Κάποιοι μπορεί να αισθάνθηκαν έκπληξη παρακολουθώντας τη συζήτηση στη Βουλή για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Εκεί που πριν από μερικές μέρες «σφάζονταν παλικάρια», με τον Τσίπρα να απαιτεί «εκλογές εδώ και τώρα» και τον Μητσοτάκη να του απαντά αναλόγως, παρακολουθώντας την προχτεσινή συζήτηση κόντευε να σε πάρει ο ύπνος από τους χαμηλούς τόνους.
Εψαχνε να βρει σημεία διαφοροποίησης από την κυβερνητική πολιτική ο Τσίπρας. Το ίδιο και ο Κατρίνης (ως κοινοβουλευτικός α/α του Ανδρουλάκη). Τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ διαφοροποιήθηκε από την αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία και από τη διαδικασία με την οποία πάρθηκε η σχετική απόφαση από τον Μητσοτάκη, ενώ το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ διαφοροποιήθηκε μόνο ως προς τη διαδικασία.
O Tσίπρας ξεκαθάρισε εξαρχής ότι «πρέπει -παρά τις διαφορές μας που είναι γνωστές, υπαρκτές και θα διατυπωθούν- να υπάρξουν και να ακουστούν σε αυτήν την Αίθουσα κοινοί στόχοι για όλους μας, γι’ αυτό που ονομάζουμε εθνικό συμφέρον, πατριωτικό συμφέρον και για το συμφέρον της ειρήνης, της προκοπής, της ειρηνικής συμβίωσης των λαών σε διεθνές επίπεδο» και κριτίκαρε (χωρίς καταγγελτικό ύφος) τον Μητσοτάκη ότι «σε πολλά σημεία της τοποθέτησής του το μυαλό του ήταν στους πολιτικούς του αντιπάλους και όχι στον Πούτιν και στον Ερντογάν».
Κι αμέσως τοποθετήθηκε με σαφήνεια στο νατοϊκό στρατόπεδο: «Αυτές τις κρίσιμες ώρες, λοιπόν, οφείλουμε όλοι, χωρίς αστερίσκους, απερίφραστα να καταδικάσουμε την εισβολή της Ρωσικής Ομοσπονδίας, την παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας και της κυριαρχίας της Ουκρανίας, όπως βεβαίως και την απαράδεκτη αναθεωρητική λογική στην οποία βασίζονται οι ρωσικές πολεμικές επιχειρήσεις». Είπε ότι «οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας είναι ένα ισχυρό διπλωματικό εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση και ως ευρωπαϊκή χώρα ορθώς στηρίζουμε και συμμετέχουμε σε αυτές». Ζήτησε, ακόμη, «να είμαστε θετικοί στην απόδοση καθεστώτος υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ουκρανία για λόγους ουσιαστικούς, αλλά και συμβολικούς αυτές τις δύσκολες στιγμές».
Ούτε λέξη για την πολιτική των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη και το σχέδιο περικύκλωσης της Ρωσίας. Ούτε λέξη για τους νεοναζιστές και τους λυσσασμένους εθνικιστές της Ουκρανίας, που έχουν περάσει από μαχαίρι όποιον μιλάει ρωσικά στην Ουκρανία. Ούτε λέξη για το αμερικανόδουλο καθεστώς της Ουκρανίας, τους Ποροσένκο, τους Ζελένσκι και τις άλλες μαριονέτες των Αμερικανών. Ούτε υπόνοια ίσων αποστάσεων ανάμεσα στα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, αλλά πλήρης ταύτιση με το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο της Δύσης, των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Το κλίμα εθνικής ομοψυχίας συνόψισε στην αρχή της δευτερολογίας του ο Μητσοτάκης: «Θέλω κατ’ αρχάς να εκφράσω την ικανοποίησή μου για το γεγονός ότι και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από το ΚΙΝΑΛ υπήρξε μια ξεκάθαρη και χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις καταδίκη της απρόκλητης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και μία συμφωνία στο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση έπρεπε, επιβαλλόταν να πάρει ένα αυστηρό πλαίσιο κυρώσεων, οι οποίες αυτήν τη στιγμή ασκούν μία μεγάλη πίεση στη ρωσική οικονομία, ως το ελάχιστο αντίμετρο, την ελάχιστη αντίδραση σε αυτήν τη συμπεριφορά της Ρωσίας (…) Το λέω αυτό διότι έχει μια μεγάλη σημασία από τη σημερινή συζήτηση να σταθούμε περισσότερο στα θετικά μηνύματα τα οποία μπορεί να εκπέμψει η Εθνική Αντιπροσωπεία και να περιορίσουμε στο ελάχιστο τις όποιες διαφωνίες μας. Οι εξελίξεις είναι τόσο μεγάλες και τόσο σημαντικές που πραγματικά νομίζω ότι θα αδικούσαμε τη συζήτηση αν δεν επιδιώκαμε με κάποιο τρόπο να αναζητήσουμε περισσότερες συνθέσεις και να επιμείνουμε λιγότερο στις όποιες διαφωνίες μας».
Ο Τσίπρας εξήρε το γεγονός ότι «στη δευτερομιλία του ο πρωθυπουργός ήταν ορισμένα κλικ πιο χαμηλός, όπως αρμόζει στις περιστάσεις, σε σχέση με την πρωτομιλία του και σε ό,τι αφορά τις αιχμές προς την Αξιωματική Αντιπολίτευση και τα κόμματα του Κοινοβουλίου». Και συνέχισε, σε ακόμα πιο χαμηλούς τόνους: «Διαφορές έχουμε και θα αναφερθώ σε αυτές. Διότι όταν είναι κρίσιμες οι στιγμές είναι αναγκαίο να έχουμε ένα υψηλό επίπεδο πολιτικού διαλόγου και να καταθέτουμε τις ενστάσεις μας. Αλλά νομίζω ότι είναι σημαντικό να κατανοούμε την κρισιμότητα των στιγμών».
Διευκρίνισε, μάλιστα, ότι δε θα είχε καμιά διαφωνία με την αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία «στα πλαίσια μιας απόφασης της Ευρωπαϊκής Ενωσης», χωρίς να παραλείψει να τονίσει: «Προφανώς, κατανοώ πλήρως τις συμβατικές υποχρεώσεις που έχει η χώρα και στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΝΑΤΟ». Η διαφωνία του, όπως είπε, είναι στο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη «συντάχθηκε με ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίες προέτρεξαν σε διμερές πλαίσιο, αλλά όχι στα πλαίσια των συλλογικών αποφάσεων, να προχωρήσουν στην αποστολή στρατιωτικού υλικού».
Αυτή η προσχηματική διαφωνία του Τσίπρα, την οποία ο ίδιος οριοθέτησε ως δευτερεύουσα και όχι επί της αρχής, έγινε εκ του ασφαλούς. Μέσα στο πλαίσιο του «εθνικού κορμού». Διότι υπήρξαν πολλοί από τους δημοσιολογούντες εκπροσώπους του ελληνικού εθνικισμού που υποστήριξαν δημόσια ότι η Ελλάδα έπρεπε να περιοριστεί στην αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας, ώστε να μην εξοργίσει το καθεστώς Πούτιν, που μπορεί να ενθαρρύνει την Τουρκία στη δική της αναθεωρητική δράση.
Ηταν, δηλαδή, μια διαφωνία απολύτως οριοθετημένη εντός των πλαισίων του ελληνικού αστικού εθνικισμού και του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Αυτή η ελαφρώς διαφορετική τακτική προσέγγιση δικαιολογούνταν απόλυτα και από το γεγονός ότι μόλις οι μισές χώρες της ΕΕ έστειλαν οπλισμό στην Ουκρανία. Ανάμεσα δε στους απόντες ξεχώριζε η ιμπεριαλιστική Ιταλία, η μονοπωλιακή αστική τάξη της οποίας έχει ιδιαίτερες σχέσεις με το ρωσικό ιμπεριαλισμό (στον ενεργειακό, τον τραπεζικό και τον βιομηχανικό τομέα).
Θα φέρουμε μόνο ένα παράδειγμα. Ο Γ. Παπαχρήστος, ο βασικός αρθρογράφος του Συγκροτήματος Μαρινάκη, στο χτεσινό φύλλο των «Νέων» εξέφραζε τη διαφωνία του, γράφοντας ότι «δεν ήταν και πολύ σοφό να φαινόμαστε επισπεύδοντες στην επιχείρηση “αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην Ου- κρανία“», διότι τα όπλα «συνιστούν μια ανάμειξη που, θα το επαναλάβω, είναι αχρείαστη, και μας βάζει στο ίδιο τσουβάλι με όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους που στέλνουν στην Ουκρανία πυραύλους και αντιαρματικά και βόμβες και εκτοξευτήρες και δεν ξέρω τι άλλο». Και κατέληγε: «Γιατί εμείς επιλέξαμε να είμαστε στους 14 και όχι στους υπόλοιπους 13 που όπως η Ιταλία και η Ισπανία, ας πούμε, επέλεξαν να αποστείλουν υγειονομικό υλικό, ομολογώ ότι δεν μου το έλυσε ως απορία ούτε ο πρόεδρος Κυριάκος κατά τη χθεσινή του ομιλία στη Βουλή. Κρατώ λοιπόν τις απορίες μου, κρατώ και τις αμφιβολίες μου, και επιμένω: συνιστά λάθος η ανάμειξή μας σε μια σύρραξη στην οποία μπορεί να είναι πιθανολογούμενη η έκβασή της, αλλά άγνωστες οι μακροχρόνιες συνέπειές της για την Ευρώπη και για μας. Η εξωτερική πολιτική είναι ένα ευαίσθητο πεδίο άσκησης και δεν χωρούν αδεξιότητες και παρορμητισμοί. Κάθε κίνηση θέλει σοβαρή μελέτη, και δεν είμαι (καθόλου!) σίγουρος ότι το εξετάσαμε το πράγμα από όλες τις πλευρές…».
Η επιμέρους διαφοροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ήταν εκ του ασφαλούς και μέσα στο πλαίσιο της… εθνικής στρατηγικής του «ανήκομεν εις την Δύσιν», της στρατηγικής της ξενοδουλείας και της εμπλοκής της χώρας μας σε κάθε πολεμικό τυχοδιωκτισμό των ιμπεριαλιστών της Δύσης.
Προφανώς έτσι αξιολόγησε τα πράγματα και ο πρέσβης Πιουριφόι (συγγνώμη, Πάιατ), που αφού έγινε η συζήτηση στη Βουλή, βγήκε και με μια μακροσκελή δήλωσή του on camera μοίρασε συγχαρητήρια στο πολιτικό προσωπικό της αστικής Ελλάδας, τονίζοντας ότι «η Ελλάδα ήταν και παραμένει ένας κρίσιμος σύμμαχος του ΝΑΤΟ στην ενίσχυση της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Συμμαχίας». «Δεσμευόμαστε να συνεργαστούμε με όλους τους δημοκρατικούς συμμάχους και εταίρους μας στον κόσμο για να επιβάλλουμε σοβαρό κόστος στη Ρωσία για τις ενέργειες της, καθώς επίσης να συνεργαστούμε με τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ για να προστατεύσουμε κάθε τετραγωνικό μέτρο νατοϊκού εδάφους», κατέληξε ο Πάιατ.
Η χώρα μας, με απόλυτη συμφωνία του κυρίαρχου αστικού μπλοκ εξουσίας, παίρνει άμεσα μέρος σε έναν ακόμη ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στο πλευρό των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Δεν τηρεί μια –τυπική έστω- ουδετερότητα. Ακόμα και οι δευτερεύουσες διαφωνίες, εκτός του ότι είναι υποκριτικές, δεν αφορούν αυτή καθαυτή τη συμμετοχή της Ελλάδας, ως χώρας-δορυφόρου, στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο της Δύσης. Δεν αμφισβητούν το στάτους της ξενοδουλείας, όπως διαμορφώθηκε από καταβολής ελληνικού κράτους και ιδιαίτερα όπως διαμορφώθηκε στα μεταπολεμικά χρόνια.
Οι αμερικάνικες βάσεις στην Ελλάδα έτσι κι αλλιώς εμπλέκουν άμεσα τη χώρα μας στον αδυσώπητο ανταγωνισμό του ρωσικού ιμπεριαλισμού με τους ιμπεριαλιστές της Δύσης, ιδιαίτερα τους Αμερικανούς. Μετά και από την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας σε μια χώρα που δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά διεξάγει πόλεμο για λογαριασμό του ΝΑΤΟ ενάντια σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη αντίπαλη του ΝΑΤΟ, και σ’ ένα περιβάλλον αναβίωσης των πολεμικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του πλανήτη, οι κίνδυνοι για τη χώρα και το λαό μας διαγράφονται πιο καθαρά.
Εξω από το ΝΑΤΟ – Εξω οι βάσεις του θανάτου. Τα αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα πρέπει να δονήσουν και πάλι τη χώρα μας, σηματοδοτώντας μια πλευρά της πάλης ενάντια στο εκμεταλλευτικό, καταπιεστικό και ξενόδουλο καθεστώς της ελληνικής αστικής τάξης, της πάλης για την εργατική εξουσία και τον κομμουνισμό.