Σχολιάστηκε κατά κόρον η απάντηση που έδωσε ο νέος ηγέτης των γερμανών σοσιαλδημοκρατών, Μάρτιν Σουλτς, απαντώντας σε ερώτηση έλληνα ανταποκριτή στο Βερολίνο. Και σχολιάστηκε, γιατί η πλήρης ευθυγράμμιση του σοσιαλδημοκράτη υποψήφιου καγκελάριου με την πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης στο «ελληνικό ζήτημα» θρυμμάτισε το παραμύθι που κατασκεύασε η προπαγάνδα του Μαξίμου. Ενα παραμύθι που μιλά γενικά για «κακούς» συντηρητικούς και «καλούς» σοσιαλδημοκράτες και ειδικά για τη Γερμανία μιλούσε για έντονη παρέμβαση του αντικαγκελάριου Γκάμπριελ προς την Μέρκελ, από την οποία ζήτησε να… μαζέψει τον Σόιμπλε.
Το παραμύθι «φώναζε» από μακριά ότι είναι τέτοιο. Σκεφθείτε τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, έξι μήνες πριν από τις γερμανικές εκλογές, να προκαλούν κρίση στη γερμανική συγκυβέρνηση, ζητώντας… ευνοϊκή στάση προς την ελληνική κυβέρνηση. Θα ήταν σαν να αυτοκτονούν πολιτικά, δεδομένου ότι στο ποτισμένο με την ιμπεριαλιστική λογική γερμανικό εκλογικό σώμα ο διαγωνισμός των κομμάτων γίνεται με βάση ποιος θα δείξει μεγαλύτερη σκληρότητα έναντι των «τεμπέληδων του Νότου» και έναντι των μεταναστών. Τα κόμματα της συγκυβέρνησης, χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες, προσπαθούν κυρίως ν' αντιμετωπίσουν την πίεση από την ακροδεξιά AfD, υιοθετώντας την ατζέντα της. Επομένως, εξ ορισμού δεν υπήρχε περίπτωση ο Σουλτς να κρατήσει διαφορετική στάση.
Οταν, λοιπόν, ρωτήθηκε σχετικά ο Σουλτς, στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στους ξένους ανταποκριτές, απάντησε πως δεν πρόκειται για πολιτική της CDU ή του SPD, αλλά για πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης, «που είναι δεσμευτική για όλα τα μέλη αυτής της κυβέρνησης». Σε ό,τι δε αφορά τον Σόιμπλε και τη συμπεριφορά του, δεν άφησε την παραμικρή αιχμή. «Αξιολογώ τη στάση του υπουργού Οικονομικών στο πλαίσιο της συμφωνίας που επετεύχθη», είπε αναφερόμενος στη συμφωνία της Μάλτας για την Ελλάδα, την οποία χαρακτήρισε «συμφωνία της λογικής». Αιχμές είχε μόνο για την ελληνική κυβέρνηση. Οπως εξήγησε, «αναζητήσαμε και βρήκαμε από κοινού τη λύση στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση για τη συζήτηση των τελευταίων ημερών» και για να γίνει εφικτή η εκταμίευση «πρέπει όλοι να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα». Αυτό το τελευταίο «πηγαίνει» στη συγκυβέρνηση των Τσιπροκαμμένων, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό.
Τα δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο (για διαρροές του Μαξίμου επρόκειτο), σύμφωνα με τα οποία ο Γκάμπριελ παρενέβη στη Μέρκελ, απειλώντας ακόμα και με πρόκληση πρόωρων εκλογών αν δεν «μαζέψει» τον Σόιμπλε, ο Σουλτς τα αντιπαρήλθε με μάλλον περιφρονητικό τρόπο. «Για φημολογίες που υπάρχουν σε ελληνικά Μέσα δε θα τοποθετηθώ, αρκετή φημολογία υπάρχει στα γερμανικά Μέσα» είπε.
«Καλώς όρισε στο κλαμπ. Στο τέλος θα ψηφίσει CDU», δήλωσε ο Σόιμπλε με το γνωστό σαρδόνιο χαμόγελό του, όταν τον ρώτησαν για τις δηλώσεις του Σουλτς. Η βολή προοριζόταν για το εσωτερικό της Γερμανίας, όπου ο Σουλτς -μετά την ορμητική είσοδό του στην κεντρική πολιτική σκηνή- έρχεται σιγά-σιγά στα ίσια του, όμως τα σκάγια πήραν τους Τσιπραίους και τη θεωρία τους για τις… προοδευτικές συμμαχίες που θ' αλλάξουν τον χαρακτήρα της ΕΕ.
Η μπίλια έχει κάτσει εδώ και καιρό στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι. Πριν ανέβει στην εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ προωθούσε το σύνθημα «αλλάζουμε την Ευρώπη». Η «αλλαγή» θα γινόταν όχι απλώς ερήμην, αλλά σε σύγκρουση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η οποία τοποθετούνταν στον ίδιο παρονομαστή με τη χριστιανοδημοκρατία και τις άλλες συντηρητικές δυνάμεις. Ηταν η περίοδος του «Ολαντρέου», το οποίο -αν δεν το θυμόσαστε- εκφωνήθηκε στη διάρκεια συνάντησης του Τσίπρα με τον Μελανσόν, ο οποίος σήμερα δείχνει τον Τσίπρα σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Οι σύμμαχοι που θα «άλλαζαν την Ευρώπη» ήταν η περιβόητη «Αριστερά». Ο Μελανσόν στη Γαλλία, η Linke στη Γερμανία, η «Αλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα» στην Ιταλία, το Αριστερό Μπλόκο στην Πορτογαλία, οι Podemos στην Ισπανία.
Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση παρέα με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, δε χρειάστηκε πολύ καιρό για ν' αλλάξει το ιδεολόγημα. Η «Αριστερά» άρχισε να φεύγει από την πρώτη γραμμή της προπαγάνδας και τη θέση της να παίρνουν οι «προοδευτικές δυνάμεις», στις οποίες φυσικά κυριαρχεί η σοσιαλδημοκρατία. Γιατί με εξαίρεση την Πορτογαλία, όπου σχηματίστηκε μια τριμερής κυβέρνηση Σοσιαλιστών, Μπλόκου και «Κ»Κ, με σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό, δεν υπήρξε άλλη μη δεξιά κυβέρνηση που να μην είναι σοσιαλδημοκρατική. Ο Τσίπρας είχε ανάγκη από ιμπεριαλιστές «συμμάχους» και τους βρήκε στα πρόσωπα του Ολάντ και του Ρέντσι, οι οποίοι από τη μια χρησιμοποιούσαν το «ελληνικό ζήτημα» στα παζάρια τους με τη Γερμανία και από την άλλη χρησιμοποιούσαν τη «συμμαχία» τους με τον Τσίπρα ως προπαγανδιστικό χαρτί στο εσωτερικό των χωρών τους. Γιατί ο Τσίπρας μπορεί να φθάρηκε και να ξεφτιλίστηκε στην Ελλάδα, όμως στην υπόλοιπη Ευρώπη εξακολουθεί να έχει την εικόνα του «ριζοσπάστη» που προσπάθησε να συγκρουστεί με την Μέρκελ και με το «κατεστημένο των Βρυξελλών».
Από την «προοδευτική συμμαχία» έμενε έξω μόνο η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, η οποία συγκυβερνούσε με τη χριστιανοδημοκρατία. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να συμπεριλάβει στην προπαγάνδα του ένα κόμμα που συγκυβερνούσε με τους Μέρκελ και Σόιμπλε και ψήφιζε με τη χριστιανοδημοκρατία και στην κυβέρνηση και στη Βουλή, ούτε η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ήθελε τέτοια παιχνίδια, που ενδεχομένως θα θόλωναν την εικόνα της ισχυρής γερμανικής κυβέρνησης στην οποία συμμετέχει. Τα πράγματα φάνηκαν ν' αλλάζουν μόλις η Γερμανία μπήκε -ανεπίσημα έστω- στην προεκλογική περίοδο και η σοσιαλδημοκρατία απέκτησε νέο ηγέτη (τον Σουλτς), που χάραξε μια προεκλογική στρατηγική «αριστερού κυβερνητικού μετώπου» (με τη Linke και τους Πράσινους). Οι συριζαίοι αισθάνθηκαν ότι έφτασε η ώρα για να συμπεριλάβουν και τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία στο «μέτωπο των προοδευτικών δυνάμεων».
Μέχρι που ήρθε ο Σουλτς και τους έβαλε πάγο με τις δηλώσεις πλήρους ταύτισης με τους Μέρκελ και Σόιμπλε στο χειρισμό του «ελληνικού ζητήματος». Υπάρχει ασφαλώς προεκλογική σκοπιμότητα σ' αυτές τις δηλώσεις του Σουλτς: δε θέλει να περάσει στην πορωμένη γερμανική «κοινή γνώμη» η ιδέα ότι βλέπει με την παραμικρή συμπάθεια τους «τεμπέληδες του Νότου». Ταυτόχρονα, όμως, ο Σουλτς έστειλε και ένα μήνυμα σε όλη την ΕΕ. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Γαλλία, στην Ιταλία, παντού. Το μήνυμα ήταν σαφές: η εξωτερική πολιτική της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας παραμένει εκτός προεκλογικής αντιπαράθεσης. Η Γερμανία θα εξακολουθήσει να παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη και αν οι σοσιαλδημοκράτες νικήσουν και σχηματίσουν κυβέρνηση, η εξωτερική πολιτική αυτής της κυβέρνησης δε θα καθορίζεται με ιδεολογικά κριτήρια, αλλά με βάση τα συμφέροντα του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Περιττεύει να πούμε ότι οι Τσιπραίοι έκαναν γαργάρα τις δηλώσεις Σουλτς. Ούτε ένα τόσο δα σχόλιο, πόσο μάλλον οργισμένες δηλώσεις και καταγγελίες. Οταν οι σύντροφοί τους της Linke δηλώνουν σε όλους τους τόνους έτοιμοι να συγκυβερνήσουν με τους σοσιαλδημοκράτες, πώς να καταγγείλουν τον υποψήφιο καγκελάριο αυτής της εικονικής συμμαχίας οι Τσιπραίοι; Ασε που μια τέτοια καταγγελία θα χαλούσε το αφήγημα (το παραμύθι δηλαδή) της «συμμαχίας των προοδευτικών δυνάμεων», που τάχα θα βάλει τέλος στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στην ΕΕ. Από την άλλη, τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσουν τις εκλογές του ερχόμενου Σεπτέμβρη έχουν οι χριστιανοδημοκράτες των Μέρκελ-Σόιμπλε. Κι αν δεν υπάρξει δυνατότητα συγκυβέρνησής τους με ένα μικρότερο κόμμα (π.χ. το FDP, που ελπίζει πως θα επανέλθει στη Μπούντεσταγκ), ώστε οι σοσιαλδημοκράτες να μείνουν στην αντιπολίτευση και να ανασυγκροτηθούν, ίσως καταστεί αναγκαίος ο σχηματισμός «μεγάλου συνασπισμού» και πάλι, οπότε ο Σουλτς θα είναι αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας ή Εξωτερικών και οι Τσιπραίοι δε θα ήθελαν με τίποτα να έχουν χαλάσει τις σχέσεις τους μ' έναν πολιτικό πυλώνα του γερμανικού ιμπεριαλισμού.