Η συζήτηση που έγινε στις 22 Μαΐου στο Πολυτεχνείο, με αφορμή το τέλος της δίκης της Ε.Ο. 17Ν, ήταν θετική, γιατί μπήκε το ζήτημα της αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, τωρινούς και μελλοντικούς (περιεχόμενο, προσανατολισμός, σχέση με το λαϊκό κίνημα) και γιατί ακούστηκε η πρόταση του Δ. Κουφοντίνα να αρχίσει μια συζήτηση για το «ένοπλο». Ηταν θετική γιατί «παράγοντες» του κινήματος, που συμμετείχαν στις «Κινήσεις Αλληλεγγύης στους Πολιτικούς Κρατούμενους», για λόγους πολιτικού καιροσκοπισμού, δήλωσαν καθαρά την απαξίωσή τους για τη λαϊκή και επαναστατική βία, για τις ένοπλες οργανώσεις και για τους κατηγορούμενους της 17Ν και του ΕΛΑ. Βιάζονται να γυρίσουν σελίδα. Και τι δεν ακούσαμε: Οτι τα ερωτήματα του Κουφοντίνα ήταν άστοχα, ότι η βία είναι το κρησφύγετο της ανεπάρκειας (!!),ότι δεν υπήρξαν ένοπλες οργανώσεις αλλά ένοπλες συσπειρώσεις που αναφέρονταν στο κίνημα φαντασιακά (!!), ότι υπήρξε πλήρης διαχωρισμός «ένοπλου» και κινήματος, ότι αυτοαπαξιώθηκαν οι κατηγορούμενοι μέσα από κόντρες και διαμάχες (!!),ότι είμαστε λίγοι και άρα δεν μπορεί να γίνει τίποτα κ.λπ. Δυστυχώς, αυτή είναι η νοοτροπία και η πρακτική των αδήλωτων και εναλλασσόμενων σκοπιμοτήτων.
Ετσι, επιβεβαιώθηκε γρήγορα η εκτίμηση ενός από τους ομιλητές του πάνελ, ότι θα υπάρξουν δύο ρεύματα, ένα που θα προσανατολίζεται σε νομικές και ουμανιστικές πρακτικές και ένα που θα έχει πολιτικό προσανατολισμό, και ότι δεν μπορεί να υπάρξει οργανωτική σχέση ανάμεσα σε αυτούς που αγωνίζονται για την καλυτέρευση του συστήματος και αυτούς που αγωνίζονται για την ανατροπή του. Η πορεία των «Κινήσεων Αλληλεγγύης στους Πολιτικούς Κρατούμενους» έδειξε και ανέδειξε αυτό το πρόβλημα.
Κίνημα αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους του «ένοπλου» και της δυναμικής πρακτικής και αντίστασης δεν νοείται, αν δεν υπάρχει η παραδοχή ότι αυτές οι οργανωμένες και οργανωνόμενες δυνάμεις αποτελούν κομμάτι του λαϊκού κινήματος και ότι από το λαϊκό κίνημα προέρχονται. Δεν αγωνιζόμαστε για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων απο φιλανθρωπία ή ουμανισμό. Η αλληλεγγύη είναι μια πολιτική πράξη, μια ταξική τοποθέτηση, μια πράξη αγώνα για περισσότερη δύναμη. Με τον αγώνα για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων επανακτούμε την αγωνιστική εμπειρία. Αλλά κύρια επανακτούμε την πολιτική νομιμοποίηση της αντιβίας.
Η δημόσια συζήτηση για το «ένοπλο» έχει τους περιορισμούς της, τουλάχιστο για μένα, που πάντα πίστευα και πάντα λειτουργούσα με την πεποίθηση ότι τέτοιες συζητήσεις δεν έχουν νόημα αν δεν συνυπάρχουν με το «διά ταύτα». Θα τοποθετηθώ, λοιπόν, έστω και περιεκτικά, με σκοπό να βοηθήσω την έναρξη μιας συζήτησης, σε μερικά ζητήματα που αποτελούν μαύρη προπαγάνδα όχι μόνο του αστικού κράτους αλλά ιδιαίτερα των ρεφορμιστών.
– Είναι απαραίτητη η λαϊκή και η επαναστατική βία για την καταστροφή της αστικής εξουσίας ή αποτελεί αρνητικό παράγοντα στο λαϊκό κίνημα; Αν ισχύει το δεύτερο, μήπως οι υποστηρικτές αυτής της θέσης είναι καλυμμένοι οπαδοί της στρατηγικής αντίληψης για βαθμιαία, ειρηνική μεταλλαγή του καθεστώτος της αστικής εξουσίας;
– Υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στις ένοπλες οργανώσεις και το λαϊκό κίνημα, υπήρχε αντίθεση μέσα στις ένοπλες οργανώσεις ανάμεσα στην ένοπλη πρακτική και τη συμμετοχή στο μαζικό κίνημα;
– Πίστευαν οι ένοπλες οργανώσεις ότι ήταν «ο επαναστατικός φορέας»;
– Είχαν κάποιο σχέδιο ή η πρακτική τους ήταν αποτέλεσμα φετιχισμού των όπλων;
Η ελληνική αστική τάξη έχει σαν κύριο μέλημά της την εδραίωση και επέκταση της εξουσίας της, ενάντια στα συμφέροντα των εκμεταλλευόμενων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Εχει καθορίσει την πολιτική έκφραση των συμφερόντων της σ’ ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα, έχει οικοδομήσει ένα ολόκληρο σύστημα κοινωνικών σχέσεων και τρόπου ζωής και μέσω της ιδεολογικής της κυριαρχίας έχει μπάσει στη συνείδηση των εκμεταλλευόμενων κοινωνικών τάξεων την αυταπάτη, ότι είναι δυνατόν να καταληφθεί η εξουσία από τις δυνάμεις του λαϊκού κινήματος με ενδεχόμενη εκλογική νίκη.
Η αστική τάξη δεν στηρίζει την εξουσία της μόνο στην οικονομική της κυριαρχία, αλλά έχει σαν εγγυητή της το οργανωμένο και ένοπλο κράτος. Κάθε της ενέργεια στηρίζεται στη βία, ακόμα και όταν αυτή η βία δεν εμφανίζεται με τις τυπικές της μορφές. Εχει βάλει τα όρια στα οποία επιτρέπει τη δράση των κοινωνικών δυνάμεων, τα οποία και στενεύει συνεχώς. Επικαλείται την «έννομο τάξη» ως δημιούργημα της «Δικαιοσύνης» και τη βία του κράτους ως συνέπεια εφαρμογής των νόμων, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Νομιμοποιεί τη βία του κράτους δημιουργώντας νόμους και αναθέτει την εφαρμογή τους σε καλοπληρωμένους υπαλλήλους. Νόμους που έχουν αρκετή ελαστικότητα και ασάφεια, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα διαφορετικής ερμηνείας για τους «έχοντες και κατέχοντες». Οταν θεωρεί ότι κινδυνεύει, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τα ένοπλα όργανά της για τρομοκρατία, απροκάλυπτη βία, σφαγή. Είναι πολλά και γνωστά τα παραδείγματα, στην Ελλάδα και αλλού, που έδειξαν τις τραγικές συνέπειες της αυταπάτης της ειρηνικής μεταλλαγής της αστικής εξουσίας.
Μήπως έχει αλλάξει τίποτα στην εποχή μας; Μήπως πλέον έχουν διευρυνθεί οι δυνατότητες ελεύθερης πολιτικής δράσης και κατά συνέπεια ειρηνικής μετεξέλιξης της αστικής εξουσίας σε λαϊκή εξουσία; Αρκεί να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα: μολονότι τα κοινωνικά και επαναστατικά κινήματα στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο έχουν υποχωρήσει την τελευταία εικοσαετία, το κρατικό οπλοστάσιο, επικαλούμενο τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», έχει εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ελέγχει κάθε πτυχή της κοινωνικής δραστηριότητας. Η αστική δημοκρατία της σημερινής εποχής θυμίζει καρικατούρα της αστικής δημοκρατίας της περιόδου ανάπτυξης των ένοπλων κινημάτων. Είναι ο φόβος μπροστά στο μέλλον που κάνει την αστική τάξη να παίρνει τέτοια μέτρα σε κρατικό επίπεδο. Μόνο καλυμμένοι οπαδοί του αστικού συστήματος τολμούν να μιλούν, ειδικά σήμερα, για ειρηνική (κοινοβουλευτική) μεταλλαγή του καθεστώτος της αστικής εξουσίας. Τέτοιοι, όμως, υπήρχαν όλες τις εποχές. Επομένως, και ως προς αυτό τίποτα δεν έχει αλλάξει στην ουσία. Αλλάζουν μόνο οι μορφές εμφάνισης των πολιτικών ρευμάτων.
Ο ρεφορμισμός είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που σαν γέννημα και θρέμμα της αστικής κοινωνίας δεν πρόκειται να εκλείψει παρά μόνο με την ανατροπή αυτής της κοινωνίας. Μέχρι τότε θα αποτελεί συστατικό στοιχείο του λαϊκού κινήματος. Και βέβαια, ο ρεφορμισμός παίρνει πολλές πολιτικές μορφές, δεν είναι μονοσήμαντος. Οσοι σήμερα, με τα λόγια και τις πράξεις τους, σπρώχνουν το λαϊκό κίνημα στο να σεβαστεί την αστική νομιμότητα οδηγούν όλους τους αγώνες σε αξιοθρήνητη χρεοκοπία. Οσοι σήμερα είναι εχθρικοί και εναντιώνονται στην αντίληψη και την πρακτική εκδήλωσης και προώθησης της λαϊκής επαναστατικής βίας σύντομα θα μετατραπούν σε συμπληρωματική καθεστωτική δύναμη (αν δεν έχουν μετατραπεί ήδη).
Οι ανοιχτοί και απροκάλυπτοι ρεφορμιστές έχουν την πολιτική τόλμη (ή, μάλλον, το πολιτικό θράσος) να δηλώνουν ότι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το «καλύτερο πολίτευμα», που δίνει τη δυνατότητα να εκφραστεί σε πολιτικό επίπεδο ο ταξικός ανταγωνισμός. Τελειοποιώντας αυτό το σύστημα, μέσω των κοινοβουλευτικών διαδικασιών –λένε- θα φτάσουμε στο… σοσιαλισμό. Υπάρχουν, όμως, και οι καλυμμένοι ρεφορμιστές. Πολιτικές δυνάμεις που προσδίδουν στην επαναστατική ανατροπή το χαρακτήρα μιας μεταφυσικής διαδικασίας. Κατ’ αυτές, η κατάληψη της εξουσίας μπορεί να πραγματοποιηθεί με μακρόχρονη κοινωνική πάλη, που από τη μια θα εκδημοκρατίσει το αστικό κράτος και, από την άλλη, θα εξυψώσει ιδεολογικά και υλικά τον λαό, ώστε την κατάλληλη «μελλοντική» στιγμή το λαϊκό κίνημα (με ποια εμπειρία, με ποιες υλικές δυνατότητες;) να προχωρήσει στη βίαιη ανατροπή του αστικού κράτους, που θα βρίσκεται σε λήθαργο! Μάλλον ελπίζουν, ότι αυτή τη φορά τα γυμνά στήθη που με ηρωισμό θα προταθούν θα είναι τόσα πολλά που θα εξαντληθούν οι σφαίρες των ένοπλων του αστικού κράτους.
Aυτή η θεωρία οδηγεί και σε ανάλογη πρακτική. Και οι δυο μαζί –θεωρία και πρακτική- όχι μόνο δεν οδηγούν πουθενά, αλλά αντίθετα δημιουργούν συνθήκες που επιτρέπουν στην αντίδραση να αντιμετωπίζει το λαϊκό κίνημα σε κάθε αγωνιστικό-διεκδικητικό βήμα του, να φρενάρει την ανάπτυξη της επαναστατικής συνείδησης και πρακτικής, να εγκλωβίζει τους λαϊκούς αγώνες στα αδιέξοδα του ρεφορμισμού, να αναπαράγει τελικά το κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτικό status quo του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας.
Το αστικό κράτος υπερασπίζεται με τη βία τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας, όχι μόνο τα στρατηγικά της συμφέροντα αλλά και τα συγκυριακά (δείτε, για παράδειγμα, πώς αντιμετωπίστηκαν οι κινητοποιήσεις του τελευταίου χρόνου στο χώρο της εκπαίδευσης, είτε στους δασκάλους είτε στους φοιτητές). Το αστικό κράτος δεν είναι ουδέτερη δύναμη, δεν είναι αποτέλεσμα «ισορροπίας των κοινωνικών ανταγωνισμών», αλλά είναι όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει ποτέ τα οξυμένα προβλήματα του λαού, των εργατών, των εργαζόμενων, της νεολαίας.
Αυτή η πραγματικότητα οδηγεί στην αναγκαιότητα της βίαιης-επαναστατικής ανατροπής της αστικής εξουσίας. Αυτή η πραγματικότητα είναι που δημιουργεί τις πρωτοποριακές και επαναστατικές δυνάμεις, που είναι προϊόντα του λαϊκού κινήματος και των αγώνων του, που υπάρχουν από πολύ καιρό στην Ελλάδα. Αυτές οι δυνάμεις έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη να αντιπαρατάξουν την επαναστατική βία απέναντι στην κρατική βία, τρομοκρατία και καταπίεση, να ζυμώσουν αυτές τις ιδέες στο λαϊκό κίνημα, με τη συμμετοχή τους στους κοινωνικούς αγώνες, με αντιπληροφόρηση και με παραδειγματικές ενέργειες, που αντιστοιχούν στα προβλήματα της κοινωνίας, δυναμικά, με ένοπλη υποστήριξη ή ένοπλα.
Η άσκηση της λαϊκής και επαναστατικής βίας οξύνει τις πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις, συντελεί στην ταξική συνειδητοποίηση των δυνάμεων του λαϊκού κινήματος και συνεισφέρει στην αποφασιστικότητα των κοινωνικών αγώνων. Αυτό το γεγονός έχει επιβεβαιωθεί και θα επιβεβαιώνεται σε κάθε λαϊκό και κοινωνικό αγώνα. Δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στο λαϊκό κίνημα και σε όσους χρησιμοποιούν λαϊκή αντιβία ή επαναστατική βία. Η αντίθεση υπάρχει με τις «ηγεσίες» και τους «παράγοντες» των κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων, που κάνουν συνεχώς δηλώσεις νομιμοφροσύνης στο αστικό κράτος και προπαγάνδα φοβική, παραπλανητική και καταστροφολογική , που στρεβλώνουν την πραγματικότητα, εξαπατούν την κοινωνία, στειρώνουν την πολιτική διάθεση και πρωτοβουλία για αγώνα ενάντια στο καθεστώς και καταστρέφουν την ιστορική μνήμη, για λόγους υπεράσπισης και κατοχύρωσης της πολιτικής τους ύπαρξης. Ερμηνεύουν την ένταση της κρατικής βίας και τρομοκρατίας, που εντάσσεται στα σχέδια της ιμπεριαλιστικής και καπιταλιστικής εξουσίας, σαν «συνέπεια» της «εκτός ορίων δράσης», ενώ είναι προφανές ότι το καθεστώς χτυπάει όχι μόνον όταν υπάρχει κίνδυνος, αλλά προληπτικά κάθε λαϊκό και κοινωνικό αγώνα που θα μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις για πραγματικό κίνδυνο ενάντιά του. Οταν δηλαδή η επαναστατική προοπτική από αφηρημένη συνθηματολογία εκφράζεται με πολιτική πρακτική των λαϊκών, κοινωνικών και επαναστατικών δυνάμεων.
Οι ένοπλες οργανώσεις, με τις προκηρύξεις τους, με τα ιδεολογικοπολιτικά τους κείμενα, τα πληροφοριακά δελτία, πάντα αναφερόντουσαν στο λαϊκό κίνημα ως τον καθοριστικό παράγοντα της κοινωνικής αλλαγής. Μόνο η εργατική τάξη, που συνδέεται άμεσα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που βιώνουν τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού και δέχονται τη βία του αστικού κράτους μπορούν να τσακίσουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και το αστικό κράτος και να απελευθερώσουν ολόκληρη την κοινωνία.
Το λαϊκό κίνημα σήμερα -και για πολύ καιρό ακόμα- δεν μπορεί να περιμένει να εκφράσει συνολικά και ομοιόμορφα τις ανάγκες του,τα προβλήματά του, καθώς και τον τρόπο για τη λύση τους και μετά να δράσει. Οι ένοπλες οργανώσεις, μικρό κομμάτι του λαϊκού κινήματος, με τα προβλήματα που υπάρχουν και που συνέχεια παρουσιάζονται, συμβάλλουν με τις δυνάμεις τους, αναπτύσσοντας έμπρακτη και συγκεκριμένη πολιτική δράση, στην οργάνωση των δυνάμεων του λαϊκού κινήματος για τη διεξαγωγή της σύγκρουσης με το σημερινό καθεστώς.
Ο αντίπαλος πρέπει να νικηθεί και στρατιωτικά, ο πολιτικός και ο στρατιωτικός αγώνας είναι ένα ενιαίο σύνολο και πρέπει να προχωράει συντονισμένα στον ταξικό πόλεμο. Κάθε οργανωμένη επαναστατική πολιτική δύναμη πρέπει να έχει συνείδηση ότι είναι ένα κομμάτι, ένα «στοιχείο» του κινήματος. Αν η νοοτροπία και η μεθοδολογία της είναι η πρακτική έκφραση της συνείδησής της ότι δεν αποτελεί το κέντρο του κινήματος και της επανάστασης, τότε δεν πρέπει να φοβάται τις επιμέρους συγκρούσεις και αντιθέσεις.
Η τακτική που ακολουθούν οι επαναστατικές οργανώσεις στην κάθε συγκεκριμένη φάση που περνάει ο αγώνας πρέπει να αποσκοπεί στο πώς καλύτερα θα εξυπηρετηθούν οι στρατηγικές ανάγκες και να βασίζεται στις συγκεκριμένες συνθήκες, δυνάμεις και δυνατότητες που κάθε φορά υπάρχουν. Η όποια, όμως, τακτική πρέπει να έχει διαλεκτική σχέση με το στρατηγικό στόχο. Το ίδιο ισχύει για τις μορφές πάλης, όπως και για την επαναστατική πρακτική και θεωρία.
Το ότι οι επαναστατικές οργανώσεις -και οι ένοπλες- θεωρούν ότι η ζύμωση των επαναστατικών ιδεών στο λαϊκό κίνημα είναι μορφή πάλης, ότι η αντιπληροφόρηση, η συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες και στις κοινωνικές συγκρούσεις είναι αναγκαιότητες της πολιτικής τους πρακτικής, με την προϋπόθεση ότι εμπεριέχουν από την αρχή τη δυνατότητα -έστω και μακρινή- να οδηγήσουν στο στόχο, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κανένας φετιχισμός των όπλων.
Υπάρχουν και άλλα σοβαρά θέματα, όπως τι κάνουμε με το εποικοδόμημα, τι διεθνιστική αλληλεγγύη θέλουμε, επαναστατική ή κοσμοπολίτικη και ιδιαίτερα τι οργανωτική αντίληψη έχουμε, που θα οδηγήσει κάποτε στον «επαναστατικό φορέα» και που θα έχει σχέση με τη λαϊκή εξουσία που θα εγκαθιδρυθεί κ.ά. Θα τα δούμε, ίσως, αν υπάρξει συνέχεια και αναγκαιότητα της κουβέντας.
Χρήστος Τσιγαρίδας