Aντιγράφουμε από το χτεσινό δελτίο Τύπου του The Economist Events:
«Ντόρα Μπακογιάννη, βουλευτής και πρώην υπουργός Εξωτερικών
Στην ενσωμάτωση των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα αναφέρθηκε η βουλευτής και πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, τονίζοντας ότι μαζί με τους Ελληνες της Αλβανίας θα πρέπει να λειτουργήσουν ως γέφυρες μεταξύ των δύο λαών. Σημείωσε ότι η επανεκλογή Ζάεφ στη Βόρεια Μακεδονία ήταν νίκη των φιλο-ευρωπαϊκών δυνάμεων της χώρας ενάντια στον λαϊκισμό και τον ακραίο εθνικισμό. Επεσήμανε ότι υπάρχουν ακόμα πολλοί ευρωσκεπτικιστές στην περιοχή μας, αλλά οι φιλο-ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν τώρα την πρωτοκαθεδρία. Παρατήρησε ότι η ΕΕ είχε αδιαφορήσει για ένα διάστημα για τα Δυτικά Βαλκάνια, λόγω των διαφωνιών εντός της ΕΕ για την περαιτέρω διεύρυνση. Χαρακτήρισε πολύ σημαντική την αγορά των Δυτικών Βαλκανίων και τόνισε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προωθήσει τις υποψηφιότητες της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας για την ΕΕ όσο περισσότερο μπορεί. Για να ενισχυθούν τα επιχειρήματα υπέρ της ένταξης, θα πρέπει να καταπολεμηθεί η διαφθορά και να ενισχυθεί η δημοκρατία, επεσήμανε. Τέλος, η κ. Μπακογιάννη εξέφρασε την πεποίθησή της ότι στα ζητήματα των Βαλκανίων θα υπάρξει πρόοδος, την οποία οι λαοί θα υποστηρίξουν και θα βιώσουν».
Η Μπακογιάννη μίλησε μετά τον Εντι Ράμα και τον Ζόραν Ζάεφ. Και η ομιλία της ήταν γεμάτη «καρφιά» για την ακροδεξιά-πτέρυγα της ΝΔ, η οποία είχε βάλει τη σφραγίδα της στην πολιτική της ΝΔ μέχρι τις εκλογές του 2019. Και στον λόγο του αδελφού της και σημερινού πρωθυπουργού, βεβαίως.
Mετά την εκλογική νίκη της ΝΔ και την κατάληψη του πρωθυπουργικού θώκου από τον ίδιο, ο Μητσοτάκης εγκατέλειψε τις εθνικιστικές αναφορές, εγκατέλειψε «μακεδονομάχους» και «βορειοηπειρώτες» και κινείται στην ίδια γραμμή με την αδερφή του. Επομένως, οι τοποθετήσεις της Ντόρας αποτελούν κυρίως στήριξη στην κυβερνητική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, παρά κριτική για τα προεκλογικά «αμαρτήματα» της ΝΔ (στα οποία η ίδια, όπως και ο σημερινός ΥΠΕΞ Δένδιας απέφευγαν να συμμετάσχουν).
Η πολιτική αυτή δεν είναι πολιτική αρχών. Δεν πηγάζει από κάποια αντιεθνικιστική ιδεολογία. Είναι μια πραγματιστική αστική πολιτική, ευθυγραμμισμένη με τη στρατηγική της Γερμανίας και άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της ΕΕ για τα Δυτικά Βαλκάνια, όπως και με τις επιδιώξεις ισχυρών καπιταλιστικών ομίλων της Ελλάδας, που ήδη έχουν διεισδύσει στις αγορές της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας και δε θα ήθελαν να ρισκάρουν τις «δουλειές» που κάνουν εκεί, επειδή ένας εθνικοφασίστας άρπαξε ένα Καλάζνικοφ και έκανε «φαρ ουέστ» ένα αλβανικό χωριό. Αντίθετα, αυτοί οι όμιλοι θέλουν να επωφεληθούν από την ανάπτυξη των σχέσεων των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων με την ΕΕ, προκειμένου να «μασήσουν» κονδύλια που θα κατευθυνθούν σ’ αυτές τις χώρες.
Από την άλλη, η ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ στηρίζει την ύπαρξή της στον «πυροβολημένο» εθνικισμό. Από τους οπαδούς του αντλεί ψήφους και σταυρούς. Βλέπουμε, όμως, τον άκρατο τυχοδιωκτισμό της. Κανένας από τους υπουργοποιηθέντες δε βγαίνει μπροστά να αμφισβητήσει την πολιτική Μητσοτάκη. Το έχουν βουλώσει, για να κρατήσουν τις υπουργικές καρέκλες. Κάποιες «δευτεράντζες» πετάνε καμιά δήλωση κάπου-κάπου, αλλά κανένας δεν τους δίνει σημασία. Αν υπάρξει κάποιο «ατύχημα» και βγουν αλλόφρονα τα εθνικιστικά πλήθη στο δρόμο, ενδέχεται να δούμε και την ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ να κινείται. Προς το παρόν, πάντως, ο Σαμαράς δεν προλαβαίνει να μετράει γκολ στην εστία του.