Πρώτη συνεδρίαση της νέας χρονιάς με την περιβόητη Τόγκα –επιτέλους– παρούσα και την Κυριακίδου να στέλνει μήνυμα ότι είναι κατηγορούμενη σε δικαστήριο (αλήθεια είναι) και δε μπορεί να παραστεί (άρα, μάλλον θα προσέλθει να καταθέσει).
Η Τόγκα ήταν μία από τα ίδια. Δεν κατάφερε και αυτή τη φορά να κρύψει ότι είχε όλη την καλή διάθεση να συνεργαστεί με την Αντιτρομοκρατική, αφού οι ασφαλίτες τη διαβεβαίωσαν ότι αυτοί που της ζητούσαν να αναγνωρίσει είναι σίγουρα τρομοκράτες και θα μείνουν πολλά χρόνια στη φυλακή, οπότε δεν έχει κανένα λόγο να ανησυχεί. Τι της ζήτησαν να αναγνωρίσει; Την Κυριακίδου, καταρχάς, ώστε να ενισχυθεί η κατάθεση της τελευταίας ότι ο Κανάς της ανέθεσε να νοικιάσει και να «κρατάει» γιάφκα σε διαμέρισμα της οδού Πολέμωνος στο Παγκράτι. Και την Αθανασάκη στη συνέχεια (αυτή ήταν ο σκοπός), ως τη γυναίκα που, αν δεν κατοικούσε, τουλάχιστον επισκεπτόταν συχνά τη «γιάφκα». Χωρίς να κάνει, λοιπόν, καμιά περιγραφή –όπως απαιτούν οι κανόνες της Ανακριτικής– αναγνώρισε από φωτογραφίες την Κυριακίδου και τον Κανά. Την Αθανασάκη, όμως, –όλα κι όλα– πρώτα την περιέγραψε στους ασφαλίτες και μετά της έδειξαν μια φωτογραφία και την αναγνώρισε. Διότι την είχε δει να κρατάει τσιγάρο, όπως και στη φωτογραφία! Μόνο που η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1998, ενώ αυτή υποτίθετραι πως ην είχε δει το 1984!! Δηλαδή, αναγνώρισε μια γυναίκα που την είχε δει μια φορά φευγαλέα και τη θυμόταν ότι κρατούσε τσιγάρο, δεκατέσσερα χρόνια μετά, λες και δεν είχε περάσει ο χρόνος από πάνω της! Είπαμε, αυτή η δίκη γίνεται με μάρτυρες… ειδικού τύπου, που μπορεί να μη θυμούνται τι έφαγαν χτες, συγκρατούν όμως τα χαρακτηριστικά ανθρώπων που υποτίθεται ότι είδαν φευγαλέα πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, χωρίς μάλιστα η «θύμησή» τους αυτή να συνδέεται με κάποιο ξεχωριστό γεγονός, σαν αυτά που κάνουν κάθε λογικό άνθρωπο να λέει: «ναι, θυμάμαι αυτόν τον άνθρωπο, διότι τον είδα σ’ ένα σοβαρό ατύχημα ή τη μέρα που έγινε σεισμός και τρέχαμε» κ.λπ. Κι ενώ η υπεράσπιση επέμενε να απαντήσει η Τόγκα με σαφήνεια, αυτή απαντούσε: «αυτή είναι η γνώμη μου»!
Αυτή τη φορά η Τόγκα ήταν ακόμα πιο «μαζεμένη» (άλλωστε, προσπάθησε με όλα τα μέσα να μην εμφανιστεί στο δικαστήριο και εμφανίστηκε μόνο όταν διατάχτηκε η βίαιη προσαγωγή της, κατ’ απαίτηση της υπεράσπισης). Δήλωσε και πάλι ότι σήμερα δεν μπορεί να αναγνωρίσει την Αθανασάκη, διότι ως γυναίκα έχει αλλάξει πολύ. Προς μεγάλη απογοήτευση του εισαγγελέα, που τις έκανε τουλάχιστον δέκα φορές την ίδια ερώτηση σε διαφορετική «συσκευασία», ζητώντας της να το ξανασκεφτεί και να ξανακοιτάξει την Αθανασάκη μπας και την αναγνωρίσει. Αντίθετα, δυο δικαστές της έδρας έκαναν την ερώτηση που πρέπει να κάνει κάθε δικαστής:αν ξέρει τίποτα για εκρηκτικά και εκρήξεις (φυσικά, απάντησε αρνητικά). Διότι, ακόμα κι αν ήταν αληθινή τα τερατουργήματα της Τόγκα, τίποτα δεν θα σήμαιναν, αφού δεν υπάρχει καμιά απόδειξη για το ότι το συγκεκριμένο διαμέρισμα ήταν γιάφκα του ΕΛΑ και μάλιστα γιάφκα που συνδέεται με συγκεκριμένες ενέργειες της οργάνωσης.
Η συνεδρίαση ολοκληρώθηκε (πρόωρα, όπως και πολλές προηγούμενες) με επεισοδιακό τρόπο. Ο Χρ. Τσιγαρίδας, όπως έχει κάνει και σε περιπτώσεις προηγούμενων μαρτύρων, μολονότι δεν καταθέτουν κάτι σε βάρος του, ζήτησε το λόγο για να σχολιάσει την περίπτωση Τόγκα. Είπε ότι η Τόγκα δεν γνωρίζει τίποτα προσωπικά, αλλά πιστεύει ότι λέει την αλήθεια, διότι έτσι τη διαβεβαίωσε η Ασφάλεια. Υπάρχουν –είπε– δυο στοιχεία που δείχνουν ότι απέκρυψε πως η ίδια ζει «σε αστυνομικό περιβάλλον». Πρώτο, ότι οι αστυνομικοί πήγαν σ’ αυτή προετοιμασμένοι ότι θα την έπειθαν να πει ψέματα για να υπηρετήσει το κράτος. Δεύτερο, ότι όντας χαμηλής μόρφωσης μιλούσε μια γλώσσα «αστυνομικού περιβάλλοντος». Δηλαδή, δεν έλεγε ότι την πήραν με το «100», όπως λέει όλος ο απλός κόσμος, αλλά «με υπηρεσιακό όχημα». Δεν έλεγε ότι την πήγαν στην Αστυνομία, αλλά «στην υπηρεσία».
Κι ενώ όλοι περιμέναμε την κήρυξη της λήξης της συνεδρίασης από την πρόεδρο, ακούσαμε τον Κανά σε μια… μερική επανάληψη του Κανά της προηγούμενης δίκης, στάση που νομίζαμε ότι έχει εγκαταλείψει συνειδητοποιώντας ότι μόνο ζημιά κάνει στην υπερασπιστική του γραμμή. Ζήτησε, λοιπόν, «ο αναλαβών την ευθύνη να μιλάει για τον εαυτό του και να μη λέει “εμείς”» και αναρωτήθηκε «γιατί δεν έδειχναν και τη φωτογραφία του αναλαβόντος την ευθύνη». Ο Κ. Αγαπίου σε έναν σχοινοτενή σχολιασμό ανέλυσε σημείο προς σημείο την κατάθεση της Τόγκα, αλλά στο τέλος, όταν αναφέρθηκε στους τέσσερις κατηγορούμενους, συμπλήρωσε: «αν και ο τέταρτος ενίσχυσε την κατηγορία με την ανάληψη της ευθύνης».
Ο Χρ. Τσιγαρίδας, παρά την προσπάθεια της προέδρου να μην του δώσει το λόγο, απάντησε σε έντονο ύφος. Κάλεσε τον Κανά «ν’ αφήσει τα καραγκιοζιλίκια», διότι «600 σελίδες στην απόφαση της δεύτερης δίκης (σ.σ. αθωωτική) ασχολούνται με τα καραγκιοζιλίκια του και αν δεν έχει καταλάβει τι διακυβεύεται σ’ αυτή τη δίκη, είναι αργά πλέον». Απαντώντας στην τοποθέτηση Αγαπίου περί ενίσχυσης της κατηγορίας με την ανάληψη εκ μέρους του της πολιτικής ευθύνης, είπε: «Εχω να του πω ότι, αν δεν αναλάμβανα την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑ, θα δικαζόμασταν σήμερα και για της ενέργειες της 1ης Μάη και του ΟΕΛΑ. Ημουνα εκείνος που μπόρεσε, με βάση τα κείμενα του ΕΛΑ, να ανατρέψω τις κατηγορίες. Ο τρόπος που στέκομαι σ’ αυτές τις δίκες και το τι λέω, σε σχέση με τη στάση τους και το τι λένε αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να έχουμε καμιά σχέση». Κι ενώ ο Τσιγαρίδας επαναλάμβανε σε έντονο ύφος «σαν δε ντρέπεστε», η πρόεδρος κήρυσσε βιαστικά τη λήξη της συνεδρίασης.