Ο ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ υπέγραψε απόφαση με την οποία συστήνεται Επιτροπή για την Προώθηση Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων με πρόεδρο τον δημοσιογράφο και πρώην ευρωβουλευτή Γιάννη Μαρίνο. «Εργο της Επιτροπής είναι η υποβολή προτάσεων για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας καθώς και για την άρση των υφιστάμενων αντικινήτρων στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Η Επιτροπή θα διατυπώνει τις προτάσεις της προς τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μετά από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους. Επίσης θα αξιολογεί προτάσεις φορέων που υποβάλλονται προς τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της».
Το αποτέλεσμα των εργασιών αυτής της Επιτροπής πρέπει να θεωρείται από τα πριν δεδομένο. Ο επικεφαλής της αποτελεί και το σήμα κατατεθέν της. Ενας άνθρωπος που είναι περισσότερο… αγρίως νεοφιλελεύθερος και από τον Μάνο. Κοινωνικά ανάλγητος, πολιτικά σκληρός, ακροδεξιός, άσχετος περί τα οικονομικά, μια ζωή λειτουργούσε ως παπαγαλάκι του ΣΕΒ και ασκούσε πιέσεις για όλο και πιο συντηρητικό προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής, για όλο και πιο αυταρχικό προσανατολισμό της πολιτικής δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Γιατί τον έβαλε ο Αλογοσκούφης σ’ αυτό το πόστο; Πρώτον, για να αξιοποιήσει τα προαναφερθέντα προσόντα του. Δεύτερο, γιατί έπρεπε να του βρουν ένα πόστο μετά τη λήξη της ευρωβουλευτικής του θητείας. Τρίτο, για να ενισχυθούν οι γέφυρες με το συγκρότημα Λαμπράκη του οποίου ο Μαρίνος υπήρξε επί σειρά ετών πιστό υψηλόβαθμο στέλεχος.
ΥΓ: Ο Β. Ράπανος, ένας από τους κορυφαίους του think tank του σημιτικού εκσυγχρονισμού (διετέλεσε πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων), με άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής», διαπιστώνει ότι «η πολιτική της ήπιας προσαρμογής έχει φθάσει στο τέλος της» και προτείνει τη λήψη σκληρών μέτρων από τώρα, γιατί το 2006 θα είναι αργά. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να μη φορτωθεί την πολιτική ευθύνη η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αλλά να επιμεριστεί αυτή και στη ΝΔ. Βέβαια, τον ελληνικό λαό τον ενδιαφέρει το άλλο κόστος, το πραγματικό, που θα κληθεί να πληρώσει.