Μια θαυμαστή συναίνεση διαπερνά το πολιτικό σκηνικό τις τελευταίες μέρες, σε ζητήματα που άλλες εποχές έδιναν λαβή για να εκτοξευθούν εκατέρωθεν κατηγορίες για «μειοδότες» και «υπερπατριώτες». ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ετοιμάζουν χέρι-χέρι το δρόμο προς τη Χάγη (χωρίς να έχουν και καμιά βεβαιότητα, ότι κάποια στιγμή θα φτάσουν εκεί), ενώ οι αντίπαλοι της «νέας στρατηγικής» λουφάζουν ή αναγκάζονται να λουφάξουν, αφού οι «βαρόνοι των μίντια», που μοιράζουν το παιχνίδι, έχουν τοποθετηθεί ξεκάθαρα υπέρ της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και της εγκατάλειψης της σκληρής εθνικιστικής γραμμής.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα ακολούθησαν μετά τη συνάντηση Καραμανλή-Παπανδρέου την περασμένη Πέμπτη (τη ζήτησε ο Γιωργάκης). Η κυβέρνηση απέφυγε οποιαδήποτε κριτική αναφορά στα όσα είπε ο Γιωργάκης. Απέφυγε ακόμα και να του τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια στην (υποτιθέμενη νέα) πρόταση για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων πριν την υπογραφή ελληνοτουρκικού συνυποσχετικού για παραπομπή στη Χάγη. Γιατί όποιος γνωρίζει λίγο από διεθνές δίκαιο γνωρίζει πως αυτό που ο Γιωργάκης εμφάνισε ως νέα πρόταση δεν είναι παρά το αυτονόητο. Αν ποτέ υπάρξει συνυποσχετικό για παραπομπή στη Χάγη, θα έχει προηγηθεί ελληνοτουρκικός διάλογος για τα χωρικά ύδατα. Δε μπορείς να ζητήσεις από ένα διεθνές δικαστήριο να σου ορίσει την υφαλοκρηπίδα, αν προηγουμένως δεν είναι σαφής η Αιγιαλίτιδα ζώνη. Ούτε μπορεί να υπάρξει διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ελλάδα να θεωρεί πως έχει δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια και την Τουρκία νε εξακολουθεί να θεωρεί μια τέτοια κίνηση casus belli. Η κυβέρνηση, όμως, άφησε το Γιωργάκη να κάνει το κομμάτι του, πρώτο γιατί επιδίωξή της αυτή τη στιγμή είναι η συναίνεση στα «εθνικά» και δεύτερο γιατί κατανοεί την ανάγκη του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ να «μαζέψει» τους «ελληναράδες» στο εσωτερικό του κόμματός του.
Ενδιαφέρον έχει και η αναζωπύρωση της φιλολογίας σχετικά με το πού είχαν φτάσει οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις λίγο πριν τις εκλογές του 2004. Ο Σημίτης στο βιβλίο του γράφει ότι είχαν φτάσει σε συμφωνία και ήταν ζήτημα λίγου χρόνου η υπογραφή συνυποσχετικού. Η κυβέρνηση απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τους φακέλους που παρέλαβε όταν ανέλαβε την εξουσία, δεν απέκλεισε όμως η προσέγγιση να έγινε μέσα από παράλληλη διαπραγμάτευση.
Μυστική διπλωματία, δηλαδή, που είναι το πιο συνηθισμένο σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Λέγεται ακόμη ότι η συμφωνία πρόβλεπε και μια «δαντελωτή» ρύθμιση των θαλάσσιων συνόρων (αλλού 6, αλλού 8 και αλλού 10 μίλια) και ευθυγράμμιση και του εναέριου χώρου μ’ αυτά (σήμερα έχουμε θαλάσσια σύνορα στα 6 μίλια και εναέριο χώρο στα 10).
Η υπόθεση έχει δρόμο ακόμη. Αν αξίζει να τονιστεί κάτι αυτή τη στιγμή, αυτό είναι η απαίτηση της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας να αποφευχθεί σ’ αυτή τη φάση κάθε ένταση με την Τουρκία. Η ελληνική κεφαλαιοκρατία κάνει μπίζνες επιθετικής μορφής όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στην ίδια την Τουρκία, γι’ αυτό και απαιτεί ένα κλίμα ηρεμίας, με αποφυγή κάθε διακρατικής έντασης.