Μπήκε στην Τρίτη βδομάδα η «δίκη του ΕΛΑ» και το θέαμα της άδειας δικαστικής αίθουσας είναι απογοητευτικό. Μόνο λίγοι συγγενείς των κατηγορούμενων έρχονται καθημερινά για να τους συμπαρασταθούν κι αυτοί μαζί με τους δημοσιογράφους σπάνε τη μονοτονία των μπλε στολών των μπάτσων. Απουσιάζουν από τη δικαστική αίθουσα όχι μόνο εκείνοι που κόπτονται υπέρ των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά ακόμη και εκείνοι που έχουν τοποθετηθεί σαφώς ενάντια στην τρομολαγνεία και την κρατική τρομοκρατία.
Το φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και στη «δίκη της 17Ν», αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό και σίγουρα δεν περιποιεί τιμή στο κίνημα αλληλεγγύης. Νομίζουμε πως η προσέλευση -περιοδικά έστω- στο χώρο του δικαστηρίου αποτελεί καθήκον για το επόμενο χρονικό διάστημα. Το ξέρουμε, ο Κορυδαλλός πέφτει μακριά, υπάρχουν δουλειές, υπάρχουν εξετάσεις για τους φοιτητές, όμως πάντα υπάρχει η δυνατότητα κάποιοι άνθρωποι -όχι κάθε μέρα οι ίδιοι- να βρίσκονται στο δικαστήριο. Αυτό έχει και γενικότερη πολιτική σημασία και ειδική σημασία ως προς την εξέλιξη της συγκεκριμένης δίκης.
Επί της ουσίας, εκείνο που θα μπορούσαμε να πούμε ως συμπέρασμα αυτού του πρώτου σταδίου της δίκης, στο οποίο υποβλήθηκαν από την υπεράσπιση μια σειρά ενστάσεις, είναι ότι ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ ΕΠΕΣΑΝ. Δεν είναι μόνο εκείνο το «οιονεί δεδικασμένο», που της ξέφυγε κάποια στιγμή της προέδρου, παραπέμποντας στις αποφάσεις που πήρε το πρώτο έκτακτο τρομοδικείο στη «δίκη της 17Ν». Είναι και η επιχειρηματολογία με την οποία απορρίφτηκαν οι πιο ουσιαστικές ενστάσεις (αναρμοδιότητα δικαστηρίου, «πολιτικό έγκλημα», αοριστία-ακυρότητα βουλεύματος, παραγραφή). Επιχειρηματολογία που μόνο ένα έκτακτο στρατοδικείο θα μπορούσε να αναπτύξει. Επιχειρηματολογία που οδήγησε τους συνηγόρους υπεράσπισης σε αποχώρηση από τη δίκη, μέχρι να τους δοθεί η απόφαση του δικαστηρίου επί των ενστάσεων, και ανάγκασε την πρόεδρο Ε. Μπρίλλη να διακόψει εσπευσμένα τη δίκη το πρωί της περασμένης Πέμπτης μέχρι σήμερα.
Και να ‘ρθούμε στην σημερινή διαδικασία.
Ο ένοχος βρέθηκε. Είναι οι δημοσιογράφοι που δεν ξέρουν νομικά και παραποιούν τις αποφάσεις του δικαστήριου. Είναι πάλι οι δημοσιογράφοι, που αποκόψανε μια φράση και παραπληροφορήσανε. Ο λόγος για την προκλητική απόφαση του έκτακτου τρομοδικείου, που έλεγε ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να νομοθετεί και πέρα από τα συνταγματικά όρια.
Κατά τους εισαγγελείς η φράση αυτή δεν ειπώθηκε ποτέ, κατά την κ. Μπρίλλη αποκόπηκε και δεν αποδόθηκε σωστά. Φαίνεται πως τα κασετόφωνα έχουν αποχτήσει μαγικές ιδιότητες και καταγράφουν πράγματα που δεν ελέχθησαν. Εκτός αν στη δίκη έχει παρεισφρήσει κάποιος Μητσικώστας που μιλάει με τη φωνή της κ. Μπρίλλη!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η διαδικασία ξεκίνησε με τον Κ. Αγαπίου, ο οποίος ζήτησε το λόγο για να κάνει μια τοποθέτηση επί της απόφασης του δικαστήριου. Ο άνθρωπος δεν πρόλαβε να αρθρώσει δυο κουβέντες. Εμφανώς εκνευρισμένη η κ. Μπρίλλη τον διέκοπτε συνεχώς, πότε για να του πει ότι δεν έχει δικαίωμα να κρίνει τις αποφάσεις του δικαστήριου και πότε για να του κάνει νομικά μαθήματα του τύπου: «το αμετάκλητο του βουλεύματος σημαίνει αμετάκλητη παραπομπή. Επί της ουσίας τις κατηγορίες θα τις ελέγξει το δικαστήριο».
Ο Κ. Αγαπίου, μετά τις αλλεπάλληλες διακοπές της κ. Μπρίλλη, δήλωσε ότι θα επανεξετάσει τη στάση του, γιατί δεν μπορεί να κάθεται στο δικαστήριο χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Αφού το βούλευμα είναι αμετάκλητο –σημείωσε εύστοχα- γιατί ο αναπληρωτής εισαγγελέας μπήκε στην ουσία του και έκανε κρίσεις, λέγοντας ότι έγινε αριθμητικό λάθος στην περίπτωση της Κυριακίδου; Και γιατί ο αναπληρωτής εισαγγελέας δεν ζήτησε την εξαίρεσή του, επειδή είχε αναμιχθεί στις ανακριτικές διαδικασίες;
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας Βομπίρης αισθάνθηκε θιγμένος και πήρε το λόγο για να πει ότι ο ίδιος δεν είχε καμιά ουσιαστική ανάμιξη, δεδομένου ότι την πρόταση προς το συμβούλιο έκανε ο εισαγγελέας Μύτης, δεν απάντησε όμως και στο ερώτημα του Αγαπίου για την κρίση που εξέφερε επί της ουσίας του βουλεύματος. Κοινώς έκανε την πάπια.
Στη συνέχεια ο λόγος δόθηκε στους συνηγόρους των κατηγορούμενων. Ο Σ. Καμπάνης (Τσιγαρίδας) ζήτησε το πρακτικό της απόφασης του δικαστήριου, για να του απαντήσει η πρόεδρος ότι ο νόμος δεν υποχρεώνει το δικαστήριο να δίνει πρακτικά αποφάσεων, παρά μόνο μετά την τελική απόφαση. Οταν ο συνήγορος είπε πως υπέβαλε παράκληση στο δικαστήριο, να δώσει την απόφαση για τη διευκόλυνση της διαδικασίας, δεν πήρε καμιά απάντηση (παρακάτω θα φανεί γιατί). Αναγκάστηκε, λοιπόν, ο κ. Καμπάνης να υποβάλει το αίτημά του στηριζόμενος στην απομαγνητοφώνηση που είχε κάνει για λογαριασμό του εντολέα του.
Το αίτημα ήταν να ανακληθεί η απόφαση του δικαστήριου επί της ένστασης για καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του δικαστήριου, επειδή η αιτιολογία είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αναφέρθηκε ειδικά στη φράση ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να νομοθετεί και πέραν των συνταγματικών ορίων. Επειδή ο κοινός νομοθέτης δεν έχει τέτοια εξουσία, αλλά δεσμεύεται από το Σύνταγμα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 4 του νόμου 2928/2001 (τρομονόμος), που παίρνει τις συγκεκριμένες υποθέσεις από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια και τις μεταφέρει στην αρμοδιότητα των Τριμελών Εφετείων, είναι εκτός των ορίων του Συντάγματος. Η αιτιολογία της απόφασης αντιβαίνει στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το δικαστήριο πρέπει να την ανακαλέσει, να δεχτεί την ένσταση και να κηρύξει τον εαυτό του αναρμόδιο να δικάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Η Τ. Χριστοδουλοπούλου (Αγαπίου) υπέβαλε αίτημα ανάκλησης της απόφασης πρώτον διότι δεν είναι ειδικά αιτιολογημένη. Εκνευρισμένη η κ. Μπρίλλη άρχισε να τη διακόπτει και είδε και έπαθε η συνήγορος για να ολοκληρώσει την τοποθέτησή της. Ζήτησε από το δικαστήριο να ξεκαθαρίσει το εξής απλό: σε ποια σελίδα του βουλεύματος γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες ανθρώπινες δραστηριότητες και συμπεριφορές βάσει των οποίων ο Κ. Αγαπίου μπορεί να κατηγορηθεί βάσει του τρομονόμου. Το βούλευμα όταν αναφέρεται στην Κυριακίδου περιγράφει τέτοιες δραστηριότητες (μοίραζε έντυπο υλικό, έδινε οικονομική ενίσχυση, νοίκιαζε σπίτια), αλλά για τον Αγαπίου δεν αναφέρει απολύτως τίποτα. Γι’ αυτό υπέβαλαν ένσταση ακυρότητας λόγω αοριστίας, την οποία το δικαστήριο απέρριψε χωρίς να δώσει αιτιολογία, να πει δηλαδή από πού συνάγει ότι το βούλευμα είναι σαφές και εμπεριστατωμένο. Αναφέρθηκε ακόμα στην περιβόητη φράση της απόφασης για τη δυνατότητα του νομοθέτη να νομοθετεί και πέραν των συνταγματικών ορίων και σημείωσε ότι αυτή η αποστροφή προκαλεί θλίψη, γιατί μπορεί μ’ αυτή τη λογική κάποια στιγμή ο νομοθέτης να καταργήσει και τα δικαστήρια και τις δίκες. Και αν ακόμη απορρίψετε τα αιτήματα ανάκλησης –είπε- τουλάχιστον αλλάξτε αυτό το σημείο της απόφασης.
Δηκτικός ο Α. Κωνσταντάκης (Αθανασάκη) σημείωσε: Το μόνο αδίκημα που δεν διώκεται από τον 2928 είναι η σκέψη. Οσονούπω έρχεται και αυτό με το νέο τρομονόμο που βρίσκεται στα σκαριά. Η απόφασή σας μπορεί να εκληφθεί ως ενθάρρυνση σ’ αυτή την κατεύθυνση: νομοθετείστε εσείς όπως θέλετε κι εμείς (δηλαδή τα δικαστήρια) εδώ είμαστε να νομιμοποιούμε τα όποια νομοθετικά εκτρώματα. Ζήτησε κι αυτός να ανακληθεί η απόφαση και αν αυτό δεν γίνει δεκτό τουλάχιστον να επαναδιατυπωθεί η συγκεκριμένη φάση. Υπέρ των αιτημάτων ανάκλησης τάχθηκε και η υπεράσπιση Κανά και η υπεράσπιση Κασσίμη.
Οι εισαγγελείς που πήραν το λόγο μετά έκαναν τους Κινέζους. Δεν άκουσα να λέει το δικαστήριο αυτή τη φράση, είπε ο τακτικός εισαγγελέας Πατσής. Αν ελέχθη κάτι –που εγώ δεν το αντελήφθην- μπορεί να συμπληρωθεί, να διορθωθεί, όταν καθαρογραφεί η απόφαση, είπε ο αναπληρωτής Βομπίρης. Τα ίδια υποστήριξε και η πολιτική αγωγή, που επίσης έκανε το παπί.
Ηταν προφανής η «γραμμή» προς το δικαστήριο: Υπάρχουν πράγματα που γίνονται και δε λέγονται. Ναι, εφαρμόζουμε αντισυνταγματικούς νόμους, αλλά δεν χρειάζεται και να το λέμε κιόλας. Οσο για την κ. Μπρίλλη, το μόνο που έκανε για τη συγκεκριμένη φράση ήταν να αρπαχτεί από το σωσίβιο που της πέταξε ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Γ. Μαύρος: η φράση αποκόπηκε από τα συμφραζόμενα. Φυσικά και δεν αποκόπηκε η φράση. Και εμείς την παραθέσαμε ολόκληρη σε περασμένο σχολιασμό αλλά και άλλες εφημερίδες. Θα την αφήσουν στο τελικό κείμενο της απόφασης; Θα το ξέρουμε μετά από αρκετούς μήνες, όταν η δίκη θα έχει ολοκληρωθεί και οι δικαστές θα έχουν δεήσει να δημοσιεύσουν την απόφασή τους. Σημασία έχει ότι αυτή η απόφαση απαγγέλθηκε, καταγράφηκε, αποκάλυψε προθέσεις.
Το δικαστήριο αποσύρθηκε και ύστερα από λίγο ανακοίνωσε –όπως αναμενόταν- την απόρριψη όλων των αιτήσεων ανάκλησης. Χωρίς αιτιολογία, φυσικά.
Αμέσως μετά, ο Α. Κωνσταντάκης ζήτησε να κάνει μια δήλωση εκ μέρους των συνηγόρων υπεράσπισης, η οποία ήταν η εξής:
“Εκ μέρους όλων των συναδέλφων μου, της υπεράσπισης, θέλουμε να υποβάλλουμε μια δήλωση. Μετά την απόρριψη του αιτήματος μας, την παραμονή του συγκεκριμένου σκεπτικού της παρεπίμπτουσας αποφάσεως σας, θεωρούμε ότι τίθεται μείζον ζήτημα δημοκρατικής νομιμότητας με αποτέλεσμα κατά την άποψη της υπερασπίσεως και εκφράζοντας τον θεσμικό μας ρόλο θεωρούμε οτι δεν μπορούμε να νομιμοποιήσουμε αυτήν την διαδικασία. Μετα ταύτα ήρθαμε σε επαφή και συνεννόηση με τους εντολείς μας προκειμένου να τους ρωτήσουμε αν επιθυμούν την παραμονή μας και την νομιμοποίηση της διαδικασίας. Μετά την τελική απάντησή τους θα παραμείνουμε στη δίκη διατηρώντας όλες μας τις επιφυλάξεις για το θέμα το οποίο έχει δημιουργηθεί και μη έχοντας άλλα νομικά μέσα εναντίον του σκεπτικού, πλέον θα προσφύγουμε με πολιτικές διαδικασίες στους αρχηγούς των κομμάτων προκειμένόυ να λάβουν γνώση της συγκεκριμένης απόψεως του δικαστηρίου σας”.
Ακολούθησαν δηλώσεις του Κ. Αγαπίου και του Χ. Τσιγαρίδα.
Κ. Αγαπίου: «Επί της δηλώσεως που έγινε μόλις πριν, με αφορμή την δήλωση το ότι δεν τηρούνται τα πρακτικά ήδη είχα πει από την προηγούμενη Πέμπτη – διακοπή – είχα τοποθετηθεί στο ζήτημα των πρακτικών και είχα πει ότι φοβούμαι πως η έλλειψη τήρησης των πρακτικών διευκολύνει διαδικασίες και πρακτικές που ξεφεύγουν από τα όρια και των νόμων και του συντάγματος και επίσης πραγματοποιούνται συνεχώς εδώ και πάνω από ένα χρόνο πάνω στην πλάτη μου και στην πλάτη δύο ακόμα ανθρώπων, τουλάχιστον δύο. Κατόπιν τούτου είχα πει ότι θα επιφυλαχθώ για την παραμονή μου ή όχι εφ’ όσον τα πρακτικά δεν τηρούνται και εφ’ όσον αυτές οι διαδικασίες συνεχίζουν να συμβαίνουν. Και όχι μόνο δεν τηρούνται αλλά δεν χορηγούνται ούτε αντίγραφα ούτε αιτιολογίες, ενθυμούμαι σχετικό σημείο της απόφασης της πρώτης της απόρριψης των ενστάσεων που έλεγε ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας θα εμπλουτίζεται, θα προστίθενται, θα αφαιρούνται επιχειρήματα, αιτιάσεις και άλλα τέτοια, εγώ δεν τα θεωρώ αυτά σοβαρά πράγματα, και πέραν των υπολοίπων λόγω ουσίας, δυστυχώς, και με την έννοια την οποία είχα προσδιορίσει αποχώρηση που σημαίνει όχι βγαίνω από την πόρτα θεατρινίστικα, όπως κάποιοι κύριοι αντιλαμβάνονται, ή θέλουν να μου αποδίδουν, αποχώρηση που σημαίνει ότι δεν συνεχίζω να συμπράττω ας πούμε σε τέτοιου είδους διαδικασίες. Θα παρακολουθώ και γω ως θεατής μέχρις ότου δω τι θα γίνει παρακάτω».
Χ. Τσιγαρίδας: «Ως προς την τοποθέτηση εκ μέρους όλων των συνηγόρων, του κ. Κωνσταντάκη. Είπε ότι θα απευθυνθούν στους πολιτικούς αρχηγούς. Εγώ δεν έδωσα τέτοια εξουσιοδότηση θεωρώ και όσοι άλλοι θεωρούν ότι η απεύθυνση σε πολιτικούς αρχηγούς, στην Αρχιεπισκοπή, στους δικαστές, στους πολίτες, στις εφημερίδες κ.τ.λ. δεν είναι κάτι που με αντιπροσωπεύει. Εγώ απευθύνομαι στο δικαστήριό σας, όποτε νομίζω ότι έχω κάτι να συνεισφέρω, και αυτό μόνο θεωρώ ότι είναι το κατάλληλο και σημερινό θεσμικό όργανο που μπορεί να κρίνει αυτών την νομόθεση. Πιστεύω ότι οι εκκλήσεις σε όλα τα θεσμικά ή όχι όργανα δεν είναι σωστή γιατί συνέβαλαν άμεσα ή έμμεσα σε μία διαδικασία που μας οδήγησε εδώ με αυτόν τον τρόπο που μας οδήγησε, που τον ανέπτυξαν οι συνήγοροι, που δεν τον δεχτήκατε, κ.τ.λ. Λοιπόν επαναλαμβάνω ότι επειδή οι τέτοιες εκκλήσεις σηματοδοτούν και μια πολιτική ταυτότητα που έμενα δεν με αντιπροσωπεύει, τουλάχιστον σ’ αυτό το σκέλος δικαιούνται να απευθυνθούν αλλά δεν θα απευθυνθούν και εκ μέρους μου».
Πρακτικά: Πλήρης σύγχυση
Την απόφαση του δικαστήριου ζήτησαν οι συνήγοροι υπεράσπισης, για να εισπράξουν την εξής απάντηση από την πρόεδρο: Εχετε τα μαγνητοφωνημένα πρακτικά, ζητείστε τα από την κόρη του κ. Τσιγαρίδα! Στη συνέχεια ενημέρωσε ότι η ίδια έκανε μια προσπάθεια και επικοινώνησε με το υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά ο γενικός γραμματέας της είπε πως δεν μπορεί να γίνει τίποτα, γιατί η ιδιωτική εταιρία που είχε αναλάβει την απομαγνητοφώνηση στην προηγούμενη δίκη δεν έχει πληρωθεί! Και τι σχέση έχει η προηγούμενη δίκη μ’ αυτή; Εφόσον οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων δεν αναλαμβάνουν να πληρώσουν την εταιρία απομαγνητοφώνησης, γιατί δεν αναλαμβάνουν τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Τύπου, όπως ζητάει με απόφασή του και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας;
«Μπορώ εγώ να πείσω τις ηγεσίες των υπουργείων;», αναρωτήθηκε φωναχτά η κ. Μπρίλλη, για να εισπράξει την απάντηση του Χ. Τσιγαρίδα: «Εμείς κρατάμε πρακτικά για δική μας χρήση. Δεν τα δίνουμε σε κανέναν άλλο, αφού δεν επιτρέπεται. Τη θεωρείτε αξιόπιστη τη μαγνητοφώνησή μας»; (Απάντηση δεν δόθηκε). Επομένως, το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχουν πρακτικά.