Οπως είναι γνωστό, ο επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν είναι ο πρώτος που εισήγαγε στη φιλολογία των τελευταίων μηνών στην Ελλάδα τον όρο «αποπληθωρισμός». Οταν τα κυβερνητικά στελέχη πάσχιζαν ακόμη να πείσουν τους εργαζόμενους ότι εκείνο που χρειάζεται είναι δημοσιονομικό συμμάζεμα και πως μόνο γι’ αυτό πετσοκόβονται μισθοί στο δημόσιο και συντάξεις, ενώ οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα δεν πρόκειται να θιχτούν, ο Στρος-Καν μίλησε για «αποπληθωρισμό», δηλαδή για ανάγκη μείωσης των μισθών παντού, που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε και σε μείωση των τιμών.
Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα χτυπιούνται παντοιοτρόπως, σύμφωνα με όσα έχουν αποτυπωθεί στο Μνημόνιο: πάγωμα μισθών για τρία χρόνια, αμοιβή κάτω από τα βασικά μεροκάματα για τους νέους μέχρι 25 ετών, μαθητεία, μείωση στο μισό της αποζημίωσης λόγω απόλυσης, διπλασιασμός του ποσοστού των ομαδικών απολύσεων (συν τα δημοσιονομικά μέτρα, βέβαια).
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times, o Στρος-Καν έκανε ένα βήμα παραπέρα, εγκαταλείποντας τον όρο «αποπληθωρισμός» και μιλώντας για «εσωτερική υποτίμηση». Η Ελλάδα –είπε– ως μέλος της ευρωζώνης δεν μπορεί να κάνει υποτίμηση. Επομένως, η λύση είναι η «εσωτερική υποτίμηση». Και για να μη μείνει σε κανέναν απορία τι εννοεί, έσπευσε να το διευκρινίσει: «μειώνοντας δηλαδή τα πραγματικά εισοδήματα, η χώρα θα ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητά της». Διότι, πάντα κατά τον Στρος-Καν, «η ελληνική οικονομία έχασε 5-6 μονάδες ετησίως σε σύγκριση με τη Γερμανία τα τελευταία 5-6 χρόνια και σήμερα υπάρχει διαφορά 25-30 μονάδων στην ανταγωνιστικότητα. Σε αυτό το πρόβλημα πρέπει να δώσει λύση η Ελλάδα, αν θέλει να παρουσιάσει και πάλι ανάπτυξη και να δει πιο φωτεινό μέλλον από το σημερινό».
Ολα αυτά με τις μονάδες ανταγωνιστικότητας είναι γελοιότητες. Αν είναι δυνατόν η Ελλάδα να πλησιάσει σε ανταγωνιστικότητα τη Γερμανία. Ολοι αυτοί οι δείκτες αποσκοπούν μόνο στο στήσιμο του ιδεολογικού πλαισίου για το χτύπημα των μισθών και των μεροκάματων, ώστε να ανέβει η κερδοφορία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στις συνθήκες της κρίσης.
Στην ίδια γραμμή κινείται και η κυβέρνηση, θεωρώντας ότι τώρα το βασικό της καθήκον είναι να χτυπήσει τους μισθούς και τα μεροκάματα στον ιδιωτικό τομέα. Θυμόσαστε τι έλεγαν την περίοδο που υπέγραφαν το Μνημόνιο; Οτι κατάφεραν να «σώσουν» τον 13ο και 14ο μισθό, διότι έπεισαν τους εκπροσώπους της τρόικας ότι στην Ελλάδα οι μισθοί είναι χαμηλοί και γι’ αυτό δεν παίζουν κανένα ρόλο στη μείωση της «α-νταγωνιστικότητας». Δείτε πως παρουσιάζει τώρα τα πράγματα ο Παπακωνσταντίνου: «Το γεγονός ότι καταφέραμε να διασώσουμε τον 13ο και τον 14ο μισθό στον ιδιωτικό τομέα έγινε γιατί πάνω στο τραπέζι μπήκαν άλλα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, μεταξύ των οποίων είναι και μία αγορά εργασίας, στην οποία προσαρμόζονται πιο εύκολα οι μισθοί και βεβαίως και μία εξέλιξη του μισθολογικού κόστους, η οποία δεν ακυρώνει όποιες βελτιώσεις της ανταγωνιστικότητας γίνονται από άλλες μεριές» (συνέντευξη Τύπου στις 5.7.10).
Η «ανταγωνιστικότητα» συνδέεται ευθέως πλέον με το χτύπημα των μισθών και την «ευελιξία» στην αγορά εργασίας. Κι αυτό είναι απολύτως λογικό για ένα καπιταλιστικό καθεστώς. Η «ανταγωνιστικότητα» συνδέεται με τη δυνατότητα του κεφάλαιου να βγάζει το μέγιστο ποσοστό του κέρδους. Το ποσοστό του κέρδους έχει σχέση και με το επενδυμένο κεφάλαιο. Οταν, λοιπόν, η αγορά στενεύει, το επενδυμένο κεφάλαιο «αργεί» και η αποκόμιση του μέγιστου κέρδους μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Γι’ αυτό πέφτουν και θα συνεχίσουν να πέφτουν άγρια πάνω στους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις.