«Η ανθρώπινη ζωή είναι η υπέρτατη αξία», αναφωνούν εν χορώ όλοι οι υπερασπιστές της αστικής εξουσίας, κάθε φορά που ένας δικός τους άνθρωπος, ένας αστυνομικός διευθυντής, ένας χαφιές, ένας μπράβος που στρατολογήθηκε για να τρομοκρατεί εργάτες, μετακομίζει μόνιμα στην οδό Αναπαύσεως, όταν κάποιοι από τη δική μας πλευρά αποφασίζουν να του στερήσουν το μονοπώλιο στη βία. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν το αίμα των εργατών κυλάει από τις σφαίρες ή τα γκλομπς των μπάτσων, τότε πρόκειται περί «αλήτικων, περιθωριακών» στοιχείων που είχαν και την αποκλειστική ευθύνη για τη μοίρα τους.
Η ίδια ταξική ερμηνεία στην αφαίρεση της ζωής διαπερνά και όλη την αστική ιστοριογραφία. Τριάντα τρεις δολοφονημένοι εργάτες την Πρωτομαγιά του 1929 στο Βερολίνο από τα μυδράλια των μπάτσων είναι μια επουσιώδης λεπτομέρεια στην επισκόπηση των πολιτικών τεκταινομένων στη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ακόμη περισσότερο, αν τη διαταγή της σφαγής στους αδίστακτους δολοφόνους-μπάτσους την έδωσε ο αστυνομικός διευθυντής του Βερολίνου, σοσιαλδημοκράτης, στέλεχος του SPD, Καρλ Τσεργκίμπελ, με την πολιτική κάλυψη της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Πρωσίας, προεξάρχοντος του υπουργού Εσωτερικών της Πρωσίας, επίσης σοσιαλδημοκράτη, Αλμπερτ Γκρζενσίνσκι, και με «ιθύνοντα νου» της όλης επιχείρησης το βασικό διαπραγματευτή με το στρατό, με διαπιστευτήρια από το 1920, με τη σφαγή των σοβιέτ του Ρουρ, υπουργό Εσωτερικών του Ράιχ, επίσης σοσιαλδημοκράτη, Καρλ Σέβερινγκ.
Ολα αυτά είναι μια… ασήμαντη ιστορική λεπτομέρεια μπροστά στο «αδιανόητο», «αριστερίστικο», «έγκλημα» των κομμουνιστών του KPD, καθώς και των κομμουνιστών της Τρίτης Διεθνούς, με πρώτο και καλύτερο τον Στάλιν, να αποκαλούν έκτοτε τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες σοσιαλφασίστες. Ενα «κενό» στην ιστορική αφήγηση, με τεράστια σημασία για την κατανόηση των γεγονότων, επινοήθηκε προκειμένου να γραφτούν οι πιο επαίσχυντοι λίβελοι εις βάρος των γερμανών κομμουνιστών, της Τρίτης Διεθνούς και του μπολσεβίκικου κόμματος. Ας σταθούμε, λοιπόν, στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα.
Η ταξική πάλη στην Γερμανία άρχισε να οξύνεται μετά τα απεργιακά γεγονότα του Ρουρ. Οι κομμουνιστές άρχισαν να αποκτούν σημαντικά ερείσματα σε ανένταχτους εργάτες, να τους οργανώνουν σε ταξικά συνδικάτα, απαλλαγμένα από τη ρεφορμιστική υπονόμευση των σοσιαλδημοκρατών, και να τους κινητοποιούν ενάντια στην καπιταλιστική λαίλαπα. Στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, σε λιγότερο από ένα χρόνο απεργιακών αγώνων, τα ταξικά συνδικάτα είχαν κατορθώσει να συσπειρώσουν χιλιάδες εργάτες. Το 1931 θα έφταναν τους 60.000[1]. Παρά το κύμα των διώξεων και των διαγραφών που υφίσταντο μέσα στα ελεύθερα συνδικάτα, οι γερμανοί κομμουνιστές συγκρότησαν την Επαναστατική Συνδικαλιστική Αντιπολίτευση (RGO), δίνοντας σκληρές μάχες ενάντια στους ρεφορμιστές ηγέτες.
Η συσπείρωση των μαχητών του Κόκκινου Μετώπου (RFK), οι ομάδες προλεταριακής αυτοάμυνας που συγκροτήθηκαν το 1924 ως ενιαιoμετωπικός στρατιωτικός σχηματισμός της εργατικής τάξης, προκειμένου να αποκρούουν συντονισμένα και αποτελεσματικά τις προβοκάτσιες των μπάτσων και τις επιδρομές των φασιστών, αριθμούσαν ήδη 150.000 μέλη[2]. Επικεφαλής της οργάνωσης αυτής ήταν από την ίδρυσή της ο ίδιος ο Ερνστ Τέλμαν. Η πλειοψηφία των κόκκινων μαχητών δεν ήταν μέλη του KPD, ήταν όμως σχεδόν όλοι πρωτοπόροι εργάτες, βετεράνοι του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, μαχητές στην πρώτη γραμμή των επαναστατικών γεγονότων από το 1918 εως το 1923. Ηταν ο φόβος και ο τρόμος τόσο των μπάτσων της Βαϊμάρης όσο και των ταγμάτων εφόδου των ναζί και των μοναρχοφασιστικών ταγμάτων εφόδου «Ατσαλένια Κράνη», που ανήκαν στο μοναρχοφασιστικό Εθνικιστικό Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (DVNP).
Στις εκλογές των εργοστασιακών σωματείων του Βερολίνου οι κομμουνιστές αναδεικνύονταν σε πρώτη δύναμη. Ηταν ηλίου φαεινότερον, ότι το KPD κάλπαζε προς την πρώτη θέση ως πολιτική δύναμη στο Βερολίνο, πράγμα που θα επιβεβαιωνόταν πανηγυρικά στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930. Η ορμητική άνοδος του KPD στην εργατική τάξη έπρεπε να ανακοπεί. Γι’ αυτό οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες ανέλαβαν το ρόλο της φασιστικής τρομοκρατίας και καταστολής.
Μέσα στον Απρίλη, το ΚPD έριξε το σύνθημα για σχηματισμό απεργιακών επιτροπών στα εργοστάσια, για το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς με τη διεξαγωγή μαζικής πορείας στο κέντρο του Βερολίνου. Η απήχηση της έκκλησης των κομμουνιστών ήταν τεράστια ανάμεσα στους εργάτες και διόλου ευκαταφρόνητη ακόμη και στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες. Αυτό ήταν μια πρόκληση πρώτου μεγέθους για την αστική τάξη. Μετά από χρόνια, το KPD θα παρήλαυνε ξανά μαζικά ως νόμιμο κόμμα στην πρωτεύουσα. Αυτή τη φορά, μάλιστα, όχι ως μειοψηφία, όπως ήταν οι Σπαρτακιστές το 1918, αλλά ως πλειοψηφία. Οι κομμουνιστές έπρεπε να πάρουν ένα καλό μάθημα για το «θράσος» τους.
Οι σοσιαλδημοκράτες πέρασαν στην αντεπίθεση. Η κυβέρνηση της Πρωσίας απαγόρευσε την πραγματοποίηση οποιασδήποτε υπαίθριας συγκέντρωσης στο Βερολίνο την Πρωτομαγιά. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος και τα ΜΜΕ του Κέντρου άρχισαν να καταγγέλλουν με μπαράζ δημοσιευμάτων… πραξικόπημα (!) που ετοιμάζει ο Τέλμαν την Πρωτομαγιά, υπό τις εντολές… της Μόσχας (!!), εξομοιώνοντας την εξέγερση του 1923 στο Αμβούργο με την αναγγελθείσα πρωτομαγιάτικη πορεία!!!
Ο Τσεργκίμπελ άρχισε να «διαρρέει» στις σοσιαλδημοκρατικές φυλλάδες ότι «η Πρωτομαγιά θα είναι μέρα των νεκρών».[3] Η τρομοκρατία άρχισε να αυξάνεται κατακόρυφα. Στις 27 Απρίλη, η κεντρική απεργιακή επιτροπή που είχε συσταθεί για την πρωτομαγιά έστελνε μήνυμα στον Τσεργκίμπελ, ότι οι εργάτες δεν πτοούνται από την τρομοκρατία του και την Πρωτομαγιά θα είναι όλοι στη θέση τους, στην απεργία, στην πορεία.[3] Στις 29 Απρίλη η «Vorwaerts» (όργανο των Σοσιαλδημοκρατών) κυκλοφορούσε με τίτλο «200 νεκροί την Πρωτομαγιά;» και υπότιτλο «Τα σχέδια πραξικοπήματος των κομμουνιστών»!
Ξημέρωνε η Πρωτομαγιά του 1929. Από το πρωί άρχισαν οι προσυγκεντρώσεις των απεργών στα προάστια του Βερολίνου και γύρω από το κέντρο. Προς το μεσημέρι πάνω από 200.000 εργάτες δοκίμασαν να προσεγγίσουν την Αλεξάντερ Πλατς από διαφορετικές κατευθύνσεις. Εξω από το μέγαρο της αστυνομίας άρχισαν άγριες συγκρούσεις. Διμοιρίες των μπάτσων προσπαθούσαν συνεχώς να διαλύσουν τους απεργούς και να τους τρέψουν σε φυγή. Μάταια. Οι μαχητές του Κόκκινου Μετώπου, στην πρώτη γραμμή, επανασυσπείρωναν τους εργάτες και η μάχη συνεχιζόταν αδιάλειπτα. Σε διάφορα σημεία του Βερολίνου οι εργάτες έβαζαν εμπόδια και έστηναν οδοφράγματα στους δρόμους για να ανακόψουν τον ανεφοδιασμό των μπάτσων και τις ενισχύσεις τους.
Οταν οι μπάτσοι είδαν ότι δεν μπορούσαν να σπάσουν τον κλοιό των διαδηλωτών, άρχισαν να πυροβολούν στο ψαχνό. Αργότερα, κατέφτασαν και στρατιωτικά οχήματα με πολυβόλα. Τα κεντρικά γραφεία του ΚPD, το σπίτι του Καρλ Λίμπκνεχτ, δεχόταν βροχή από σφαίρες. Από τη δολοφονική μανία των μπάτσων δεν γλίτωσαν ούτε οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες που είχαν συγκεντρωθεί σε κλειστούς χώρους. Ενας από τους νεκρούς της Πρωτομαγιάς ήταν σοσιαλδημοκράτης εργάτης που γυρνούσε σπίτι του από συγκέντρωση του SPD. Επεσε νεκρός από σφαίρα, επειδή άνοιξε το παράθυρο του σπιτιού του. Οι μπάτσοι δεν ορρωδούσαν προ ουδενός. Σακάτευαν γέρους, γυναίκες, παιδιά, χωρίς κανένα δισταγμό. Εισέβαλλαν σε σπίτια που είχαν την κόκκινη σημαία αναρτημένη στα παράθυρα, τα έκαναν γης Μαδιάμ και προέβαιναν σε συλλήψεις στο σωρό.
Τη νύχτα, τα κόκκινα προλεταριακά προάστια, το Βέντινγκ και το Νόικελν, «έβραζαν». Τα νέα για τους νεκρούς διαδηλωτές είχαν ήδη κάνει το γύρο του Βερολίνου. Στήθηκαν οδοφράγματα για ν’ αποκρούσουν τις επιδρομές των μπάτσων. Η λέξη «εκδίκηση» άρχισε να μεταφέρεται από στόμα σε στόμα. Τα πρώτα όπλα άρχισαν να βγαίνουν στα οδοφράγματα. Οι πρώτες εκκλήσεις για ένοπλη εξέγερση άρχισαν να εμφανίζονται. Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν επικίνδυνη τροπή.
Ο ίδιος ο Τέλμαν βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πυρός στα οδοφράγματα, εξηγώντας στους εργάτες ότι η ένοπλη εξέγερση εκείνη τη στιγμή θα ήταν καταστροφική για το προλεταριάτο του Βερολίνου[2]. Η Γερμανία δε βρισκόταν ακόμη σε επαναστατική κατάσταση. Η εργατική τάξη έπρεπε να δώσει ακόμη πολλούς αγώνες προκειμένου να οξύνει την κρίση του καπιταλισμού και να φέρει την επαναστατική άνοδο των μαζών και την ένοπλη εξέγερση. Οι μαχητές των οδοφραγμάτων έπρεπε να υποχωρήσουν συντεταγμένα και να μη «τσιμπήσουν» στην πρόκληση των σοσιαλφασιστών.
Το ίδιο βράδυ, ο Τσεργκίμπελ επέβαλε στρατιωτικό νόμο και απαγόρευσε την κυκλοφορία στα προάστια του Βερολίνου. Τα σπίτια έπρεπε να είναι όλα κλειστά, τα παράθυρα κλειδαμπαρωμένα και τα φώτα κλειστά! Οποιος δεν συμμορφωνόταν θα αντιμετωπιζόταν ως στασιαστής και θα υφίστατο τις συνέπειες του νόμου. Τελευταίος νεκρός από τα πυρά των αστυνομικών έπεφτε ένας νεοζηλανδός δημοσιογράφος, λίγο πριν τα μεσάνυχτα στις 3 Μάη.
Την επόμενη μέρα ,το KPD κάλεσε σε πολιτική απεργία ενάντια στη φασιστική καταστολή της κυβέρνησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Πενήντα χιλιάδες σε όλη τη Γερμανία και είκοσι πέντε χιλιάδες στο Βερολίνο συμμετείχαν. Σταδιακά οι εργάτες άρχισαν να αποχωρούν από τα οδοφράγματα. Οι συγκρούσεις ακόμη συνεχίζονταν. Την τρίτη μέρα, ο απολογισμός ήταν 33 νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες και 1.200 συλληφθέντες. Λιγότερο από το ένα δέκατο των συλληφθέντων ήταν μέλη του KPD ή μαχητές του Κόκκινου Μετώπου.
Το KPD υπερασπίστηκε, φυσικά, όλους τους συλληφθέντες και τους μαχητές των οδοφραγμάτων. Η σύγκριση με τους αναθεωρητές τους Περισσού, που όψιμα παρουσιάζονται και ως «τριτοδιεθνιστές», είναι προφανής. Στο λαϊκό ξεσηκωμό του Βερολίνου έσπασαν… πολλά τζάμια. Επιπλέον, οι γερμανοί κομμουνιστές ούτε ελεεινολόγησαν ούτε προβοκατορολόγησαν όσους εργάτες σήκωσαν όπλα στα οδοφράγματα. Τους υποστήριξαν πολιτικά και υπερασπιστικά στα δικαστήρια απέναντι στον ταξικό εχθρό. Δεν τους πέταξαν βορά στα σκυλιά των Πρετεντέρηδων και των Μανιαδάκηδων της εποχής.
Στην αντίπερα όχθη, όλα τα ηγετικά στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας επαίνεσαν τον σφαγέα Τσεργκίμπελ για τη σθεναρή του στάση απέναντι στους «πραξικοπηματίες». Δεν αποδόθηκαν ποτέ ευθύνες στην αστυνομία για τους νεκρούς και τους τραυματίες. Αντιθέτως, απαγορευόταν για εφτά βδομάδες η κυκλοφορία της «Ρότε Φάνε» (Κόκκινη Σημαία), κεντρικού δημοσιογραφικού οργάνου του KPD στην Πρωσία. Επιπρόσθετα, η συσπείρωση των μαχητών του Κόκκινου Μετώπου κηρυσσόταν παράνομη οργάνωση, αρχικά στην Πρωσία από τον υπουργό Εσωτερικών της Πρωσίας Αλμπερτ Γκρζενσίνσκι και λίγο μετά σε όλη τη Γερμανία από τον Καρλ Σέβερινγκ.
Η κίνηση αυτή αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα χτυπήματα στον αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στον ανερχόμενο ναζισμό. Τα τάγματα εφόδου των ναζί την εποχή εκείνη δεν είχαν ούτε 60.000 μέλη. Οι φασίστες αφήνονταν από τους σοσιαλδημοκράτες να αλωνίζουν ανενόχλητοι στα προλεταριακά κέντρα και να κάνουν επιδρομές τη μέρα εξοπλισμένοι σαν αστακοί. Αντιθέτως, οι κομμουνιστές, αφοπλισμένοι από τις καθημερινές επιδρομές των μπάτσων στα γραφεία τους, έπρεπε να εξοπλίζονται παράνομα και να δίνουν ένα συνεχή διμέτωπο αγώνα, τόσο ενάντια στην καταστολή των μπάτσων όσο και στη φονική επιδρομή των φασιστών, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος. Το 1930, οι εργάτες που δολοφονήθηκαν από τους μπάτσους του Σέβερινγκ ήταν 43, το 1931 έφτασαν τους 54. Αλλοι τόσοι περίπου δολοφονήθηκαν από τους ναζί την ίδια περίοδο. Την ίδια περίοδο, ούτε ένας φασίστας δε σκοτώθηκε από την αστυνομία[4]!
Η θεωρία των «δυο άκρων» έμπαινε σε εφαρμογή. Επί δύο χρόνια οι σοσιαλδημοκράτες κανάκευαν και χάιδευαν τους φασίστες, προκειμένου να κάνουν τη «βρόμικη δουλειά», να προσπαθήσουν να ξεριζώσουν με την κτηνωδία τους τους κομμουνιστές από το Βερολίνο. Ενώ ήταν φως φανάρι ότι οι ναζί παραβίαζαν κάθε νόμο της Βαϊμάρης, μπροστά στα «στραβά» μάτια των «ανυποψίαστων» μπάτσων μακέλευαν ανυπεράσπιστους εργάτες. Οταν οι φασίστες άρχισαν να σηκώνουν κεφάλι, επέκτειναν τις φονικές επιδρομές και στους σοσιαλδημοκράτες. Αυτό ήταν το περιβόητο «τελευταίο δημοκρατικό προπύργιο» της Βαϊμάρης, το «ανάχωμα» στον ανερχόμενο ναζισμό και τον «κομμουνιστικό εξτρεμισμό», η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας!
Στο συνέδριο του SPD, που έγινε στο Μαγδεμβούργο, μετά τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς, οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες επιβεβαίωσαν πλέον και προγραμματικά-διακηρυκτικά ότι εντάσσονται στο μπλοκ του σοσιαλφασισμού, στο μπλοκ του συνασπισμού του μονοπωλιακού κεφαλαίου για την άμεση λήψη φασιστικών μέτρων εις βάρος της εργατικής τάξης. Η πρόβλεψη του 6ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς επιβεβαιωνόταν. Στο συνέδριο του SPD παρέλασαν για να απευθύνουν χαιρετισμό σχεδόν όλοι οι εκπρόσωποι του χρηματιστικού κεφαλαίου. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι σύνεδροι ανήκαν στην εργατική αριστοκρατία της Γερμανίας. Παραθέτουμε ενδεικτικά μόνο ένα απόσπασμα από το λόγο του ηγέτη του SPD Οτο Βελς:
«Είναι καθήκον μας να ενδυναμώσουμε και να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία. Στο ενδεχόμενο οι εχθροί της δημοκρατίας στη Γερμανία να προκαλέσουν τόσο σοβαρά χτυπήματα σ’ αυτή, ώστε να μη μας μένει άλλος δρόμος από αυτόν της δικτατορίας, ας γνωρίζουν τα Ατσαλένια Κράνη, οι εθνικοσοσιαλιστές και τα κομμουνιστικά τους αδέλφια από τη Μόσχα τα εξής: Οι σοσιαλδημοκράτες και τα συνδικάτα που εκπροσωπούν τη μεγάλη μάζα του γερμανικού λαού, παραμένοντας σταθεροί στις οργανώσεις τους, με ακλόνητη πειθαρχία και υπευθυνότητα, θα κατορθώσουν, παρά τα δημοκρατικά τους φρονήματα, να αναλάβουν τη διαχείριση της δικτατορίας. Το δικαίωμα στη δικτατορία ανήκει μόνο σε αυτούς, σε κανέναν άλλο»[1]!
Κάθε σχόλιο περιττεύει.
Παραπομπές
[1] 12ο Συνέδριο του KPD, Βερολίνο – Βέντιγκ, 9-15 Ιούνη 1929, Απαντα Τέλμαν, τ. 2.
[2] 80 χρόνια από τη ματοβαμμένη πρωτομαγιά, από την ιστορία του εργατικού κινήματος, τόμος 4, Βερολίνο 1966.
[3] Η επιτροπή πρωτομαγιάς προειδοποιεί τον Τσεργκίμπελ, Ρότε Φάνε, 27 Απρίλη 1929.
[4] Λόγος του Ερνστ Τέλμαν στο Sportpalast, Απαντα Τέλμαν, τ. 4.