Σ’ ένα δριμύτατο κατηγορώ κατά του καπιταλιστικού οικονομικο-κοινωνικού συστήματος και του αστικού συστήματος εξουσίας, του κράτους του και των διωκτικών του μηχανισμών προχώρησαν τα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα κατά την πρώτη (επί της ουσίας) μέρα της δίκης τους, όταν ο πρόεδρος τους έδωσε το λόγο για να τοποθετηθούν σύντομα επί των κατηγοριών. Κάθε άλλο παρά σύντομες ήταν οι τοποθετήσεις τους. Για πάνω από μισή ώρα, οι Νίκος Μαζιώτης, Πόλα Ρούπα και Κώστας Γουρνάς (τους αναφέρουμε με τη σειρά που αναγράφονται στο κατηγορητήριο, κατά την οποία πήραν το λόγο) απηύθυναν κατηγορίες κατά του συστήματος και υπερασπίζονταν τις πολιτικές τους επιλογές, μετατρέποντας την αίθουσα του τρομοδικείου σε βήμα για τις απόψεις τους.
«Αν κάποιοι αποδειχτούν αθώοι, να είσαστε βέβαιοι ότι αυτό θα το φωνάξουμε δυνατά», ήταν το μοναδικό σχόλιο που έκανε ο πρόεδρος Ν. Δαύρος, μετά το τέλος των τοποθετήσεων όλων των κατηγορούμενων. Κλασική ατάκα έμπειρου δικαστή, που βλέπει το σύστημα το οποίο υπηρετεί (εννοούμε και το δικαστικό σύστημα) να βρίσκεται υπό κατηγορία και η θέση του (και η διάθεσή του, μάλλον) δεν του επιτρέπει να αρθρώσει αντίλογο. Η πορεία της δίκης θα δείξει, αν ο πρόεδρος θα προσπαθήσει να μιμηθεί τον Μαργαρίτη, ο οποίος στη δίκη της 17Ν έκανε συνεχείς ιδεολογικές και πολιτικές παρεμβάσεις, ή αν θα περιοριστεί στα τυπικά δικονομικά όρια. Σ’ αυτή την πρώτη ιδεολογικοπολιτική επίθεση των μελών του ΕΑ, πάντως, ο κ. Δαύρος περιορίστηκε σ’ αυτό το αμήχανο και επί της ουσίας απολογητικό σχόλιο.
Προηγουμένως, ο εισαγγελέας Α. Λιόγας παρουσίασε συνοπτικά το «πακέτο» των κατηγοριών, αποφεύγοντας οποιονδήποτε προσωπικό «χρωματισμό». Ομως, πλέον το ποινικό οπλοστάσιο της αστικής εξουσίας έχει συμπληρωθεί και είναι από μόνο του πολιτικά και ιδεολογικά φορτισμένο. Ετσι, για πρώτη φορά μετά τις μεγάλες πολιτικές δίκες της 17Ν και του ΕΛΑ, κατά την περίοδο των οποίων οι οργανώσεις ένοπλης επαναστατικής βίας εμφανίζονταν ως «εγκληματικές ομάδες» και οι δικαστικές τους υποθέσεις υποτίθεται ότι δεν είχαν κανένα πολιτικό περιεχόμενο, αλλά χαρακτηρίζονταν από πλήρη κοινωνική και πολιτική απαξία (παρουσίαζαν τα πράγματα σαν να δίκαζαν μαφιόζους, ανθρώπους «του κοινού ποινικού δικαίου») πλέον, στο Ποινικό Δίκαιο έχει περάσει η έννοια της «τρομοκρατίας» και της «τρομοκρατικής οργάνωσης», οπότε η υπόθεση γίνεται ευθέως πολιτική, μιας και η έννοια της «τρομοκρατίας» έχει εξ ορισμού πολιτικό περιεχόμενο.
Οπως πολύ σωστά επεσήμανε η Π. Ρούπα στην τοποθέτησή της, η πρώτη κιόλας κατηγορία που τους βαρύνει, δηλαδή ότι είχαν συστήσει τρομοκρατική οργάνωση και στόχευαν στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης, αποτελεί την καλύτερη ομολογία ότι έχουμε να κάνουμε με μια πολιτική δίκη, ότι οι κατηγορούμενοι είναι πολιτικά υποκείμενα και ότι είχαν πολιτικούς στόχους. Δεν πρόκειται να το αναγνωρίσετε αυτό, όμως, συνέχισε η Π. Ρούπα, γιατί αν το αναγνωρίζατε θα ήταν σαν να παραδεχόσαστε ότι υπάρχουν άνθρωποι που πρεσβεύουν και αγωνίζονται για μια άλλου τύπου κοινωνική οργάνωση. Ομως, ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα παρουσιάζεται σαν το τέλος της Ιστορίας και οι θεωρητικοί του, όπως ο Μάλθους και ο Ανταμ Σμιθ, θεωρητικοποίησαν το αδύνατον να υπάρξει οποιοδήποτε άλλο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα πέρα από τον καπιταλισμό. Ολόκληρο το σύστημα προσπαθεί να αποδείξει ότι η φτώχεια των προλετάριων είναι η μοίρα τους και όχι το αποτέλεσμα ενός συστήματος ιστορικά παροδικού.
Οι τοποθετήσεις των Ν. Μαζιώτη, Π. Ρούπα και Κ. Γουρνά κινήθηκαν πάνω σε μερικούς βασικούς άξονες: Πρώτο, σε μια δριμεία καταγγελία του καπιταλισμού, των καπιταλιστών, του κράτους, των μηχανισμών του, των πολιτικών του εκπροσώπων, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και του παγκόσμιου συστήματος του ιμπεριαλισμού. Δεύτερο, σε εξειδίκευση αυτής της καταγγελίας στη σημερινή περίοδο της κρίσης, διεθνώς και στην Ελλάδα (για το ρόλο του χρηματιστήριου που βγάζει κέρδος ακόμα και με το μαζικό θάνατο ανθρώπων μίλησε η Π. Ρούπα, για σύγχρονους Τσολάκογλου και Ράλληδες μίλησε ο Ν. Μαζιώτης, μεταξύ των πολλών άλλων που είπαν). Τρίτο, σε υπεράσπιση του προλεταριάτου και των αγώνων του, της προοπτικής της κοινωνικής επανάστασης και της επικαιρότητας του ένοπλου αγώνα. Τέταρτο, σε υπεράσπιση της οργάνωσής τους ως οργάνωσης που ουδέποτε στράφηκε ενάντια στον εργαζόμενο λαό και της αντιστροφής όλων των κατηγοριών (συνοπτικά αποδίδοντας το νόημα των τοποθετήσεών τους θα λέγαμε το εξής: εγκληματίες και τρομοκράτες δεν είμαστε εμείς, αλλά εσείς και το σύστημά σας). Πέμπτο, σε επίθεση κατά της αστικής Δικαιοσύνης ως θεσμού του αστικού συστήματος εξουσίας, γεγονός που δείχνει ότι θα έχουν καθαρά ανταγωνιστική στάση έναντι του δικαστήριου.
Πέρα από το αναμφισβήτητο πολιτικό ενδιαφέρον τους, δυο επισημάνσεις της Π. Ρούπα παρουσιάζουν και νομικό ενδιαφέρον. Πρώτο, απέρριψε μετά βδελυγμίας την κατηγορία ότι η ίδια και οι Μαζιώτης-Γουρνάς είναι και αρχηγοί του ΕΑ, διότι όλοι τους είναι αναρχικοί και απεχθάνονται την ιεραρχία. Οταν παλεύουμε να καταργήσουμε την ιεραρχία στην κοινωνία, είπε, δεν θα την είχαμε στην οργάνωσή μας. Οπως χαρακτηριστικά συμπλήρωσε, τον Γουρνά τον προσέθεσαν στους αρχηγούς σε δεύτερη φάση, όταν ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στην οργάνωση. Αν υπήρχαν κι άλλοι πέντε που αναλάμβαναν την πολιτική ευθύνη, κι αυτούς σαν αρχηγούς θα τους παρουσίαζαν. Δεύτερο, αναφέρθηκε στις ποινικές κατηγορίες για όλες τις ενέργειες της οργάνωσης, οι οποίες αποδίδονται συλλήβδην σε όλους τους κατηγορούμενους, χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο για τη συμμετοχή του καθένα. Εχουν παραδεχτεί δημόσια, είπε, ότι παρακολουθούν τον Μαζιώτη τουλάχιστον από το 2003, επομένως κι εμένα, αφού είναι σύντροφός μου και μέναμε μαζί. Φέρτε τους εδώ όλους, πολιτικούς όπως ο Μαρκογιαννάκης που έχει μιλήσει για την οργάνωση της συνεχούς παρακολούθησής μας, ασφαλίτες, πράκτορες της CIA, να ‘ρθουν και να πουν ότι τους κουρελιάσαμε τα μέτρα ασφάλειας και τους ξεφτιλίσαμε, και τότε εγώ θα παραδεχτώ και τις ενέργειες. Δεν έχω καμιά αμφιβολία, κατέληξε, ότι θα μας καταδικάσετε και για τις ενέργειες και για την «αρχηγία», χωρίς να έχετε κανένα στοιχείο, γιατί αυτή είναι η πολιτική εντολή που έχει το δικαστήριο.
Ο Χριστόφος Κορτέσης δήλωσε λακωνικά ότι αρνείται το σύνολο των κατηγοριών και πως η δίωξή του οφείλεται στην πολιτική του ταυτότητα ως αναρχικός και στη συμμετοχή του στους αναρχικούς αγώνες.
Ο Bαγγέλης Σταθόπουλος δήλωσε, το ίδιο λακωνικά, ότι αρνείται όλες τις κατηγορίες και θεωρεί τη δίωξή του πολιτική.
Πιο εκτενής ο Σαράντος Νικητόπουλος, δήλωσε ότι επί ενάμιση χρόνο βρέθηκε φυλακισμένος σ’ έναν υπόγειο τάφο (έκανε και μια γενικότερη καταγγελία του συστήματος των φυλακών), χωρίς κανένα στοιχείο σε βάρος του. Μίλησε για την ένταξή του στον αντιεξουσιαστικό χώρο από τα εφηβικά του χρόνια και αναφέρθηκε στην κατηγορία του «τρομοκράτη» που του προσάπτουν, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι ξεκαθάρισε πως δεν υπογράφει δηλώσεις μετάνοιας και νομιμοφροσύνης, στο ότι υπερασπίστηκε τη φιλία του με τον νεκρό Λάμπρο Φούντα και με άλλους κατηγορούμενους. Τρομοκρατία είναι η φτώχεια, η πείνα, η εκμετάλλευση, κατέληξε.
Ο Κώστας Κάτσενος δήλωσε ότι αρνείται την κατηγορία της συμμετοχής στην οργάνωση, που του αποδόθηκε.
Η Μαρία Μπεραχά δήλωσε ότι αρνείται την κατηγορία, ότι δεν είναι μέλος του ΕΑ και ότι θεωρεί τη δίωξή της εκδικητική για τον σύζυγό της Κ. Γουρνά.
Μετά το τέλος των πρώτων τοποθετήσεων των κατηγορούμενων, εκφωνήθηκε ο κατάλογος των μαρτύρων του κατηγορητήριου (οι «φίρμες», όπως Βουλγαράκης και Κόκκινος, απουσίαζαν και πάλι). Μετά από ένα διάλειμμα, ο συνήγορος Σ. Φυτράκης ζήτησε την ανάγνωση του κατηγορητήριου (παραπεμπτικό βούλευμα). Ο εισαγγελέας, όπως είδαμε, είχε περιοριστεί σε μια συνοπτικότατη παρουσίαση των κατηγοριών και χαρακτήρισε το αίτημα του συνήγορου να διαβαστεί ολόκληρο το κατηγορητήριο, διότι αλλιώς υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, «καψώνι»! Αν η διαδικασία είναι καψώνι, τότε βάλτε τους μια ποινή από τώρα να τελειώνουμε, απάντησε εύστοχα ο Σ. Φυτράκης. Ο πρόεδρος αντέδρασε με δικονομική τυπικότητα, δηλώνοντας ότι η ανάγνωση του βουλεύματος δεν είναι καψώνι. Γι’ αυτό, μετά την άρνηση του εισαγγελέα, ξεκίνησε ο ίδιος την ανάγνωση του ογκώδους κατηγορητήριου, η οποία στη συνέχεια ανατέθηκε στη γραμματέα της έδρας.
Το δεύτερο μέρος θ’ ακολουθήσει αργότερα