«Σε ό,τι αφορά τις αναφορές που έγιναν στο πρόσωπό μας ως δικαστών, εγώ έχω να πω ότι εάν από τη διαδικασία κάποιοι εκ των κυρίων κατηγορουμένων ή και όλοι αποδειχθούν αθώοι, αυτό όχι μόνο θα το πούμε, αλλά και θα το φωνάξουμε δυνατά προς πάσα κατεύθυνση».
Αυτή ήταν η απάντηση-σχόλιο του προέδρου του ειδικού Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, το οποίο δικάζει στις φυλακές Κορυδαλλού την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα. Απάντηση-σχόλιο στο δριμύ «κατηγορώ» που είχαν εξαπολύσει αμέσως προηγούμενα οι Ν. Μαζιώτης, Π. Ρούπα και Κ.. Γουρνάς, μέλη του ΕΑ που έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή τους στην οργάνωση. «Κατηγορώ» που είχε περιλάβει και την αστική Δικαιοσύνη γενικά και το συγκεκριμένο δικαστήριο ειδικά.
Να περάσει στην αντεπίθεση –κατά κάποιο τρόπο– διακηρύσσοντας την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του δικαστήριου, προσπάθησε ο πρόεδρος, αλλά εκείνο που κατάφερε ήταν να βρεθεί ο ίδιος στη θέση του απολογούμενου. Ενός αμήχανου απολογούμενου, μάλιστα. Γι’ αυτό και διέπραξε ένα lapsus linguae, ασυνήθιστο για έναν έμπειρο δικαστή, με τόσα χρόνια θητείας στα δικαστικά έδρανα.
«Εάν κάποιοι αποδειχθούν αθώοι»! Τα είπε όλα μέσα σε λίγες λέξεις, διαπράττοντας μια γκάφα ολκής. Τι έπρεπε να πει; Αυτό που ο Μαργαρίτης, ο πρόεδρος στην πρώτη δίκη της 17Ν, επαναλάμβανε συνέχεια: «Για μένα είσαστε όλοι αθώοι, μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι ν’ ακούσω και την τελευταία λέξη συναδέλφου μου στη διάσκεψη των δικαστών». Υποκριτικά, βέβαια, τα έλεγε αυτά. Κάποια στιγμή, εκνευρισμένος από την εξέλιξη της δίκης, είχε χαρακτηρίσει τους κατηγορούμενους «ύαινες που παραφυλούσαν στο σκοτάδι», αλλά και πάλι φρόντισε να το μαζέψει.
Βλέπετε, ο αστικός «νομικός πολιτισμός» για τον οποίο τόσοι και τόσο επαίρονται, αναγνωρίζει το τεκμήριο της αθωότητας σε κάθε κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αθωότητά του, αλλά η κατηγορούσα αρχή πρέπει ν’ αποδείξει την ενοχή του. Γι’ αυτό και στον κατηγορούμενο αναγνωρίζεται και το δικαίωμα σιωπής, το οποίο μάλιστα (υποτίθεται ότι) δεν πρέπει να κρίνεται ως στοιχείο επιβαρυντικό για τον κατηγορούμενο.
Ολ’ αυτά τα πέταξε στα σκουπίδια ο πρόεδρος του τρέχοντος τρομοδικείου, διακηρύσσοντας το τεκμήριο της ενοχής των συγκεκριμένων κατηγορούμενων. Ολοι αντιμετωπίζονται ως εκ προοιμίου ένοχοι που πρέπει ν’ αποδείξουν την αθωότητά τους. Τις επόμενες μέρες είμαστε σίγουροι ότι θ’ ακούσουμε διάφορες δικαιολογίες από πλευράς προέδρου, δικαστών και εισαγγελέων της δίκης. Πλέον, όμως, γνωρίζουμε όλοι πως ο πρόεδρος του τρομοδικείου αποκάλυψε –παρά την πρόθεσή του– την προκατάληψή του έναντι των συγκεκριμένων κατηγορούμενων, επιβεβαιώνοντας έτσι στο ακέραιο αυτά που μόλις προηγούμενα είχαν καταλογίσει στο δικαστήριο τα μέλη του ΕΑ: «Θα μας καταδικάσετε για όλα, γιατί αυτή είναι η πολιτική εντολή που έχετε».
Το συγκεκριμένο περιστατικό δεν μας προκαλεί έκπληξη ως προς την ουσία (έκπληξη μας προκάλεσε μόνο η εμφανής έλλειψη σωστών ανακλαστικών από τον πρόεδρο). Τα δικαστήρια αυτά έχουν συγκεκριμένη αποστολή (γι’ αυτό και συγκροτούνται με ειδικές διαδικασίες). Αποστολή τους είναι η εξόντωση πολιτικών αντιπάλων του συστήματος. Είναι οι δικαστές, λοιπόν, που οφείλουν να τινάξουν από πάνω τους το (αναμφισβήτητο) τεκμήριο της διατεταγμένης αποστολής, όπως έκαναν ορισμένοι δικαστές σε δυο δίκες του ΕΛΑ.
Π.Γ.