωρίς τους υπουργούς), αυτή τη φορά κλήθηκαν οι κάμερες και οι υπουργοί στήθηκαν δίπλα στον Ράιχενμπαχ για να κάνουν κοινές δηλώσεις. Τι είπε ο πολύπειρος γερμανός; Οτι τα πράγματα είναι δύσκολα, ότι έχει χαθεί χρόνος, ότι μπορεί να υπάρξει αποτυχία ακόμα και αν γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Σε αντίθεση με τον μειλίχιο και πολιτικά προσεκτικό Ράιχενμπαχ, ο περιβόητος Γιοργκ Ασμουσεν, «παιδί» της Μέρκελ και του Σόιμπλε, από τα ηγετικά στελέχη της ΕΚΤ, όπου τον τοποθέτησαν οι μέντορές του, υπήρξε τραχύς και αγενής. Καλεσμένος στην Ελλάδα για να συμμετάσχει στο συνέδριο του Economist, δεν έχασε την ευκαιρία να δώσει συνεντεύξεις και να απευθύνει προειδοποιήσεις με τον αέρα του επικυρίαρχου που επισκέφτηκε μια αποικία: «Στη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων –και είχαμε δύο– οι μεταρρυθμίσεις “σκάλωσαν” λίγο και το πρόγραμμα εκτροχιάστηκε. Θα αναλύσουμε την κατάσταση όταν επιστρέψει στην Αθήνα η τρόικα. Αυτό που πρέπει τώρα να γίνει, είναι να επανέλθει το πρόγραμμα στον δρόμο του. Τα κύρια ζητήματα είναι η ανάγκη να καλύψουμε τα σχετικά μεγάλα δημοσιονομικά κενά για το 2013 και το 2014, και να εφαρμοστεί η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας όπως έχει συμφωνηθεί (…) Ημασταν πάντα και είμαστε ανοιχτοί να συζητήσουμε στοιχεία του προγράμματος με τρόπο που να μην αλλάζουν οι κύριοι στόχοι. Εάν πει ότι θέλει να αλλάξει το μείγμα των μέτρων ενίσχυσης των εσόδων, αυτό είναι κάτι που σίγουρα μπορεί να συζητηθεί, αλλά σε σχέση με τα αποτελέσματα και τους στόχους, που είναι το κλειδί του προγράμματος για να καταστεί η Ελλάδα περισσότερο ανταγωνιστική και να φθάσει σε βιώσιμο χρέος, δεν βλέπω περιθώρια για αλλαγές (…) Εάν οι δημοσιονομικοί στόχοι μετακινηθούν για ένα ή δύο χρόνια, αυτό θα καταστήσει αμέσως απαραίτητη επιπρόσθετη εξωτερική χρηματοδότηση από τις χώρες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ».
Επί της ουσίας, Ράιχενμπαχ και Ασμουσεν έκαναν την ίδια δουλειά. Δούλεψαν όπως ο «καλός» και ο «κακός» ασφαλίτης που μοιράζουν ρόλους για να «σπάσουν» τον ανακρινόμενο. Στόχος τους δεν ήταν να «σπάσουν» τη συγκυβέρνηση, αλλά να διαμορφώσουν την ατζέντα και να «ρίξουν» τις προσδοκίες που προεκλογικά καλλιεργήθηκαν στον ελληνικό λαό με τα περί «αναδιαπραγμάτευσης» και τις άλλες παπαριές. Και αυτοί, όπως και η Λαγκάρντ, ανέλαβαν να δημιουργήσουν το άλλοθι για τη συγκυβέρνηση: «Μας πιέζουν τόσο πολύ που πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, γιατί κάποιοι μας θέλουν εκτός ευρώ». Γι’ αυτό και οι υπουργοί της συγκυβέρνησης καλούσαν τις κάμερες σε κάθε υπουργείο που επισκεπτόταν ο Ράιχενμπαχ.
Η ατζέντα διαμορφώθηκε, λοιπόν, και επικυρώθηκε στη σύσκεψη που είχε η τρόικα εσωτερικού με τους συνεργάτες της στο σπίτι του Σαμαρά, το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας. Αποδείχτηκε ότι η επιστολή Σαμαρά με γραμματοκομιστή τον Παπούλια δεν ήταν προσωπική του πρωτοβουλία, αλλά γράφτηκε κατόπιν συνεννόησης με τους άλλους δύο εταίρους της συγκυβέρνησης. Γι’ αυτό και επισήμως δεν ακούστηκε καμιά διαμαρτυρία (εκτός από κάποιες γκρίνιες στελεχών της ΔΗΜΑΡ, που παίζουν το προσωπικό τους παιχνίδι). Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διέψευσε, επίσης, τις φήμες περί δήθεν διαφωνιών ανάμεσα σε Σαμαρά, Βενιζέλο και Κουβέλη. «Ηταν μια πραγματικά γόνιμη συζήτηση, υπό την έννοια ότι ο ένας συμπλήρωνε τον προβληματισμό ή την επιχειρηματολογία του άλλου. Ηταν μια κοινή προσπάθεια να βρεθούν οι καλύτερες λύσεις για να παρουσιαστεί η Ελλάδα, σε αυτό το κρίσιμο διάστημα με τον καλύτερο τρόπο. Εντυπωσιάστηκα από το πνεύμα συνεργασίας και από την κοινή προσπάθεια να έχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα», έλεγε ο Κεδίκογλου, περιερχόμενος ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς (τουλάχιστον τέσσερις συνεντεύξεις έδωσε την Τρίτη και έλεγε σε όλες τα ίδια πράγματα).
Ο Κεδίκογλου φρόντισε να διαρρεύσει off the record και την τακτική στην οποία κατέληξε η τρόικα εσωτερικού για τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα εξωτερικού, το οποίο συμπυκνώνεται στα εξής: πρώτα θα επιδείξουμε έργο και μετά θα διατυπώσουμε αιτήματα, για να μην τινάξουμε τη διαπραγμάτευση στον αέρα και σκληρύνει τη στάση της η τρόικα. Στις συνεντεύξεις του ο Κεδίκογλου επαναλάμβανε συνεχώς ότι η επίσκεψη της τρόικας είναι Fact-Finding Mission (ελληνικά θα λέγαμε «αποστολή αποτύπωσης της κατάστασης»). Θα γίνει συνεργασία, θα τους παρασχεθούν αδιαμφισβήτητα στοιχεία και μαζί οι πρώτες σκέψεις της κυβέρνησης για αλλαγές, που δε θα μπορούν να τις αρνηθούν, όταν επιστρέψουν για να κάνουν την τελική διαπραγμάτευση. Το κύριο σ’ αυτή τη φάση είναι «να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών».
Βέβαια, επειδή οι κωλοτούμπες είναι πολλές, έπρεπε να διατυπωθούν και οι «κόκκινες γραμμές». Σε επίπεδο προπαγάνδας, φυσικά. Ο Κουβέλης την είχε ανάγκη και, αν και δημόσια δεν έγινε καμιά δήλωση από τον ίδιο ή τη ΔΗΜΑΡ, διέρρευσε πως ήταν αυτός που επέμεινε να μπει στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης το «όχι νέοι φόροι, όχι νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων, όχι απολύσεις στο δημόσιο». Τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης δεν τις γνωρίζουμε όταν κλείνουμε την ύλη της «Κ», όμως είτε το πει αυτό ο Σαμαράς είτε όχι, το ίδιο κάνει. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει για «κόκκινες γραμμές» στο παρελθόν; Προσέξτε πόσο ωραία ντριπλάρει ο Κεδίκογλου, όταν του τίθεται σχετικό ερώτημα («Κοινωνία ώρα Mega, 3.7. 12): «Κοιτάξτε, κάνουμε κάθε προσπάθεια για να μην υπάρξουν άλλες θυσίες. Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να σας επαναλάβω –νομίζω ότι το έχουμε ξαναπεί σε εκπομπή σας– ότι η προγραμματική συμφωνία των τριών έχει ορίζοντα τετραετίας και φυσικά, αυτό θα καταγραφεί στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Ομως, επειδή παράλληλα είμαστε σε μια διαβούλευση με τους ευρωπαίους εταίρους μας για να αλλάξουμε τη “συνταγή”, την ακολουθούμενη πολιτική, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι, τους οποίους θέλουμε και εμείς να πετύχουμε, καλό θα είναι να δείχνουμε την καλή μας πίστη και αυτό θα γίνει, πιστεύω, και στις πρώτες διαβουλεύσεις με την τρόικα». Και στον Alpha Radio, την ίδια μέρα: «Εδώ θέλω να σας επισημάνω το εξής: Οτι η συμφωνία των τριών έχει ορίζοντα τετραετίας, όπως και οι προγραμματικές δηλώσεις. Αυτό όμως που θα πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι δεν θα φέρουμε αμέσως όλα τα ζητήματα προς διαβούλευση με τους εταίρους μας. Θα είναι μια διαρκής διαβούλευση, σε εξέλιξη και σε συνάρτηση με την πορεία της ελληνικής οικονομίας». Κι όταν ο δημοσιογράφος συμπεραίνει «άρα δεν θα τους πείτε αμέσως ότι εμείς δεν προτιθέμεθα να κάνουμε απολύσεις στο Δημόσιο», ο Κεδίκογλου υπερθεματίζει: «Οχι, πρώτα απ΄ όλα αυτό που είναι ώριμο, γιατί όπως σας είπα το κάθε ζήτημα θα το φέρουμε όταν θα είναι ώριμο προς διαβούλευση. Αυτή τη στιγμή ώριμο ζήτημα προς διαβούλευση είναι για παράδειγμα το θέμα της επιμήκυνσης, γιατί ήδη έχουμε και Ευρωπαίους που επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της επιλογής. Λοιπόν, στην πορεία μπορούμε σταδιακά να βάζουμε στόχους δείχνοντας ότι παράλληλα η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας είναι σε σωστή κατεύθυνση».
Η συγκυβέρνηση δεν έχει βάλει μπροστά κάποια επιχείρηση κατευνασμού της τρόικας, όπως γράφεται στον αστικό Τύπο, αλλά μια επιχείρηση κατευνασμού του ελληνικού λαού, μέσω της απάτης των «κόκκινων γραμμών».