Πολλοί ήταν αυτοί που έκαναν την εκτίμηση ότι ο Μπομπ Γούντγουορντ, βετεράνος της Washington Post και ένας απ’ αυτούς που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ, που έριξε τον Νίξον, με το νέο βιβλίο του για τον Τραμπ, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Rage» («Οργή»), έφραξε οριστικά το δρόμο του Τραμπ προς μια δεύτερη προεδρική θητεία.
Ο Γούντγουορντ αποκαλύπτει (με άφθονο υλικό που περιλαμβάνει και συνεντεύξεις του με τον ίδιο τον Τραμπ) ότι ο αμερικανός πρόεδρος υποτίμησε σκόπιμα την πανδημία του κοροναϊού και έκρυψε την αλήθεια από τον αμερικανικό λαό.
Ο Τραμπ απάντησε στον Γούντγουορντ με το δικό του τρόπο. Εξέφρασε… αυθόρμητα την απορία, γιατί ο δημοσιογράφος δεν έδωσε νωρίτερα στη δημοσιότητα τις συνομιλίες τους, αν όντως πίστευε ότι ήταν τόσο σημαντικές.
Πρόκειται για κλασική μέθοδο στρεψοδικίας, αφού το επίδικο είναι οι ίδιες οι συνομιλίες, τις οποίες ο Τραμπ δε διαψεύδει, και όχι ο τρόπος αξιοποίησής τους από τον Γούντγουορντ. Οταν, όμως, πρόκειται για ψηφοφόρους και ιδιαίτερα για τους ψηφοφόρους του Τραμπ, αυτού του τύπου οι στρεψοδικίες φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθώς μετατοπίζουν την ατζέντα ή έστω τη θολώνουν.
Απόδειξη; Την ώρα που η καμπάνια του πολιτικού του αντιπάλου προσπαθούσε να αξιοποιήσει τις αποκαλύψεις του Γούντγουορντ, ο Τραμπ πέρασε για πρώτη φορά μπροστά σε δημοσκόπηση. Η Rasmussen Reports, που θεωρείται από τις πιο αξιόπιστες δημοσκοπήσεις που γίνονται στις ΗΠΑ, έδωσε σκορ Τραμπ-Μπάιντεν 47%-46%.
Η διαφορά είναι, βέβαια, πολύ μέσα στα όρια του στατιστικού λάθους, αντιλαμβάνεστε όμως πόσο επηρεάζει το προεκλογικό κλίμα, το οποίο –ιδιαίτερα στις ΗΠΑ- διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις δημοσκοπήσεις. Αλλωστε, η συγκεκριμένη δημοσκόπηση έρχεται ως επιστέγασμα μιας σειράς προηγούμενων, που δείχνουν την ψαλίδα μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ (η οποία την άνοιξη ήταν διψήφια) να συρρικνώνεται συνεχώς.
Τώρα, η καμπάνια του Μπάιντεν θα πρέπει να ρίξει πολύ χρήμα για να «διορθώσει» τις δημοσκοπήσεις. Γιατί και στις ΗΠΑ οι δημοσκοπήσεις «φτιάχνουν κλίμα» και ειδικά σ’ αυτό το λίκνο του παγκόσμιου καπιταλισμού τα πάντα έχουν την τιμή τους (οι ίδιοι οι Αμερικανοί το λένε).
Αυτή τη στιγμή όλα δείχνουν ντέρμπι στις 3 του Νοέμβρη, ειδικά αν συνυπολογίσουμε και το εκλογικό σύστημα, που δε στηρίζεται στο ποιος θα πάρει την πλειοψηφία των ψήφων αλλά ποιος θα πάρει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων (3 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Τραμπ είχε πάρει η Κλίντον την προηγούμενη φορά, όμως έχασε τους εκλέκτορες σε κρίσιμες Πολιτείες).
Τα επιτελεία των δύο υποψηφίων αγωνιούν. Πολλοί περιμένουν να γίνουν υπουργοί ή να αναλάβουν κρίσιμα κρατικά πόστα, ενώ άλλοι αγωνιούν για τις καριέρες τους, καθώς μια αποτυχία θα τους σταμπάρει με το στίγμα του «λούζερ».
Το «βαθύ κράτος» της Ουάσινγκτον αγωνιά, γιατί δε θα ήθελε άλλη μια τετραετία με τον «αντισυμβατικό» Τραμπ στο τιμόνι. Οι κρατικοί γραφειοκράτες, πάντως, έχουν πλέον μεγαλύτερη πείρα στο «πώς δουλεύεις με τον Τραμπ», οπότε θα δυσκολευτούν λιγότερο σε μια δεύτερη θητεία.
Διάφοροι «λίμπεραλς», καλλιτέχνες και διανοούμενοι, αγωνιούν. Θεωρούν τον Τραμπ προσβολή για τις ΗΠΑ.
Εμείς γιατί να αγωνιούμε; Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν έγινε «χειρότερος» επί των ημερών του Τραμπ. Παρέμεινε εξίσου επιθετικός σε διεθνές επίπεδο. Και τέτοιος θα παραμείνει αν κερδίσει ο Μπάιντεν. Θ’ αλλάξει μόνο το επικοινωνιακό στιλ του επικεφαλής του Λευκού Οίκου.