Αν απέδειξε κάτι ο οπερετικός ανασχηματισμός της κυβέρνησής του, που έκανε ο Καραμανλής την περασμένη Τετάρτη, είναι πως δεν έχει άλλα καύσιμα στη μηχανή του και πως θα τσουλήσει στον κατήφορο μέχρι να φτάσει στο τέρμα, περιμένοντας μόνο κάποιο θαύμα (κάποια χοντρή γκέλα του βασικού πολιτικού του αντίπαλου). Και κάτι ακόμη: αυτός ο ανασχηματισμός δεν έχει εκλογικό άρωμα. Ο Καραμανλής μάλλον έχει αποφασίσει να μην πάει σε βουλευτικές εκλογές την άνοιξη. Το ερώτημα είναι πόσο θ’ αντέξει, καθώς η οικονομική κρίση δημιουργεί νέα δεδομένα και τα απρόβλεπτα γίνονται πλέον περισσότερα από τα προβλέψιμα.
Γιατί χαρακτηρίζουμε οπερετικό τον ανασχηματισμό του Καραμανλή; Γιατί όχι μόνο δεν ήταν ούτε δομικός (αλλαγές στα υπουργεία) ούτε σαρωτικός (ακόμη και η απομάκρυνση Αλογοσκούφη αναμενόμενη ήταν), αλλά επιπλέον είναι τόσο εμφανείς οι στόχοι των διάφορων αλλαγών προσώπων που δε μπορούν να εξασφαλίσουν στην κυβέρνηση και στον ίδιο τον Καραμανλή ούτε μερικές μέρες ανοχής. Ο Καραμανλής μοιάζει να έκανε τον ανασχηματισμό απλά γιατί έπρεπε να το κάνει. Θυμίζει τον προπονητή μιας ομάδας που έχει καταλάβει ότι δε μπορεί να γυρίσει το ματς και φωνάζει στους παίχτες του να χάσουν με αξιοπρέπεια. Η ίδια η φάτσα του το δείχνει όλες αυτές τις μέρες (ας αφήσουμε το γεγονός ότι τις μέρες των γιορτών δεν το κούνησε ρούπι από τη Ραφήνα, εγκαταλείποντας την παλιά συνήθεια των χειμερινών εκδρομών μετά συζύγου και τέκνων και με παρούσες τις κάμερες).
Εβγαλε τον Αλογοσκούφη από το Οικονομίας, που υποτίθεται ότι ήταν ο κακός, ο υπεύθυνος για τη λιτότητα. Αυτό μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση: ομολογία αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής (άρα του ίδιου του Καραμανλή) ή ομολογία αποτυχίας προσωπικά του Αλογοσκούφη (τον οποίο, όμως, ο ίδιος ο Καραμανλής κάλυπτε συνεχώς μέχρι πριν λίγες μέρες, άρα και πάλι τον παίρνουν τα σκάγια). Ομως, ακόμα κι αν παραβλέψει κάποιος τα παραπάνω, θα περιμένει να δει αλλαγή πλεύσης. Υπάρχουν τέτοια περιθώρια; Αν χτες η κυβέρνηση δεν είχε μια φορά τη βούληση να εφαρμόσει μια κάπως ανεκτή οικονομική και κοινωνική πολιτική, σήμερα δεν την έχει δέκα φορές. Αλλωστε, στη θέση του τεχνοκράτη-νεοφιλελεύθερου Αλογοσκούφη τοποθέτησε τον καπιταλιστή-νεοφιλελεύθερο Παπαθανασίου, κλείνοντας το μάτι σε τραπεζίτες, βιομήχανους και συντροφία.
Εβγαλε τον Φώλια από το Ανάπτυξης, χρεώνοντάς του την ακρίβεια (ο «μαντηλάκιας» θα ‘χει να θυμάται τα ξεκαρδιστικά «41 μέτρα κατά της ακρίβειας», τα «κομμένα χέρια» των κερδοσκόπων και το… άφθονο ηλιέλαιο με βαλβολίνες που μας διαβεβαίωνε ότι έτρωγε). Και ποιον έβαλε στη θέση του; Εναν ακραίο νεοφιλελεύθερο και μειωμένων μάλιστα ικανοτήτων. Ο Φώλιας ήταν τουλάχιστον της πιάτσας (ως καπιταλιστής) και ήξερε να λέει και καμιά παπάρα. Ο Χατζηδάκης δεν είναι παρά ένα παιδί του μητσοτακικού σωλήνα, που το μόνο που ξέρει είναι να ορκίζεται στην «ελευθερία της αγοράς».
Οι δυο αυτές αλλαγές στο οικονομικό επιτελείο αποκαλύπτουν αμηχανία και απελπισία. Ομως, η αλλαγή του Στυλιανίδη αποκαλύπτει πανικό. Ελάχιστες μέρες πριν τον ανασχηματισμό, τον κάλεσε στο Μαξίμου κι εκείνος βγήκε περιχαρής και ανακοίνωσε ότι ξεκινά «άνευ όρων και ορίων διάλογος» για το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αν έχεις σκοπό να τον αλλάξεις, δεν κάνεις αυτή την κίνηση. Δεν κάνεις ρόμπα τον υπουργό σου, ούτε γίνεσαι ρόμπα ο ίδιος. Αν τον τιμωρείς επειδή διασκέδαζε στα μπουζούκια και στο γήπεδο, λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τότε το έχεις αποφασίσει έγκαιρα και του επιβάλλεις «σιγή ασυρμάτου» μέχρι να έρθει η ώρα που θα τον διώξεις ή θα του αλλάξεις πόστο.
Επικοινωνιακά, λοιπόν, ο Καραμανλής προσάραξε στα ρηχά. Δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί ούτε την αποπομπή του εξαδέλφου Λιάπη (υποτίθεται ότι αυτή αποτελεί επίδειξη πυγμής και ένδειξη ότι ο πρωθυπουργός δεν διστάζει να πλήξει ακόμη και την οικογένειά του). Από εκεί και πέρα, ακολούθησε την πεπατημένη: εσωκομματικές ισορροπίες. Εδιωξε τον Κοντό και το Δούκα (λέγε με Βατοπέδιο), όχι όμως και τον Κιλτίδη, διότι αυτό απαίτησε η οικογένεια Μητσοτάκη, αφού δεν της υφυπουργοποίησε τον Κυριάκο (προφανώς αυτή την απάντηση πήρε ο Μητσοτάκης, όταν επισκέφτηκε πρόσφατα το Μαξίμου και εξερχόμενος έκανε έκκληση… στο Θεό να βοηθήσει τη χώρα). Εβαλε στην κυβέρνηση το κουαρτέτο Μαρκογιαννάκη-Δένδια-Μαρκόπουλου-Μπούγα, που έφερε σε πέρας το έργο του κουκουλώματος του σκανδάλου του Βατοπεδίου στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής. Εβαλε και μερικούς ακόμη σε θέσεις υφυπουργών, όπως κάνει κάθε πρωθυπουργός που θέλει να ελέγχει την κοινοβουλευτική του ομάδα (ικανοποιού-νται κάποιοι και οι υπόλοιποι μένουν με την προσμονή πότε θα έρθει και η δική τους σειρά). Εβαλε –επιτέλους– και τον γιο του βαρόνου Βαρβιτσιώτη, στον οποίο χρωστά προσωπική χάρη γιατί πρωτοστάτησε στην εκλογή του ως αρχηγού της ΝΔ. Τέλος, έβαλε και τον Σαμαρά, σ’ ένα σχετικά ανώδυνο υπουργείο (αν και ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται, ειδικά σ’ αυτή την κυβέρνηση), για να ξεκινήσει το νέο κύκλο της πολιτικής του καριέρας και να ‘χει έναν καλό σύμμαχο για να αντιμετωπίσει την «αγία οικογένεια», που έχει τη δική της στρατηγική και δεν θα καθήσει με σταυρωμένα χέρια.
Τι θα κάνει αυτή η κυβέρνηση; Θα συνεχίσει τη διαχείριση που ασκούσε η προηγούμενη. Και μάλιστα, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, λόγω οικονομικής κρίσης. Η οικονομική ολιγαρχία δεν αφήνει περιθώρια για δημαγωγικές πολιτικές που εξυπηρετούν τις κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να ξανακερδίσουν τις εκλογές. Κάποια ψίχουλα ναι, όχι όμως πολιτικές που ανακουφίζουν έστω και λίγο τα κοινωνικά στρώματα. Ο Καραμανλής το ξέρει πολύ καλά αυτό. Υποτάσσεται στη μοίρα του «αναλώσιμου», όπως είχε υποταχθεί και ο Σημίτης. Ισως να σκέφτεται κι αυτός να την κάνει για να ησυχάσει, αλλά έχει πει πως είναι πολύ νέος για να συνταξιοδοτηθεί κι από την άλλη χρωστάει υποχρεώσεις σε εκείνους που τον στήριξαν τα προηγούμενα χρόνια. Ουσιαστικά βαδίζει χωρίς σχέδιο, χωρίς πνοή.
Γιατί, όμως, θα πρέπει να μας ενδιαφέρουν όλ’ αυτά; Οχι, βέβαια, επειδή ενδιαφέρουν τους τεχνικούς της εξουσίας, που μ’ αυτά ασχολούνται από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μόνο για να ξέρουμε τι έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε. Μια κυβέρνηση αποφασισμένη να χάσει αλλά να μην κάνει πίσω στην αντιλαϊκή της πολιτική είναι ένας πιο δύσκολος αντίπαλος. Γι’ αυτό και στόχος μας δεν πρέπει να είναι η κυβέρνηση, αλλά το σύστημα που διαχειρίζεται αυτή η κυβέρνηση. Τι σημαίνει αυτό; Οτι χρειάζονται σκληροί αγώνες, που θα πονέσουν το σύστημα (και όχι απλώς θα φθείρουν την κυβέρνηση), προκειμένου να κατακτηθούν νίκες, να οργανωθεί μια στοιχειώδης άμυνα απέναντι στην επίθεση του κεφάλαιου που φέρνει η κρίση. Η πρόσφατη εξέγερση της νεολαίας έδωσε ένα σημαντικό δείγμα γραφής. Μπορεί να ήταν περισσότερο ένα ξέσπασμα οργής παρά ένας αγώνας που διατύπωσε συγκεκριμένες διεκδικήσεις, το γεγονός όμως ότι χρησιμοποίησε βίαια μέσα πάλης μας αποκάλυψε τι είναι αυτό που φοβάται το σύστημα.
Το να φθείρεις πολιτικά μια κυβέρνηση είναι σχετικά εύκολη υπόθεση, όταν αυτή η κυβέρνηση έχει χάσει κάθε επαφή με το λαό, όταν δε μπορεί να «ικανοποιήσει» κανένα λαϊκό στρώμα. Το σύστημα, όμως, διαθέτει πάντοτε εναλλακτικές λύσεις. Το κοινοβουλευτικό παιχνίδι δεν έχει αδιέξοδα. Οταν, λοιπόν, οι λαϊκές κινητοποιήσεις αναφέρονται στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι ή εφάπτονται μ’ αυτό, μετατρέπονται (παρά τη θέλησή τους) σε εφεδρεία του συστήματος. Γι’ αυτό και συνιστά χοντρό πολιτικό λάθος η προσπάθεια που καταβλήθηκε από οργανωμένες δυνάμεις του κινήματος να αναδειχτεί ως κύριο σύνθημα-αίτημα το «κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων». Ηταν ένα αίτημα που έστελνε αέρα στα πανιά του ΠΑΣΟΚ, γιατί έτσι λειτουργεί στην πράξη κι αυτό δεν αλλάζει όσες φλυαρίες περί «από τα κάτω κι από τ’ αριστερά» και αν το συνοδεύουν. Μπορεί αυτό το αίτημα να ικανοποιούσε τη λαϊκή συνείδηση, όμως το να χαϊδεύεις αυτιά δεν συνιστά επαναστατική πολιτική.
Η καπιταλιστική βαρβαρότητα δεν ταυτίζεται με μια κυβέρνηση ούτε μ’ ένα μηχανισμό καταστολής (την Αστυνομία εν προκειμένω). Ταυτίζεται με ολόκληρο το σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς. Στις αυθόρμητες εξεγέρσεις κομματιών του κοινωνικού κινήματος καθήκον μας είναι να παρεμβαίνουμε πρώτο για να τις ενισχύσουμε και δεύτερο για να συνενώσουμε την ορμητικότητα και τη βιαιότητά τους με τη συνείδηση της επαναστατικής ανατροπής και με στόχους που θα πηγαίνουν μπροστά το κίνημα και όχι την αντιπολίτευση.