Αύριο συμπληρώνεται ένας χρόνος από την εν ψυχρώ δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου από το μπάτσο Κορκονέα, που απετέλεσε το έναυσμα για το ξέσπασμα μιας πρωτοφανούς στα χρόνια της μεταπολίτευσης νεολαιίστικης εξέγερσης, που συγκλόνισε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Οπως και άλλα σημαντικά γεγονότα, έτσι και ο νεολαιίστικος Δεκέμβρης κινδυνεύει από την αρρώστια της μουσειοποίησης. Μια αρρώστια που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους και από διάφορες κατευθύνσεις. Είτε με την αφυδάτωσή της και την ενσωμάτωσή της στην κυρίαρχη ιδεολογία (όπως έχει γίνει με την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973), είτε με την εξιδανίκευση, την απόσπαση και τη φετιχοποίηση πλευρών της, που τροφοδοτούν μια αβανγκαρντίστικη δράση, η οποία αντλεί στοιχεία από το φαντασιακό και όχι από την πραγματικότητα και τις ορίζουσές της.
Τα ιστορικά γεγονότα δεν επαναλαμβάνονται σαν τις ετήσιες γιορτές. Τα ιστορικά γεγονότα είναι πηγές άντλησης πείρας και διδαγμάτων. Νοηματοδοτούν και διδάσκουν. Κάθε προσπάθεια αντιγραφής ή αναπαράστασής τους οδηγεί σε τραγωδία ή σε φάρσα. Ενα χρόνο μετά το Δεκέμβρη, λοιπόν, αντιμέτωποι με την αστική εξουσία που προσπαθεί να σπείρει προκαταβολικά τον τρόμο για να ακυρώσει κάθε μαχητική εκδήλωση της νεολαίας και του λαού, ας προσπαθήσουμε να αντλήσουμε διδάγματα από τις «άγριες» μέρες και νύχτες του. Γιατί περισσεύει και πάλι η καπηλεία. Οταν βγαίνει ο Χρυσοχοΐδης και δηλώνει ότι «η 6η Δεκεμβρίου είναι μια ευκαιρία για αναστοχασμό για τη νέα γενιά και τις διεκδικήσεις της. Είναι μια ευκαιρία να προτάξουμε την κουλτούρα του διαλόγου αντί για την κουλτούρα της βίας», μπορούμε να φανταστούμε τι θα κάνουν όλοι οι άλλοι και ειδικά εκείνοι που διατηρούν ακόμη μια «έξωθεν καλή μαρτυρία».
Ο σκληρός πυρήνας
Ο Δεκέμβρης υπήρξε μια γνήσια λαϊκή εξέγερση, στην οποία πήραν μέρος ευρύτατα νεολαιίστικα στρώματα. Επρεπε κανείς να είναι τυφλός ή «στημένος» (όπως η ηγεσία του Περισσού, για παράδειγμα) για να μην εκτιμήσει ότι αυτό που εκτυλισσόταν στην Ελλάδα από τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή, 6 προς 7 Δεκέμβρη 2008, ήταν μια γνήσια εξέγερση της νεολαίας. Μια εξέγερση που όμοιά της δεν έχουμε ξαναγνωρίσει από την πτώση της χούντας και μετά.
Τα χαρακτηριστικά που έκαναν αυτή την εξέγερση να ξεχωρίζει ήταν η μαζικότητα, η εκρηκτικότητα και το άπλωμά της σε όλη τη χώρα. Μα πάνω απ’ όλα ήταν η νεολαιίστικη αντιβία, που πήρε πρωτοφανή έκταση, που απετέλεσε τον σκληρό πυρήνα της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι η εξέγερση αυτή έγινε πρώτη είδηση σε όλα τα ξένα ΜΜΕ, ενώ σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία) εκφράζονταν φόβοι για φαινόμενο ντόμινο.
Η εν ψυχρώ δολοφονία του 15χρονου Αλέξη λειτούργησε σαν πυροκροτητής που προκάλεσε την έκρηξη σε μια εύφλεκτη ύλη που είχε μαζευτεί από καιρό. Ακόμη και αστοί αναλυτές το σημείωσαν. Αυτοί που ξέρουν πως τα αστυνομικά μέτρα δεν αρκούν και πως το μόνο που καταφέρνουν είναι απλά να ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Αυτοί που εισηγούνταν ένα πλέγμα ρεφορμιστικών μέτρων που να μπορέσουν να ενσωματώσουν στη λογική του συστήματος ένα κομμάτι της «μετέωρης» νεολαίας.
Τι είναι αυτό που είχε συσσωρευτεί και παραμένει συσσωρευμένο πάνω στη νεολαία; Είναι η φυσική βία της εξουσίας, αλλά και η «συμβολική βία» που απορρέει από τον οικονομικό καταναγκασμό, που ξεπηδά από κάθε πόρο του συστήματος. Το σύστημα σκοτώνει όνειρα και ελπίδες, καταδικάζει σε ανέχεια, σε ανεργία, σε απελπισία. Το εκπαιδευτικό σύστημα καταπιέζει, αποβλακώνει, μετατρέπει ανθρώπους σε ρομποτάκια στο όνομα της αναζήτησης μιας ελπίδας σε μελλοντική καριέρα. Την ίδια στιγμή, όμως, οι νέοι που σκοτώνονται για να βρουν μια θέση στο πανεπιστήμιο, βλέπουν δίπλα τους, στη γειτονιά τους, στις κοινωνικές συναναστροφές τους, νέους λίγο μεγαλύτερης ηλικίας, με πτυχία και μεταπτυχιακά και ξένες γλώσσες να «λιώνουν» από την ανεργία και να καταφεύγουν σε δουλειές του ποδαριού. Ετσι, τα αδιέξοδα μπροστά τους γίνονται βουνό. Και βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο όλο αυτό το μίσος που εκδηλώθηκε και εκδηλώνεται ενάντια στην Αστυνομία. Δεν είναι μόνο η εν ψυχρώ δολοφονία ενός εφήβου. Είναι η καταπίεση και οι εξευτελισμοί που υφίστανται σε κάθε τους βήμα από τα ένστολα γουρούνια της εξουσίας. Και ξέρουμε καλά τι σημαίνει να εξευτελίζεις και να ταπεινώνεις έναν νέο.
Ο πυροκροτητής, λοιπόν, άναψε και η συσσωρευμένη εκρηκτική ύλη αποδέσμευσε όλη της την ενέργεια. Μια ενέργεια που φαίνεται καταστροφική, όμως είναι ταυτόχρονα δημιουργική. Γιατί όταν καταστρέφεις το παλιό, κυριολεκτικά ή συμβολικά, ανοίγεις δρόμο για την αναζήτηση του καινούργιου, ακόμα και αν δεν το έχεις βρει. Ακόμα κι αν δεν το αναζητάς. Είναι σίγουρο ότι θα το αναζητήσεις στο μέλλον.
Αυτό το κίνημα ήταν τόσο πλατύ και πολυποίκιλο που δε μπόρεσε να χωρέσει στα κοινωνιολογικά σχήματα των αστών διανοούμενων. Σε μια πρώτη ανάγνωση εμφανίστηκε σαν διαταξικό, αφού έβλεπε κανείς ακόμα και παιδιά από εύπορες συνοικίες να πολιορκούν αστυνομικά τμήματα και να πετούν νεράντζια και πέτρες. Αν, όμως, πρόσεχε κανείς τον κόσμο στις «άγριες νύχτες», δεν θα δυσκολευόταν να αναγνωρίσει τη νεολαία της φτωχολογιάς. Παιδιά από τα δυτικά προάστια, νεαροί μετανάστες, παιδιά του γηπέδου και του συνεργείου, οργανωμένα σε μικρές ομάδες που διακρίνονταν όχι για την επιχειρησιακή τους ικανότητα (όπως για παράδειγμα οι ομάδες του αναρχικού χώρου) αλλά για την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη τους, ήταν αυτά που έφεραν σε πέρας το έργο της δημιουργικής καταστροφής και της σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής.
Επίσης, ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που η λεγόμενη εξωκοινοβουλευτική αριστερά συμπορεύτηκε με τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, χωρίς τη συνήθη προβοκατορολογία και μπαχαλολογία. Η φορά των γεγονότων επέβαλε τη «θέλησή» της. Υπάρχουν, βέβαια, πολλά για να ειπωθούν, αλλά αυτά είναι για μεταγενέστερο χρόνο. Ηταν θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η μεγάλη μάζα των ανθρώπων που πήραν άμεσα μέρος ή στήριξαν αυτή την εξέγερση απαλλάχτηκε (έστω και προσωρινά) από την κριτική της βίας.
Από το βράδυ της Δευτέρας 8 Δεκέμβρη, όλη η προπαγάνδα εστιάστηκε στις καταστροφές που αποδόθηκαν στους «κουκουλοφόρους», στους «γνωστούς αγνώστους», στους «αντιεξουσιαστές». Μπορεί τα νούμερα να μην τους έβγαιναν, αυτοί όμως κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να συσπειρώσουν τους «νοικοκυραίους», να δημιουργήσουν αντικίνημα. Ούτε αυτό τους βγήκε. Γιατί ακόμα και οι «νοικοκυραίοι» ήξεραν ότι στο δρόμο βρίσκονταν τα παιδιά τους και όχι κάποιες ιδεολογικοπολιτικές ομάδες. Ετρεμαν στην ιδέα ότι κάποιος κουμπουροφόρος ένστολος θα ξαναβγάλει το πιστόλι και θα ξαναρίξει στο ψαχνό ή κάποιος Καλαμπόκας θ’ ανοίξει το κεφάλι κάποιου παιδιού. Ακόμα και το «πού είναι το κράτος να μας προστατεύσει;» ακούστηκε πολύ λίγο από στόματα «νοικοκυραίων» εν αντιθέσει με τα στόματα των λυσσασμένων Πρετεντεράκηδων και λοιπών τηλεαστέρων.
Ενα χρόνο από τότε, με την προβοκατορολογία κυρίαρχη στα αστικά ΜΜΕ και στο λόγο όχι μόνο εκείνων που από την αρχή πολέμησαν λυσσασμένα την εξέγερση (Περισσός), αλλά και εκείνων που προσπάθησαν να κερδοσκοπήσουν πολιτικά (ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ), εξακολουθούμε να έχουμε την ίδια άποψη. Δεν πρέπει να υπάρξει κανενός είδους απολογητική για τις καταστροφές που προκάλεσε η εξέγερση. Ποιοι είναι αυτοί που μιλούν για καταστροφές; Οι τραπεζίτες που καταληστεύουν τον κόσμο; Οι πολιτικοί που πλιατσικολογούν το Δημόσιο; Ποιοι είναι αυτοί που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για εργαζόμενους που έχασαν μεροκάματα; Ο Μίχαλος που πρότεινε να δουλεύουν οι εργαζόμενοι τρεις μέρες την εβδομάδα;
Τι καταστράφηκε στην Αθήνα; Σύμβολα της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας. Ιδιοκτησίες εκείνων που ρουφάνε το αίμα και τον ιδρώτα του εργαζόμενου λαού. Σύμβολα μιας ψεύτικης ευημερίας. Καταστράφηκαν και μικρομάγαζα, μας λένε. Ελάχιστα ήταν αυτά στην Αθήνα, καθόλου στην επαρχία. Σε μια αυθόρμητη εξέγερση δε μπαίνουν όρια. Οπως δε μπήκαν όρια στην εξέγερση του Λος Αντζελες το 1992, του Παρισιού το 1994, των γαλλικών προαστίων το 2005. Οπως δεν μπήκαν όρια σε όλες τις μεγάλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις της Ιστορίας, που είχαν και ακρότητες και αδικίες. Δε μετράει έτσι η Ιστορία τα επεισόδιά της. Ετσι μετράνε την ταξική πάλη εκείνοι που τη θέλουν είτε ανύπαρκτη είτε καναλιζαρισμένη από την αστική νομιμότητα. Και στο τέλος-τέλος, η κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη γι’ αυτό το κίνημα, η κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για τις καταστροφές, αυτή ας τα «εύρισκε» με τους ιδιοκτήτες.
Πάλι σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτή η νεολαιίστικη εξέγερση φαινόταν να μην είχε στόχους. Φαινόταν σαν ένα τυφλό ξέσπασμα οργής ενάντια σ’ αυτά που πνίγουν μεγάλα τμήματα της νεολαίας. Αν ξύσουμε λίγο την επιφάνεια, όμως, θα ανακαλύψουμε πολ- λούς στόχους, που όπως συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιας έκτασης αυθόρμητα κινήματα δεν μπορούν να διατυπωθούν, γιατί τα κινήματα αυτά δεν είναι πολιτικά συγκροτημένα.
Στόχοι υπήρχαν σε όλα τα νεολαιίστικα κομμάτια που πήραν μέρος στην εξέγερση και δεν χρειαζόταν να διατυπωθούν ρητά για να τους διακρίνει κανείς πίσω από τις φωτιές των οδοφραγμάτων και τους καπνούς των χημικών της Αστυνομίας. Το συγκεκριμένο κίνημα δεν μπόρεσε να επεξεργαστεί ένα διεκδικητικό πρόγραμμα και ένα σχέδιο δράσης, ενώ δεν υπήρχε συγκροτημένη πολιτική δύναμη που να έχει την εμπιστοσύνη του. Σ’ αυτές τις συνθήκες, καθήκον κάθε επαναστάτη, κάθε επαναστατικής συλλογικότητας ήταν η συμμετοχή στην εξέγερση, η «συγχώνευση» με τα κύματα της νεολαιίστικης οργής, η συνεισφορά στην οργάνωση του αγώνα στο δρόμο. Με σεβασμό στις επιλογές των εξεγερμένων. Με σεβασμό ακόμα και στα λάθη τους, γιατί μόνο μέσα από τα λάθη τους μαθαίνουν τα κινήματα.
Δε μπορούμε, όμως, να μη σημειώσουμε το μεγάλο κενό αυτού του κινήματος, που ήταν η απουσία συγχώνευσής του με την εργατική τάξη, η οποία –εκτός από ένα κομμάτι της εργατικής νεολαίας– παρέμεινε αμέτοχη. Σε όλες τις εποχές η νεολαία δημιουργεί εκρηκτικά κινήματα. Οταν, όμως, η νεολαία ενώνεται με την εργατική τάξη, τότε το μίγμα γίνεται ακαταμάχητο. Αυτό υπήρξε το μεγάλο ζητούμενο του Δεκέμβρη, αυτό εξακολουθεί να είναι το μεγάλο ζητούμενο και σήμερα. Να βγει η εργατική τάξη στο προσκήνιο. Να αναδείξει τις δικές της διεκδικήσεις, στις συνθήκες μάλιστα των καταστροφικών πληγμάτων που της επιφέρει η κρίση.
Ας μην ξεπέφτουμε, όμως, στις γνωστές ευκολίες, οικτίροντας και ελεεινολογώντας την εργατική τάξη. Ας μην παραβλέπουμε τις μεγάλες δυσκολίες των εργαζόμενων, την ανεργία, την υπερχρέωση, το πούλημα από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, την άγρια εργοδοτική τρομοκρατία. Οι εξεγέρσεις δεν γίνονται κατά παραγγελία, αλλά τότε που ωριμάζουν όλες οι συνθήκες.