Polizei uber alles (η Αστυνομία πάνω απ’ όλα). Το βασικό δόγμα της κρατικής καταστολής επιβεβαιώθηκε για μια φορά ακόμα με τη συζήτηση και την απόφαση του τρομοδικείου επί της ένστασης της υπεράσπισης Κορτέση για ακυρότητα του εγγράφου της Ασφάλειας για τα αποτυπώματα. Σε μια αμήχανη αγόρευση, ο εισαγγελέας της έδρας υποστήριξε, επί της ουσίας, ότι έχει κριθεί νομολογιακά, ότι τα εργαστήρια της Αστυνομίας είναι υπεράνω υποψίας (και υπεράνω ελέγχου, κατ’ ακολουθίαν). Ο,τι στέλνουν στα δικαστήρια πρέπει να θεωρείται θέσφατο. Η υπηρεσία της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Εργαστηρίων κατά κανόνα συντάσσει απλό έγγραφο με τα συμπεράσματά της και μόνο κατ’ εξαίρεση, αν ζητηθεί από τη δικαστική αρχή, συντάσσει έκθεση πραγματογνωμοσύνης, υποστήριξε ο εισαγγελέας, επικαλούμενος την πολύχρονη θητεία του στα δικαστήρια.
Επειδή, όμως, αντιλαμβανόταν πως η επιχειρηματολογία του συνιστούσε ένα σύνολο από νομικισμούς και όχι στέρεα νομική επιχειρηματολογία, ο εισαγγελέας κράτησε για το τέλος ένα επιχείρημα ουσίας (έτσι το θεώρησε τουλάχιστον). Το μόνο επίδικο που υπάρχει, είπε, είναι ότι μεταξύ του Κορτέση και του μακαρίτη του Φούντα υπήρχε μια γνωριμία, την οποία νομίζω ότι ο Κορτέσης δεν αρνείται. Εάν δεν την αρνείται, δεν υπάρχει αντικείμενο!
Για τον εισαγγελέα, προφανώς, δεν υπάρχουν ζητήματα αρχών, που πρέπει να τίθενται σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το ποινικό βάρος που έχουν τα επίδικα στοιχεία. Κατέφυγε στο τελευταίο σόφισμα, για να υπερασπιστεί το βασίλειο της αστυνομικής αυθαιρεσίας. Αφού δεν σε επιβαρύνει σε κάτι, τι θες τώρα και κάνεις ένσταση; Αυτή ήταν η κατακλείδα της τοποθέτησής του. Εμείς θα του θυμίσουμε, πάντως, ότι σε όλες τις μεγάλες πολιτικές δίκες του παρελθόντος (πιο πρόσφατες οι δίκες για τις υποθέσεις 17Ν και ΕΛΑ), επειδή πάντοτε υπήρχε αμφισβήτηση των συμπερασμάτων της Ασφάλειας για τα αποτυπώματα, αναγκάζονταν να φέρουν τις εκθέσεις με τις φωτογραφίες και τις ταυτοποιήσεις, τις οποίες μάλιστα παρουσίαζε κάποιο ανώτερο στέλεχος της υπηρεσίας. Θυμόμαστε παλιότερα το ρόλο αυτό να έχει ο Κουτσούμπας και πρόσφατα ο Γιαννακούρης, που ιδρωκοπούσαν για να πείσουν ότι έχουν κάνει σωστή ταυτοποίηση αποτυπωμάτων. Θυμόμαστε, επίσης, στη δεύτερη πρωτόδικη διαδικασία για την υπόθεση του ΕΛΑ, τον Χρήστο Τσιγαρίδα να κάνει σκόνη τον Γιαννακούρη και να αποδεικνύει με πείραμα μπροστά στο δικαστήριο, ότι με απλούστατο τρόπο ένα αποτύπωμα μπορεί να μεταφερθεί. Το Βατερλό του Γιαννακούρη πιστοποιήθηκε και από τη δικαστική απόφαση, που πέταξε στα σκουπίδια το έγγραφό του (κάνοντας σχετική αναφορά στο σκεπτικό) και αθωώνοντας την Ειρήνη Αθανασάκη. Δεν είναι, λοιπόν, και τόσο «μπετόν» η σχετική νομολογία, όπως υποστήριξε ο εισαγγελέας.
Η υπεράσπιση Κορτέση (Ι. Ραχιώτης), απάντησε στον εισαγγελέα ότι το πρώτο επιχείρημά του δεν έχει νόμιμη βάση, διότι καμιά εξαίρεση δεν θεσπίζεται για τα αστυνομικά εργαστήρια (δεν έχουν δηλαδή κάποιο τεκμήριο αυθεντίας). Υπάρχει, όντως, μια πάγια τακτική παρανομίας, στην οποία όμως κάποια στιγμή πρέπει να μπει ένα τέρμα. Δεν μπορεί να λέμε συνεχώς «έτσι το βρήκαμε, έτσι το συνεχίζουμε». Πώς θα κάνει ο κατηγορούμενος παρατηρήσεις, τι θα αντικρούσει, όταν δεν έχει έκθεση πραγματογνωμοσύνης; Βάσει ποιων δεδομένων θ’ απευθυνθεί σε τεχνικό σύμβουλο, που ευτυχώς υπάρχουν πλέον τέτοιοι τεχνικοί σύμβουλοι στην Ελλάδα και το εξωτερικό; Στην προκείμενη περίπτωση παραβιάζεται ευθέως το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που προβλέπει ότι ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να εξετάσει τα αποδεικτικά μέσα. Εδώ δεν υπάρχει αποδεικτικό μέσο που να μπορεί να το ελέγξει. Οσο για το τελευταίο επιχείρημα του εισαγγελέα, είναι πολύ πρόωρο να τεθεί τι αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο και τι όχι. Κι αυτό θα το κρίνει ο κατηγορούμενος και η υπεράσπισή του και όχι ο εισαγγελέας που είναι ο αντίδικος του κατηγορούμενου. Να μη λέμε, λοιπόν, «δεν έχει και τόση σημασία», γιατί αργότερα μπορεί να έχει. Σ’ αυτό το στάδιο της δίκης ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να αντικρούσει όλα τα αποδεικτικά μέσα που παρουσιάζονται.
Μετά από σύντομη διακοπή, το δικαστήριο ανακοίνωσε ότι απορρίπτει την ένσταση, με το σκεπτικό ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα έχουν συνταχθεί νόμιμα. Και σ’ αυτή την περίπτωση, δηλαδή, το τρομοδικείο έδειξε πλήρη περιφρόνηση προς τα προβλεπόμενα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία έχει καταντήσει ένα νεκρό γράμμα, γεγονός που προσδίδει μια καθαρά ειρωνική διάσταση σ’ αυτό που ονομάζουν «ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό». Η Αστυνομία στήνει υποθέσεις και η Δικαιοσύνη τις διεκπεραιώνει, χωρίς ν’ αμφισβητεί και να ελέγχει την Αστυνομία. Αυτό ήταν το μήνυμα και αυτής της απόφασης.
Μετά την ανακοίνωση της απόφασης, η υπεράσπιση Κορτέση, με σύντομη δήλωση, διευκρίνισε ότι ο κατηγορούμενος, πέραν της γενικής άρνησης της κατηγορίας, δεν αποδέχεται σιωπηρά κανένα αποδεικτικό μέσο που προσκομίζεται από την κατηγορούσα αρχή. Η δήλωση έγινε, όπως διευκρινίστηκε, για να μη γραφεί στην όποια απόφαση ότι ο κατηγορούμενος «δεν αντέτεινε».
Η συνέχεια της ανάγνωσης των εγγράφων δεν ήταν μια τυπική διαδικασία, όπως συνήθως είναι αυτό το στάδιο των δικών. Συνεχώς αναδεικνυόταν το όργιο της ασφαλίτικης αυθαιρεσίας και η παραβίαση στοιχειωδέστατων δικαιωμάτων των κατηγορούμενων.
Η υπεράσπιση Κορτέση προσέβαλε ως πλαστή την έκθεση σύλληψης, διότι αυτή φέρει ημερομηνία 11.4.2010 και αναφέρει ως χώρο σύλληψης τη ΓΑΔΑ, ενώ ο Κορτέσης είχε συλληφθεί μια μέρα πριν, μαζί με τους Μαζιώτη-Ρούπα, σε άλλο μέρος (αυτό το παραδέχτηκε και ο τμηματάρχης της Αντιτρομοκρατικής Παπαθανασάκης, όταν κατέθεσε). Για την παρανομία αυτή ο Κορτέσης προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο τον δικαίωσε, αναγνωρίζοντας ότι στερήθηκε βασικών δικονομικών δικαιωμάτων του. Του επεδίκασε μάλιστα και αποζημίωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εισαγγελέας ζήτησε αντίγραφο της απόφασης αυτής του ΕΔΔΑ, έστω και σε πρόχειρη μετάφραση.
Οταν διαβάζονταν οι εκθέσεις έρευνας και κατάσχεσης στα σπίτια των κατηγορούμενων και φιλικών τους προσώπων, ο πρόεδρος δεν απέφυγε το –σκωπτικό για την Αστυνομία- σχόλιο, ότι μόνο βιβλία και CD έχουν κατασχέσει. Η Αννυ Παπαρρούσου, όμως, με σχόλιό της επανέφερε το θέμα της εντελώς παράνομης έρευνας που έγινε στο σπίτι του Σ. Νικητόπουλου (όπου φυσικά δεν βρέθηκε τίποτα που να τον συνδέει με την κατηγορία). Η συνήγορος αρνήθηκε να υπογράψει την έκθεση έρευνας, αν και ήταν παρούσα, γιατί: παραβιάστηκε η πόρτα, μολονότι οι ασφαλίτες είχαν τα κλειδιά του διαμερίσματος, ενώ η παραβίαση έγινε πριν φτάσει ο εισαγγελέας – δεν κοινοποιήθηκε στους ενοίκους του διαμερίσματος και στους παριστάμενους συνηγόρους ο λόγος για τον οποίο έγινε νυχτερινή έρευνα σε κατοικία – ο Νικητόπουλος ήταν με χειροπέδες καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, χωρίς να του ανακοινωθεί ο λόγος – ο εισαγγελέας δεν ήταν παρών σε όλους τους χώρους που έγινε η έρευνα. Θυμίζουμε, ακόμη, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αντικειμένων που κατασχέθηκαν από το σπίτι κατασχέθηκαν από το δωμάτιο της μητέρας του και ήταν κυρίως χαρτιά που αναφέρονταν στη δράση των Κινήσεων Αλληλεγγύης στους Πολιτικούς Κρατούμενους, των οποίων η Λένα Νικητοπούλου υπήρξε δραστήριο μέλος.
Η Αν. Παπαρρούσου και ο Σ. Νικητόπουλος επανήλθαν και όταν διαβάστηκαν τα έγγραφα τα σχετικά με την έρευνα σε διαμέρισμα της Εμμ. Μπενάκη, το οποίο είχε νοικιαστεί στο όνομα του Σ. Νικητόπουλου και φιλοξενούσε την οικοσκευή του θείου του (αδελφού της μητέρας του), ο οποίος είχε πρόσφατα αποβιώσει. Τα σχόλια που έγιναν από τη συνήγορο και τον εντολέα της θα μπορούσαν να έχουν τον τίτλο «Πώς παράγεται το τρομο-θέαμα». Ο θείος του Νικητόπουλου, είπε η Αν. Παπαρρούσου, είχε μια πλούσια βιβλιοθήκη, κυρίως μαρξιστικολενινιστικής φιλολογίας. Είχε έργα του Μαρξ, του Λένιν, είχε πάρα πολλά τεύχη της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης». Επιλέχτηκε, όμως, να κατασχεθεί ένα νεότερο βιβλίο με τον τίτλο «Αναζητώντας τον Νετσάγιεφ»! Επίσης, ανασύρθηκε από τον σκουπιδοτενεκέ ένα φύλλο της εφημερίδας «Ποντίκι», το οποίο έτυχε να δημοσιεύει προκήρυξη του Επαναστατικού Αγώνα. Από τη μέρα που με συνέλαβαν μίλησα για προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων, είπε ο Σ. Νικητόπουλος. Ο θείος μου ήταν πολιτικός μηχανικός και για πολλά χρόνια εργαζόταν σε μεγάλα έργα. Στο σπίτι βρήκαν μια πολύ παλιά ατζέντα του (αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι περιλάμβανε ποσά σε δραχμές) και απ’ αυτήν πήραν την κάρτα μιας κυρίας που έγραφε «πωλούνται εκρηκτικά».
Η συνεδρίαση έκλεισε με μια ακόμη ένσταση της υπεράσπισης Κορτέση, που προσέβαλε ως άκυρα μια σειρά έγγραφα και πραγματογνωμοσύνες, που μπήκαν στη δικογραφία μετά το κλείσιμο της κύριας ανάκρισης. Πρόκειται για το γνωστό ζήτημα της κατηγορίας που μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο, αφού ο κατηγορούμενος δεν γνωρίζει το σύνολο των στοιχείων που αποδίδονται σε βάρος του, ώστε να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, αλλά τρέχει πίσω από νέα στοιχεία που προσθέτουν οι διωκτικές αρχές. Κάποτε, αυτά τα θέματα ήταν λυμένα: ό,τι ερχόταν μετά το κλείσιμο της ανάκρισης δεν έμπαινε στη δικογραφία. Στην εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», όμως, αυτή η παλιά αρχή που προσέφερε μια στοιχειώδη «ασφάλεια δικαίου» στον κατηγορούμενο, έχει πεταχτεί στα σκουπίδια. Γι’ αυτό και ο εισαγγελέας, χωρίς να είναι και απολύτως σίγουρος, επικαλέστηκε σχετική νομολογία από τη δίκη της 17Ν.
Μετά από μια ακόμη σύντομη διακοπή, ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι το δικαστήριο επιφυλάσσεται ν’ ανακοινώσει την απόφασή του στην επόμενη συνεδρίαση, η οποία θα γίνει την Τρίτη 3 Ιούλη, στις 9 το πρωί.