Για «αγορά χρόνου», γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο, αναφερόμενοι στο κοινό ανακοινωθέν που βγήκε μετά τη συνάντηση Παπαδόπουλου – Ανάν στο Παρίσι. Για «ελεγχόμενη κινητικότητα» μιλά ο αστικός Τύπος, επιβεβαιώνοντας με τα ρεπορτάζ και τις αναλύσεις του την εκτίμησή μας αυτή.
Πράγματι, φαίνεται καθαρά πλέον, ότι και η τουρκική και η ελληνική πλευρά δεν επιθυμούν σ’ αυτή τη φάση καμιά συγκεκριμένη πρόοδο, αλλά ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διατήρηση του status quo. Ενός status quo που επιτυγχάνεται μέσω διαρκών συμβιβασμών, κυρίως στο επίπεδο της ΕΕ. Περιττεύει, βέβαια, να πούμε ότι σ’ αυτή την περίπτωση το status quo βολεύει περισσότερο εκείνον που κρατά κεκτημένα τα οποία κέρδισε με πόλεμο, δηλαδή την Τουρκία.
Και οι δυο πλευρές έσπευσαν να εκφράσουν την ικανοποίησή τους για το αποτέλεσμα της συνάντησης Παπαδόπουλου – Ανάν, φροντίζοντας να αναδείξουν εκείνα τα σημεία που βολεύουν περισσότερο τις θέσεις τους. Ετσι, η ελληνοκυπριακή πλευρά αναδεικνύει κυρίως το ότι δεν γίνεται αναφορά στο σχέδιο Ανάν ως βάση επίλυσης του Κυπριακού, ενώ η τουρκική πλευρά αναδεικνύει τα σημεία που θεωρούν ως χώρο επίλυσης του Κυπριακού τον ΟΗΕ (και όχι την ΕΕ).
Η ελληνοκυπριακή πλευρά, από την άλλη, μέσω κατευθυνόμενων δημοσιευμάτων, προσπάθησε να καλλιεργήσει κλίμα νίκης για τη ρύθμιση που επιτεύχθηκε στο πλαίσιο της ΕΕ για την οικονομική ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων. Ομως, αν συγκρίνει κανείς το περιεχόμενο αυτής της πρόσφατης ρύθμισης με τα αιτήματα που προέβαλε στην ΕΕ η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση πριν από ένα μόλις χρόνο, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι και απ’ αυτή την εξέλιξη κερδισμένες είναι οι τουρκοκυπριακές θέσεις. Τότε η Λευκωσία απαιτούσε να μην ενεργοποιηθεί ο κανονισμός για το απευθείας εμπόριο από τα κατεχόμενα και ταυτόχρονα να έχει αυτή την ευθύνη της διανομής της οικονομικής βοήθειας στον κυπριακό βορρά, ως μόνη νόμιμη κυβέρνηση στο νησί και μέλος της ΕΕ. Ενα χρόνο μετά αναγκάστηκε να κάνει έναν οδυνηρό συμβιβασμό. Πρώτο, δέχεται να υπάρξει συζήτηση επί του κανονισμού για το εμπόριο, αλλά η απόφαση να ληφθεί με ομοφωνία και όχι με πλειοψηφία (συζητά, δηλαδή, αυτό που δεν συζητούσε) και δεύτερο δέχτηκε η διανομή της βοήθειας να γίνει από το εμπορικό επιμελητήριο της τουρκοκυπριακής κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, το τουρκοκυπριακό (μη αναγνωρισμένο) κράτος θα έχει απευθείας δοσοληψίες με τις υπηρεσίες της Κομισιόν και όχι μέσω της κυβέρνησης της Λευκωσίας.
Αυτό είναι ένα ακόμα βήμα προς την «ταϊβανοποίηση» του κυπριακού βορρά. Δηλαδή, την αντιμετώπισή του ως οιονεί κράτος, όπως εδώ και μισό αιώνα γίνεται με την Ταϊβάν, η οποία δεν είναι μέλος του ΟΗΕ (δεν έχει δηλαδή status αναγνωρισμένου κράτους), λειτουργεί όμως ως κράτος και έχει εμπορικές και πολιτικές δοσοληψίες με το σύνολο σχεδόν των κρατών-μελών του ΟΗΕ.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως σιωπηρά εγκρίθηκε η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, χωρίς αυτή να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Και η κυπριακή και η ελληνική κυβέρνηση κατάπιαν αμάσητη αυτή την εξέλιξη. Και για μεν την ελληνική κυβέρνηση δεν υπήρχε αμφιβολία. Εχει από καιρό (από την εποχή Σημίτη ακόμη) τραβήξει την ουρά της από το Κυπριακό. Η Λευκωσία, όμως, που κομπορρημονούσε ότι στρίμωξε την Τουρκία, γιατί έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια; Απλούστατα, γιατί δεν την παίρνει. Ο Παπαδόπουλος «αγόρασε πολιτικό χρόνο», κάνοντας νέες υποχωρήσεις. Ετσι γίνεται το παιχίδι στο πλαίσιο της ΕΕ. Δεν θα έχει μεν τη μεγάλη πίεση (για πόσο άραγε;) να ξανακαθήσει στο τραπέζι με τον Ταλάτ, επί τη βάσει του σχεδίου Ανάν, όμως δεν θα μπλοκάρει και τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας. Αυτές είναι υπόθεση των «μεγάλων» της ΕΕ, που ουδόλως τους αφορά το Κυπριακό.