Θα μείνετε πιστοί στο πνεύμα του παραδοσιακού Ποινικού Δικαίου, που περιλαμβάνει μερικές κατακτήσεις, οι οποίες αντανακλούν στο επίπεδο του νομικού πολιτισμού τις κατακτήσεις των λαών μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ή θα προσαρμοστείτε στις απαιτήσεις της «αντιτρομοκρατικής» υστερίας, που οδηγούν στη θέσπιση ενός «Δικαίου του εχθρού»; Αυτό το δίλημμα (σε δική μας ελεύθερη απόδοση) έθεσε στους δικαστές του τρομοδικείου που δικάζει την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα, η Δάφνη Βαγιανού, συνήγορος υπεράσπισης των απόντων Νίκου Μαζιώτη και Πόλας Ρούπα, η οποία άνοιξε το «χορό» των αγορεύσεων των νομικών παραστατών των οκτώ κατηγορούμενων.
Εκπροσωπώντας τους δυο αυτούς κατηγορούμενους, η Δ. Βαγιανού έπρεπε να ισορροπήσει ανάμεσα στην καθαρά πολιτική υπεράσπιση, που οι εντολείς της (μαζί με τον Κώστα Γουρνά) έχουν επιλέξει, και το χρέος του νομικού παραστάτη, που δεν περιορίζεται απλά στην υπεράσπιση των συγκεκριμένων κατηγορούμενων, αλλά θέτει και ζητήματα αρχών, με το βλέμμα στραμμένο και στο παρελθόν και στο μέλλον. Η εμπειρία της σε πολιτικές δίκες μεγάλης σημασίας επέτρεψε στην Δ. Βαγιανού να φέρει σε πέρας αυτό το έργο, χωρίς να παραβλέψει τις νομικές πτυχές της υπόθεσης, αλλά και χωρίς να διολισθήσει σε νομικισμούς που θα ξεπερνούσαν την πολιτική θέση των εντολέων της.
Εισαγωγικά η συνήγορος ασχολήθηκε με το περιβόητο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα, που αποτελεί την καρδιά της «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας. Αναφέρθηκε στην ασάφεια και την αοριστία του και στην κραυγαλέα πολιτική σκοπιμότητα που κρύβεται πίσω από τον ορισμό της «τρομοκρατίας», ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με τις αρχές του Δικαίου. Θύμισε τη μάχη που έδωσαν οι Μαζιώτης-Ρούπα-Γουρνάς για να χαρακτηριστούν οι σε βάρος τους κατηγορίες «πολιτικά αδικήματα», μολονότι ξεκαθάρισαν από την πρώτη στιγμή πως δεν θεωρούν ότι διέπραξαν οποιοδήποτε αδίκημα, αλλά ανέπτυξαν επαναστατική δράση στην υπηρεσία του ελληνικού λαού.
Καταλήγοντας σ’ αυτό το κεφάλαιο της αγόρευσής της, η Δ. Βαγιανού χαρακτήρισε τον ορισμό της «τρομοκρατίας» ως βίαιη αποπολιτικοποίηση της ένοπλης πάλης, ως έμπρακτη υλοποίηση της τάσης να εξοβελιστεί από το Ποινικό Δίκαιο η έννοια του πολιτικού αδικήματος. Το Ποινικό Δίκαιο, τόνισε, γίνεται πεδίο έκφρασης της κρατικής δύναμης. Απονομιμοποιεί και καταστέλλει κάθε έκφραση του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Στο πεδίο αυτής της καταστολής δεν περιλαμβάνονται μόνο ο Μαζιώτης και η Ρούπα, αλλά κάθε μορφή αντίστασης, κάθε κινητοποιούμενος. Είναι εκατομμύρια οι κινητοποιούμενοι στις συνθήκες της κρίσης και έτσι στη θέση του παραδοαισκού Ποινικού Δικαίου έρχεται να τοποθετηθεί ένα Ποινικό Δίκαιο «του εχθρού». Η ασφάλεια, που δεν είναι παρά το αποτέλεσμα ορισμένων έννομων αγαθών, μετατρέπεται σ’ ένα ομιχλώδες υπερδικαίωμα που παρασέρνει όλες τις θεμελιώδες διατάξεις του Ποινικού Δικαίου. Ετσι, έχουμε δυο Ποινικά Δίκαια, ένα του εχθρού και ένα του πολίτη.
Στη συνέχεια, η συνήγορος αναφέρθηκε στη δράση του ΕΑ, ξεκινώντας από την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τους Μαζιώτη-Ρούπα-Γουρνά, με κείμενό τους στις 27 Απρίλη του 2010. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, τόνισε, δεν έγινε υπό το βάρος των ενοχοποιητικών στοιχείων. Τι υπήρχε, για παράδειγμα, ενάντια στην Π. Ρούπα, ενόψει και του γεγονότος ότι ήταν σύντροφος του Ν. Μαζιώτη; Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης έγινε για δυο λόγους: πρώτο, για να σταλεί το μήνυμα ότι και μέσα από τις φυλακές ο αγώνας συνεχίζεται και δεύτερο, για να υπερασπιστούν τη μνήμη και την τιμή του δολοφονημένου συντρόφου τους Λάμπρου Φούντα. Η Δ. Βαγιανού αναφέρθηκε αναλυτικά στην πολιτική δράση του ΕΑ και στις ενέργειές του, αρχικά ως ένοπλη προπαγάνδα και στη συνέχεια ως παρέμβαση στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Στο επόμενο κεφάλαιο της αγόρευσής της η Δ. Βαγιανού ασχολήθηκε με τις ενέργειες του ΕΑ από άποψη νομική, θέτοντας μερικά ευρύτερα ζητήματα. Αναφέρθηκε, για παράδειγμα, στο ζήτημα της «διεύθυνσης», το οποίο απέρριψε ως κατηγορία και ο εισαγγελέας, τονίζοντας ότι δεν είναι δυνατόν άνθρωποι που περιγράφουν το όραμά τους για τη μελλοντική κοινωνία ως αντιιεραρχικό (διάβασε σχετικό κείμενο) να συμμετέχουν σε μια οργάνωση με διευθυντές και διευθυνόμενους. Αναφέρθηκε στο νομικό τερατούργημα να μετατρέπονται όλες οι προπαρασκευαστικές πράξεις μιας έκρηξης σε αυτοτελή αδικήματα, προκειμένου να προστίθενται χρόνια στις ποινές, καθώς επίσης και στην έννοια του «κοινού κινδύνου», που εμφανίζεται παντού, ενώ ο «κίνδυνος» πρέπει να είναι συγκεκριμένος και σαφώς ορισμένος. Θύμισε, δε, το πάθος με το οποίο οι Μαζιώτης-Ρούπα προσπάθησαν καθ’ όλη τη διαδικασία ν’ αποδείξουν ότι από τις ενέργειες του ΕΑ δεν υπήρξε κίνδυνος ανθρώπου. Επίσης, η συνήγορος αναφέρθηκε στη διεύρυνση της έννοιας της «κοινής ωφέλειας» έτσι που να χωράνε τα πάντα, με αποτέλεσμα μια παραγωγική μονάδα της ΔΕΗ στην Κοζάνη να εξισώνεται με ένα αστυνομικό αυτοκίνητο!
Από το στόχαστρο της Δ. Βαγιανού δεν ξέφυγε ο περιβόητος Παπαθανασάκης, ο τμηματάρχης «εσωτερικής τρομοκρατίας» της ΔΑΕΕΒ (Αντιτρομοκρατική). Οπως τόνισε, ο Παπαθανασάκης ήρθε στο δικαστήριο ως ο μαέστρος των ειδικών ανακριτικών πράξεων της «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας (άρθρο 253Α ΚΠΔ) και απαξίωσε να κατονομάσει τις πρωτόλειες πηγές των πληροφοριών του, για να μη μπορέσουν αυτές να ελεγχθούν στο ακροατήριο. Δεν είναι υπέρτερη η ασφάλεια, υπέρτερα είναι τα συνταγματικά δικαιώματα που διακυβεύονται, τόνισε η συνήγορος. Ομως ο Παπαθανασάκης ήρθε και σας είπε «αρκεστείτε σε όσα σας λέω» και ο μεν κ. εισαγγελέας έσπευσε να τα υιοθετήσει στην ολότητά του, το δε δικαστήριο υπήρξε σιωπηλό, δεν διερεύνησε τα λεγόμενά του, τα αποδέχτηκε.
Ποιος θα φάει στο κεφάλι τις ενέργειες, αν τις φάει; Μ’ αυτό το ερώτημα η Δ. Βαγιανού μπήκε στο τελευταίο κεφάλαιο της αγόρευσής της. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για τις ενέργειες, τόνισε, και επομένως, με βάση το αντικειμενικό Ποινικό Δίκαιο, δεν μπορεί να καταλογιστούν σε κάποιο πρόσωπο. Τα μέλη του ΕΑ δήλωσαν περήφανα για την οργάνωσή τους και τη δράση τους και, σε ελεύθερη απόδοση, είπαν «αποδείξτε το». Πράγματι, εσείς έχετε το βάρος της απόδειξης. Καταλαβαίνω, συνέχισε, ότι για την εξουσία και τους μηχανισμούς καταστολής αυτό είναι δύσκολο. Θα απογοητευθούν, αν εσείς εμμείνετε στις αρχές του Ποινικού Δικαίου. Η εξουσία θα θυμώσει. Η συνήγορος αναφέρθηκε αναλυτικά στις μοντέρνες κατασταλτικές θεωρίες του Ποινικού Δικαίου, που θέλουν ως κεντρικό σημείο της ποινικής καταστολής όχι το άτομο και το έγκλημα, αλλά τη συλλογική ευθύνη (ανέφερε και παραδείγματα τέτοιων εισηγήσεων σε διεθνή συνέδρια). Αν αυτές οι θεωρίες γίνουν πράξη, συνέχισε, θα σας βάλουν ν’ αναλάβετε πολιτικές σταυροφορίες στο όνομα του νέου Ποινικού Δικαίου. Οταν τα εκατομμύρια των ανέργων και απελπισμένων θα κάνουν πράξη αυτό που οι επαναστάτες ονομάζουν επαναστατική κατάσταση, θα σας βάζουν να τους τιμωρείτε όχι ατομικά, αλλά συλλογικά. Η συλλογική ευθύνη θα είναι η αντανάκλαση στο Ποινικό Δίκαιο του κοινωνικού εφιάλτη που βιώνουν οι λαοί.
Το πιο έντιμο, κατέληξε η Δ. Βαγιανού, είναι να πείτε: δεν υπάρχουν στοιχεία. Θα τους αφήσουμε ατιμώρητους ως προς τις ειδικές πράξεις; Ναι, αν θέλουμε να κρατήσουμε ακόμη ορισμένα οχυρά του νομικού πολιτισμού, που κατακτήθηκαν ειδικά μετά από δύο φονικούς παγκόσμιους πολέμους και αντανακλούν ευρύτερες κατακτήσεις των λαών. Θα δώσουμε πίσω όσα κατακτήθηκαν στον τομέα του νομικού πολιτισμού; Ο κ. εισαγγελέας διάλεξε ένα δρόμο λιγότερο οδυνηρό, όμως η απλή συνέργεια είναι μια λάθος κατασκευή.
Αμέσως μετά, η συνήγορος απέδειξε γιατί η απλή συνέργεια σε όλες τις πράξεις της οργάνωσης είναι μια νομική κατασκευή, «ξετινάζοντας» όλη την επιχειρηματολογία του εισαγγελέα, σύμφωνα με την οποία όλες οι βοηθητικές πράξεις στις ενέργειες μιας οργάνωσης ανάγονται σε απλή συνέργεια. Οταν πρόκειται για μέλη μιας οργάνωσης και όχι για κάποιος τρίτους, δεν μπορεί η εκτέλεση των καθηκόντων του μέλους να ανάγονται σε απλή συνέργεια στις ενέργειες της οργάνωσης. Ολα όσα ανέφερε ο εισαγγελέας, τόνισε η Δ. Βαγιανού, είναι η λειτουργική ιδιότητα των μελών της οργάνωσης (η οποία τιμωρείται με το βασικό αδίκημα της «συγκρότησης και ένταξης») και όχι απλή συνέργεια. Ξέρω ότι είναι δύσκολο για σας, κατέληξε, διότι ένα δικαστήριο και μια οργάνωση ένοπλης πάλης βρίσκονται αντιμέτωποι, όμως πρέπει να το κάνετε. Ο Μαζιώτης δεν πίστευε ότι θα το κάνετε, εγώ σας καλώ να το κάνετε.
Κλείνοντας, η Δ. Βαγιανού επανήλθε στις πολιτικές επισημάνσεις με τις οποίες ξεκίνησε. Σημείωσε ότι η οργάνωση ΕΑ δεν δημιουργήθηκε με εγκληματική διάθεση, ούτε με βάση όσα υποστηρίζουν κάποιες μοντέρνες ψυχολογικές θεωρίες που είναι για τα σκουπίδια. Σε όλες τις μεγάλες ιστορικές στιγμές υπάρχουν άνθρωποι που αντλούν τον προορισμό τους όχι από το κυρίαρχο σύστημα, αλλά από υπόγειες πηγές, που κάποια στιγμή –όπως τονίζει ο Χέγκελ– σπάνε το φλοιό του κυρίαρχου συστήματος. Κάποιοι οραματίζονται το καινούργιο και μπαίνουν στις μεγάλες ιστορικές σχέσεις με τίμημα αυτοθυσίας. Η ιστορία θα κάνει την αποτίμησή της, εμείς όμως πρέπει να σημειώσουμε ότι τίποτα δεν πάει χαμένο. Ο Μαζιώτης και η Ρούπα επέλεξαν τις μεγάλες ιστορικές σχέσεις και το τίμημά τους. Ελπίζω να τελειώσουν με καλά μαντάτα. Δεν ξέρω που βρίσκονται, φαντάζομαι όμως ότι ταλαιπωρούνται, γιατί η ζωή της παρανομίας ποτέ δεν είναι εύκολη, κατέληξε συγκινημένη η Δ. Βαγιανού.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Παρασκευή 8 Μάρτη.