Η Αντιτρομοκρατική είναι πάντα παρούσα στη δίκη, δι’ αντιπροσώπων. Φρόντισε να μας το καταστήσει σαφές από την έναρξη κιόλας της διαδικασίας, που λίγο αργότερα θα έμπαινε στην εξέταση μιας από τις κομβικές υποθέσεις της δίκης. Ο Πάτροκλος Τσελέντης ζήτησε το λόγο και είπε στο δικαστήριο ότι θέλει να κάνει μια δήλωση, επειδή όμως ταλαιπωρείται από μια πυώδη φαρυγγίτιδα, δεν μπορεί να μιλήσει και την έχει κάνει γραπτή, για να τη διαβάσει ο συνήγορός του Κουνέλης. Επειδή η δήλωση αντανακλά ευθέως την παρέμβαση της Αντιτρομοκρατικής και δεν αφορά μόνο τη δίκη αλλά και την παρουσίασή της από τον Τύπο (υπήρξε ενορχηστρωμένη επίθεση κατά του Τύπου από τον Τσελέντη και τους συνηγόρους του στη συνέχεια), την παραθέτουμε ολόκληρη:
«Κύριε πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές και εισαγγελείς
Στην προηγούμενη συνεδρίαση, ένας μάρτυρας, ο κ. Κάσσιος, με φωτογράφισε όψιμα σαν αυτουργό της δολοφονίας του αστυφύλακα Χρήστου Μάτη, γεγονός που με ανάγκασε να προστρέξω στα ανεπίσημα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, στον πρώτο τόμο, δικάσιμος 18/3, σελ. 95 έως 107, για να δω τι είπε τότε, τι λέει τώρα και ποια μπορεί να είναι η αιτία αυτής της μεταστροφής. Τότε, σε ερώτηση του κ. εισαγγελέα, αν αναγνωρίζει κανένα απ’ αυτούς που δικάζονται, ήταν απόλυτος και απάντησε: “Δεν αναγνωρίζω κανέναν απ’ αυτούς που βρίσκονται στα έδρανα, ούτε κανέναν από τις φωτογραφίες που μου έδειξε ο κ. ανακριτής”. Μετά απ’ αυτό, σηκώθηκα, πήρα το λόγο και του έκανα κάποιες ερωτήσεις. Ούτε τότε ο μάρτυρας αναγνώρισε κανένα και προφανώς ούτε εμένα που τον ρωτούσα, έστω και κατά προσέγγιση. Η τελευταία κατάθεση του μάρτυρα ενώπιόν σας ήταν τελείως διαφορετική, αφού περιέγραψε ένα δράστη που ποτέ σε άλλη του κατάθεση δεν ανέφερε, αφήνοντας μάλιστα να εννοηθεί ότι εγώ μοιάζω με αυτόν τον συγκεκριμένο δράστη. Είναι προφανές κατά τη γνώμη μου, ότι ο μάρτυρας αυτός δεν μπορεί να θυμήθηκε τώρα, μετά από 22 χρόνιας, ένα δράστη που ούτε καν είχε περιγράψει, ούτε ότι όλα αυτά που είπε τα έβγαλε, έστω αναδρομικά, μέσα από δική του σκέψη. Κάποιος και του τα δίδαξε και του τα καλλιέργησε, ώστε αυτός να τα εισπράξει σαν αληθινά. Οι κινήσεις του σώματός του και η επιθετικότητά του μάλλον έδειχνε άνθρωπο που ήταν σίγουρος γι’ αυτά που έλεγε.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να του τα έχει διδάξει εκτός από τον κ. Γεωργίου; Πού τα βρήκε όμως όλα αυτά ο κ. συνήγορος; Πώς δεν τα είχε από την πρώτη δίκη, έτσι ώστε να τα σερβίρει έγκαιρα στον μάρτυρα για να τα πει στην πρώτη δίκη; Πού αλλού πέρα από τις “πληροφορίες” που του έδινε τακτικά εδώ μέσα σ’ αυτό το δικαστήριο ο κ. Τζωρτζάτος; Εδώ πιθανόν κάποιος θα αντιλέξει και θα μου πει: και καλά, πώς μπορεί να είναι έτσι τα πράγματα, αφού ο Τζωρτζάτος δεν κατηγορείται γι’ αυτή την υπόθεση και ούτε φαίνεται να εμπλέκεται από πουθενά; Τι λόγο έχει να ανακατευτεί αυτός ο κατηγορούμενος; Δυστυχώς, κύριοι δικαστές, ο άνθρωπος αυτός έχει καταντήσει το φερέφωνο του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου. “Ποιος δεν πρόσεξε ότι όταν ο κ. Κάσσιος με αναγνώρισε ο κ. Τζωρτζάτος έφυγε βιαστικά από την αίθουσα και πήγε κάτω να ενημερώσει τον αρχηγό του;”. Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, που εγκατέλειψε την αίθουσα αυτή, επειδή δεν άντεχε να λούζεται το δημιούργημά του και επειδή δεν έχει λέξη να αρθρώσει για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, έχει ξεκινήσει από την επόμενη μέρα μετά από την απολογία του στον πρώτο βαθμό, μια εκστρατεία για να με καταστήσει αναξιόπιστο. Στα πλαίσια αυτά άρχισε και τότε να διαδίδει δεξιά και αριστερά, μέσω του δικηγόρου του κ. Ραχιώτη, ότι εγώ ήμουν ο αυτουργός της δολοφονίας των Μάτη, Μομφεράτου, Νορντίν και άλλων. Από το καλοκαίρι του 2005, χρησιμοποιώντας πάντα το ίδιο φερέφωνο, τον Κ. Τζωρτζάτο, ξεκίνησε μια νέα επικοινωνιακή εκστρατεία, προσπαθώντας να καταδείξει την αναξιοπιστία τη δική μου κατά μείζονα λόγο και κατά δεύτερο των υπολοίπων που δεν ανακάλεσαν και εξακολουθούν να επιβεβαιώνουν τις αρχικές τους απολογίες.
Ο Αλ. Γιωτόπουλος γνωρίζει καλά το παιχνίδι της επικοινωνίας, αφού το χρησιμοποιεί εδώ και πολλά χρόνια. Επιδιώκει και στο δικαστήριο να απαξιώσει τις ομολογίες, τις προανακριτικές και ανακριτικές απολογίες και τα ευρήματα της Αστυνομίας. Χτυπώντας τον Τσελέντη νομίζει και ίσως όχι αβάσιμα, αφού μερίδα του Τύπου τον ενισχύει, ότι όλα αυτά αυτόματα εξαφανίζονται και άρα το δικαστήριο δεν θα έχει τι να δικάσει. Ο Γιωτόπουλος, λοιπόν, διαβάζοντας καλά τα έγγραφα της προδικασίας, εφεύρε ένα ρόλο στην υπόθεση της ληστείας, που δεν υπήρχε, και έπεισε τον Τζωρτζάτο να το σερβίρει στον κ. Γεωργίου, στη διάρκεια των διαλειμμάτων τις προηγούμενες μέρες, πριν δικαστεί η υπόθεση αυτή. Ο κ. Γεωργίου δεν είχε κανένα λόγο να μην τον πιστέψει. Αφού τα λέει ένα μέλος της οργάνωσης και αφού ο ίδιος αυτό προέβαλε από την προηγούμενη δίκη, δεν μπορεί παρά να έχει δίκιο.
Ο συνήγορος αυτός, προφανώς λόγω ιδιοσυγκρασίας και για άγνωστους σε μένα λόγους, από την αρχή μάχεται ότι εγώ λέω ψέμματα. Χρησιμοποιεί τις αόριστες καταθέσεις των “αυτοπτών” μαρτύρων καθώς και την πεποίθησή του ότι στην οργάνωση υπήρχαν και γυναίκες, τις οποίες ο Τσελέντης προφανώς κρύβει, προσπαθεί να καταστήσει την απολογία μου αναξιόπιστη, συντασσόμενος με τις απόψεις του Αλ. Γιωτόπουλου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συνήγορος αυτός κατηγόρησε την κ. εισαγγελέα, ότι θέλει να επιβεβαιώσει τα σενάρια της Αντιτρομοκρατικής, πράγμα που υποστηρίζει και ο Γιωτόπουλος. Οτι δηλαδή όλη η υπόθεση είναι σενάριο της Αντιτρομοκρατικής. Στο σημείο αυτό έχω να σας δηλώσω κύριοι δικαστές, ότι αν υπήρχε στην οργάνωση γυναίκα και είχε πέσει στην αντίληψή μου, δεν θα είχα κανένα λόγο να το αποκρύψω. Εξάλλου, ακόμα και αν το έκανα εγώ, αυτό θα ήταν αδύνατο να διαφύγει από τους Ξηρούς, οι οποίοι είπαν όσα είπαν και όσα τους βόλευαν να πουν.
Σαν απόδειξη των παραπάνω θα δείτε από σήμερα κάποιους εκ των συνηγόρων υπεράσπισης και κάποιους κατηγορούμενους οι οποίοι θα μιλήσουν για την αναξιοπιστία του Τσελέντη, που δήθεν αποδείχτηκε ή θα αποδειχτεί και άλλα που θα λένε μόνο για να τα πουν. Κύριοι δικαστές, σας δηλώνω υπεύθυνα, ότι εγώ έχω τη συνείδησή μου ήσυχη. Δεν ήμουν εγώ αυτός που αφαίρεσε τη ζωή απ’ αυτό το παλικάρι, ούτε ποτέ συμφώνησα να αφαιρεθεί άδικα αυτή η ζωή, πράγμα που έκανα δυστυχώς αργότερα σε άλλες υποθέσεις. Φέρω όμως βαρύτατη ευθύνη γιατί συμμετείχα στην πράξη, αυτή που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει άδικα τη ζωή του αυτό το παιδί. Φέρω επίσης βαρύτατη ευθύνη για το γεγονός ότι για διάφορους λόγους που θα εξηγήσω στην απολογία μου απέκρυψα από τις αρχές τους δράστες ως τη σύλληψή μου.
Κορυδαλλός, 14/2/2006
Πάτροκλος Τσελέντης».
Η δήλωση Τσελέντη είναι «χτενισμένη» λέξη προς λέξη. Και βέβαια, δεν είναι μια δήλωση υπεράσπισης του εαυτού του στην υπόθεση Μάτη, στην οποία άλλωστε δεν μπορεί να του επιβληθεί καμιά μεγαλύτερη ποινή. Αλλωστε, αν ήθελε να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι του μάρτυρα Κάσσιου, θα προσπαθούσε να εξηγήσει στο δικαστήριο ότι ο Κάσσιος δεν έκανε καμιά αναγνώριση, αλλά είπε πως σωματοτυπικά εκείνος που πυροβόλησε τον Μάτη αποκλείεται να ήταν ο Χρ. Ξηρός και περισσότερο μοιάζει με τον Τσελέντη. Θα μπορούσε να μείνει στο αυστηρά νομικό μέρος και μάλιστα να το κάνει αυτό στη διάρκεια της κατάθεσης Κάσσιου και όχι τέσσερις μέρες μετά. Οι καθοδηγητές του είδαν ότι στις μεγάλες εφημερίδες (Ελευθεροτυπία, Νέα) το ρεπορτάζ περιγράφει αντικειμενικά αυτό που οι συντάκτες βλέπουν στη δίκη, δηλαδή τις τεράστιες «τρύπες» στο σενάριο της εξάρθρωσης, και έβγαλαν μπροστά τον άνθρωπο που μπορεί να το στηρίξει. Να στηρίξει το σενάριο, επανακτώντας επικοινωνιακά τον τίτλο του αξιόπιστου, και ταυτόχρονα να ανατροφοδοτήσει τη φιλολογία για «συγκρουόμενες ομάδες» μεταξύ των κατηγορούμενων. Μια φιλολογία που δεν είναι, βέβαια, στον αέρα αφού φρόντισαν ορισμένοι να βάλουν τις βάσεις της (με τη Βεζυρογλιάδα αρχικά και τις επιστολές και συνεντεύξεις Τζωρτζάτου στη συνέχεια). Προσέξτε τις αναφορές του Τσελέντη (Γιωτόπουλος-Τζωρτζάτος, Ξηρού, γυναίκες στην οργάνωση) και θα καταλάβετε ότι προσπαθεί να τροφοδοτήσει αυτή την παραφιλολογία.
Στον Τσελέντη απάντησε με μια λακωνική, αλλά μεστή δήλωση ο Δ. Κουφοντίνας:
«Θέλω να πω δυο λέξεις, προς το παρόν. Αλλο πράγμα είναι η υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου που κάνει για τον εαυτό του και άλλο πράγμα είναι η συνεργασία με το κράτος, με όλη την ηθική απαξία που έχει αυτή η πράξη».
Ο Ι. Μυλωνάς είπε ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες κατηγορούμενων που παραδέχονται τη συμμετοχή τους σ’ αυτή την υπόθεση. Εκείνοι που δέχονται τη συμμετοχή τους και μιλούν μόνο για τον εαυτό τους, εκείνοι που μιλούν για τον εαυτό τους και για τους συγκατηγορούμενούς τους και εκείνοι που λένε συνειδητά ψέμματα είτε επειδή τους το ζητάει η Αντιτρομοκρατική είτε επειδή θέλουν να γίνουν αρεστοί σ’ αυτή. Δεν βιάζομαι να πω –κατέληξε- ότι ο κ. Τσελέντης ανήκει σ’ αυτή την Τρίτη κατηγορία, όμως η στάση του δείχνει πως τείνει προς αυτό. Θα περιμένω να δω και τη συνέχεια της διαδικασίας.
Ο Χρ. Ξηρός έκανε ένα γενικότερο σχόλιο για την υπόθεση Μάτη, ξεκινώντας από κάτι που είπε ο Αναγνωστόπουλος, «ο κ. καθηγητής, ο εκπρόσωπος των ναζί Αμερικανών», όπως έχει καθιερώσει να τον αποκαλεί. Στην προηγούμενη υπόθεση, ο Αναγνωστόπουλος είχε αντιταχτεί στην κλήση μαρτύρων που ζήτησε η υπεράσπιση, λέγοντας ότι δεν έχει καμιά σημασία η εξέτασή τους, αφού ο Χρ. Ξηρός έχει ομολογήσει τη συμμετοχή του. Τι να τους κάνουμε τους μάρτυρες, αφού αυτή είναι μια υπόθεση κυρίως ομολογίας και ως τέτοια πρέπει να κριθεί. Ο Χρ. Ξηρός ερμήνευσε ως εξής την τοποθέτηση Αναγνωστόπουλου: Θέλετε να φέρουμε μάρτυρες που θα διαψεύσουν την ομολογία του; Πώς θα τον δικάσουμε ύστερα; «Αυτό που φοβόταν, όμως, ο κ. εκπρόσωπος –συνέχισε ο Χρ. Ξηρός- έγινε και πολύ γρήγορα μάλιστα, στην επόμενη κιόλας υπόθεση. Στην υπόθεση Μάτη, όλοι ανεξαιρέτως οι μάρτυρες αποκλείουν κατηγορηματικά την παρουσία μου στην τράπεζα, αποδεικνύοντας ότι η ομολογία μου είναι πέρα για πέρα ψεύτικη. Διαψεύφουν πανηγυρικά τις περιγραφές της δήθεν απολογίας μου, σημείο προς σημείο. Καταρρακώνουν την αξιοπιστία του Τσελέντη, που για δικούς του προφανώς λόγους κατονομάζει εμένα και εδώ και αλλού, σε πράξεις που αποδεδειγμένα πλέον ουδέποτε συμμετείχα. Με λίγα λόγια, το σενάριο της Αντιτρομοκρατικής όχι απλώς διαψεύδεται και καταρρέει, και μάλιστα διαψεύδεται και καταρρέει από τους δικούς σας μάρτυρες, τους μάρτυρες κατηγορίας. Γιατί μια ομολογία δεν μπορεί να είναι ψευδής κατά ένα μόνο μέρος, αλλά η αξιοπιστία της αφορά το σύνολό της».
Ακολούθησε δήλωση των συνηγόρων Τσελέντη που μιλούσε για κατευθυνόμενη και ενορχηστρωμένη προσπάθεια απαξίωσης της ομολογίας Τσελέντη, από παράγοντες της δίκης με τη συνδρομή και εξωδικαστικών κύκλων, κυρίως συγκεκριμένων εφημερίδων. Στη δήλωση γινόταν αναφορά στις προανακριτικές των Β. Τζωρτζάτου και Χρ. Ξηρού και προσπάθεια απαξίωσης των ρεπορτάζ της «Ελευθεροτυπίας» (χωρίς να αναφέρεται η εφημερίδα).
ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΟΜΦΕΡΑΤΟΥ-ΡΟΥΣΕΤΗ
Οι τρεις πρώτοι μάρτυρες (Γ. Μομφεράτος, Ειρ. Μομφεράτου, Ερμ. Ρουσέτη) ήταν οι πολιτικώς ενάγοντες, δεν ήταν αυτόπτες και γι’ αυτό οι μαρτυρίες τους δεν έχουν καμιά σημασία. Σε μας προκάλεσε δυσμενή εντύπωση μια δήλωση του Ι. Μυλωνά προς τον Γ. Μομφεράτο (εκ των πρωταγωνιστών του «Ως εδώ»). Ο συνήγορος του Β. Τζωρτζάτου αποδοκίμασε τις εκτελέσεις ως πράξεις (ηθικολογώντας προφανώς) και δήλωσε ότι χαίρεται επειδή εκπροσωπεί έναν κατηγορούμενο που δεν έχει πυροβολήσει ούτε σ’ αυτή ούτε σε καμιά άλλη ενέργεια! Τι ήθελε να πει ο συνήγορος, ότι υπάρχουν οι «κακοί» που πυροβολούσαν και οι «καλοί» που δεν πυροβολούσαν; Και καλά ο δικηγόρος, να βλέπει τα πράγματα κάτω από ένα στενό νομικίστικο πρίσμα, σχεδόν απολίτικα, αλλά ο εντολέας του, που έχει αποδεχτεί τη συμμετοχή του στη 17Ν και έχει υπερασπιστεί την οργάνωση και τη δράση της στην πρώτη δίκη, δέχεται αυτό το διαχωρισμό;
Πάμε, λοιπόν, κατευθείαν στον περιβόητο (και θλιβερό πλέον) Μπακατσέλο, δημοσιογράφο τότε των «Νέων», συνταξιούχο σήμερα, που παρέστησε τον αυτόπτη. Θυμίζουμε ότι οι ισχυρισμοί του Μπακατσέλου έγιναν φύλλο και φτερό στην πρώτη δίκη, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η «αναγνώριση» του Γιωτόπουλου, που μόνο αυτός έκανε, να μη γίνει δεκτή από το δικαστήριο. Συνοπτικά, ο Μπακατσέλος (υποτίθεται ότι) είδε ένα δράστη να πυροβολεί από αριστερά και έναν από δεξιά και μετά ότι είδε και ένα δεύτερο αυτοκίνητο («Ντάτσουν» φορτηγάκι), που δεν το έχει δει κανένας άλλος μάρτυρας. Από το «Ντάτσουν» κατέβηκε ο… Γιωτόπουλος, ενώ από δεξιά πυροβολούσε ένας πανύψηλος με μούσια, που το καλοκαίρι του 2003 αναγνώρισε ότι ήταν ο Χριστόδουλος, όταν τον είδε στην τηλεόραση, στο γνωστό βιντεοκλίπ! Στην πρώτη κατάθεσή του, αμέσως μετά το συμβάν, είχε μιλήσει για δυο εκτελεστές, έναν από αριστερά και έναν από δεξιά. Στη συνέχεια, το 2002, ανέβασε τους εκτελεστές σε τρεις, έναν από αριστερά και δύο από δεξιά. Ακόμη, πρέπει να επισημανθεί ότι και οι δύο δράστες που περιέγραψε αρχικά ήταν ισοϋψείς, γύρω στο 1,75 (ο Χριστόδουλος είναι 1,86 και με βάρος σταθερά πάνω από 100 κιλά)! Ως προς το «Ντάτσουν» τον έχει διαψεύσει ακόμα και ο Τσελέντης (εκτός από όλους τους αυτόπτες μάρτυρες), όσο για τον «Χριστόδουλο» που πυροβολούσε από δεξιά, τον διαψεύδουν όλες οι πραγματογνωμοσύνες. Από δεξιά δεν ρίχτηκαν πυροβολισμοί. Ολοι οι πυροβολισμοί έπεσαν από αριστερά, Μομφεράτος και Ρουσέτης έχουν πυροβοληθεί από αριστερά, τα δεξιά τζάμια του αυτοκινήτου ήταν άθιχτα. Τις αντιφάσεις αυτές τις επισήμανε και η εισαγγελέας (το δυστύχημα για τον Μπακατσέλο είναι ότι ουδείς πλέον τον παίρνει σοβαρά). Επίσης, η εισαγγελέας του υπενθύμισε ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγραψε τότε στα «Νέα», για να πάρει την… καθιερωμένη απάντηση: Του είπαν οι διευθύνοντες την εφημερίδα να μη γράψει λεπτομέρειες, για να μη κινδυνεύσει η ζωή του από τους δράστες! Ομως, στο δημοσίευμα μιλάει για δύο άτομα, όπως και στην προανακριτική του κατάθεση! Πώς τα δύο άτομα έγιναν τρία;
Οι χοντρές αντιφάσεις του Μπακατσέλου εντοπίστηκαν και από την έδρα. Δυο δικαστίνες του υπέβαλαν ερωτήσεις που αμφισβήτησαν ευθέως την αλήθεια των περιγραφών του. Η εφέτης Σ. Γιαννούκου, μάλιστα, μελετώντας το σχέδιο του κτιρίου στο οποίο (υποτίθεται ότι) βρισκόταν ο Μπακατσέλος, ευθέως έθεσε το ζήτημα ότι αυτός δεν μπορούσε να δει τα χαρακτηριστικά των δραστών, αν βρισκόταν στο μπαλκόνι, όπως λέει, και μάλιστα να κοιταχτεί στα μάτια με τον Χρ. Ξηρό, όπως ισχυρίζεται. Διότι το ύψος του μπαλκονιού από το δρόμο είναι τέσσερα μέτρα και όχι 70 εκατοστά, όπως κάποια στιγμή είπε ο Μπακατσέλος! Αυτό, αργότερα αποδείχτηκε και παραστατικά, καθώς η υπεράσπιση του Χρ. Ξηρού είχε ετοιμάσει μια μακέτα (υπό ακριβή κλίμακα), από την οποία προέκυψε ότι ο Μπακατσέλος, με βάση τα όσα αρχικά περιέγραψε, δεν υπήρχε περίπτωση να δει τη σκηνή των πυροβολισμών και τα πρόσωπα που πήραν μέρος.
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι από την έδρα τον «έσκισαν» (κάποια στιγμή η εισαγγελέας παρατήρησε ότι άλλα λέει τη μια στιγμή και άλλα την άλλη!). Κατά τη γνώμη μας, αυτό δεν αποτελεί πρόκριμα για τη γενικότερη στάση του δικαστήριου (ή έστω κάποιων μελών του), γιατί ο Μπακατσέλος είναι «κραγμένη» περίπτωση και πλήττει την αξιοπιστία της διαδικασίας. Αλλωστε, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν στηρίχτηκε στον κατά Χριστόδουλο «πρύτανη των ψευδομαρτύρων», αλλά στον Τσελέντη και τις προανακριτικές. Γιατί να χρησιμοποιήσει τον Μπακατσέλο, κόντρα στις πραγματογνωμοσύνες της Ασφάλειας και προπαντός κόντρα στην κατάθεση Τσελέντη; Για να εμφανίσει τον Γιωτόπουλο σε μια ενέργεια και να του ρίξει μια επιμέρους ποινή για απλή συνέργεια, όταν το σενάριο πρόβλεπε την ηθική αυτουργία με τις 21 ισόβιες; Οπως κατ’ επανάληψη τονίστηκε στην πρώτη δίκη, αυτή είναι μια δίκη προανακριτικών ομολογιών και όχι αποδείξεων μέσω αυτοπτών μαρτύρων.
Η κατάθεση Μπακατσέλου θα συνεχιστεί και αύριο το πρωί.