«Τι θέλετε δηλαδή, να μοιράσουμε τα κέρδη των τραπεζών;». Ετσι απάντησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Ν. Γκαργκάνας σε δημοσιογραφικό ερώτημα που σύγκρινε την άποψή του περί περιορισμού των μισθολογικών αυξήσεων των μισθωτών με τις αυξήσεις των τραπεζικών κερδών κατά 50, 60 και 100%.
Κυνική, αλλά ειλικρινέστατη απάντηση. Τα καπιταλιστικά κέρδη είναι σαν τις ιερές αγελάδες: δεν πρέπει να τα αγγίζεις. Οταν το σύστημα αντιμετωπίζει δυσκολίες, τα καπιταλιστικά κέρδη πρέπει να παραμένουν άθικτα και το «κάγκελο» να πληρώνουν οι εργαζόμενοι.
Ο Γκαργκάνας, βέβαια, είναι γνωστός. Εδώ και χρόνια, είτε με κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ είτε με κυβερνήσεις ΝΔ, λειτουργεί ως πολιορκητικός κριός των δυνάμεων του κεφάλαιου. Λέει αυτά που διστάζουν να πουν οι κυβερνήσεις (πολλές φορές που διστάζει να πει ακόμα και ο ΣΕΒ), κάνει ιδεολογική επεξεργασία, ανοίγει δρόμους. Ποια κυβέρνηση θα τολμούσε να πει, για παράδειγμα, πως η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, που επιφέρουν οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές των καυσίμων, «δεν λύνεται με τη διεκδίκηση ονομαστικών αυξήσεων», γιατί αυτές «καταλήγουν σε πληθωρισμό»; Οι πολιτικοί συνήθως το λένε στρογγυλεμένα, με εκφράσεις όπως «πρέπει να προσέξουμε να μη δημιουργήσουμε φαύλο κύκλο». Ενώ ο Γκαργκάνας το λέει στα ίσια: οι εργαζόμενοι πρέπει να αποδεχτούν τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών τους. Κι όταν του υπενθυμίζουν ότι π.χ. οι τράπεζες, τις οποίες εποπτεύει, παρουσιάζουν επίσημα ποσοστά κερδών μεταξύ 50% και 100%, απαντά: «σιγά μη μοιράσουμε τα κέρδη»!
Αυτές οι δηλώσεις Γκαργκάνα, όμως, διαβάζονται και διαφορετικά. Για την ακρίβεια: πρέπει να διαβαστούν διαφορετικά. Από τους εργαζόμενους, βεβαίως. Να διαβαστούν σαν ένα μάθημα για το ότι κέρδη και εργατικοί μισθοί είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ο,τι φεύγει από το ένα πηγαίνει στο άλλο. Ομως, εδώ και χρόνια, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έχει γίνει ο καλύτερος κήρυκας της αντιδραστικής θεωρίας του «κόστους εργασίας». Πάρτε οποιοδήποτε κείμενο της ΓΣΕΕ, ακόμα και το φετινό κείμενο καταγγελίας της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, και θα δείτε επανειλημμένες αναφορές στο «κόστος εργασίας». Λες και η εργασία είναι ένας από τους «συντελεστές της παραγωγής» (ο άλλος βασικός «συντελεστής» είναι το κεφάλαιο), οπότε το ζήτημα είναι να μοιραστούν «δίκαια», δηλαδή «αναλογικά» τα κέρδη ανάμεσα στους «δύο συντελεστές». Οι κεφαλαιοκράτες να πάρουν αυτά που «αναλογούν» στην επένδυσή τους σε κεφάλαιο και οι εργαζόμενοι να πάρουν αυτά που «αναλογούν» στην εργασία που παρείχαν.
Το κεφάλαιο δεν δημιουργεί καμιά νέα αξία. Απλά μεταφέρει στα παραγόμενα εμπορεύματα τμήμα της αξίας του (απόσβεση). Το μόνο στοιχείο της παραγωγής που δημιουργεί νέα αξία είναι η εργασία. Ομως, από την αξία που παράγει η εργασία, ο εργαζόμενος παίρνει μόνο ένα μέρος, με τη μορφή του μισθού. Ισα-ίσα για να συντηρηθεί. Το υπόλοιπο το παίρνει ο ιδιοκτήτης του κεφάλαιου, που το μετατρέπει σε κέρδος (μέσα από τους μηχανισμούς της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων). Υπάρχει, λοιπόν, μια συνεχής πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία σχετικά με το μοίρασμα της νέας αξίας που παράγεται. Συγκεκριμένη είναι η μάζα αυτής της νέας αξίας, όμως το μοίρασμά της ποικίλλει. Και από τη σχέση που έχουν τα δυο μέρη της, τα κέρδη και οι μισθοί, καθορίζεται ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Πετάξτε, λοιπόν, στα σκουπίδια τις απατηλές οικονομικές θεωρίες και απαιτήστε την αύξηση των μισθών, για να καλύψετε έτσι τις απώλειες από την ακρίβεια (και όχι μόνο).
Κατά τα άλλα, ο Γκαργκάνας δεν παρέλειψε να καταθέσει τον οβολό του στην ιδεολογική προετοιμασία της αντιασφαλιστικής επίθεσης, στηρίζοντας το νομοσχέδιο που ετοιμάζεται να φέρει η κυβέρνηση και προαναγγέλλοντας ότι θα έρθουν κι άλλα.