Με την έναρξη της συνεδρίασης η Γ. Κούρτοβικ ζήτησε το λόγο και δήλωσε ότι, επειδή όπως την ενημέρωσαν (η ίδια δεν το άκουσε) η κ. Βρανοπούλου χτες δήλωσε ότι εδώ μέσα δικάζουν τα θύματα, φράση που προέρχεται απευθείας από το γνωστό άρθρο του «Ελεύθερου Τύπου», που ακολούθησε την κατάθεση Μπακογιάννη στη δίκη, η ίδια σε ένδειξη διαμαρτυρίας δεν θα υποβάλει άλλες ερωτήσεις στη μάρτυρα. «Ετσι το αισθάνθηκα, δεν έχω διαβάσει το άρθρο» (!) έσπευσε να πει «ζεματισμένη» η Βρανοπούλου. Ολοκληρώνοντας τη δήλωσή της η συνήγορος είπε –απευθυνόμενη και στη Βρανοπούλου- ότι η υπεράσπιση δεν επιδιώκει να αναδείξει το δίκαιο της δράσης της 17Ν, αλλά διερευνά τα αίτια αυτής της δράσης. Πέραν τούτου, όμως, δεν δέχεται να ξαναγραφεί η Ιστορία και θα αντιταχθεί σε κάθε τέτοια προσπάθεια. Υπενθύμισε, ακόμη, ότι στη δίκη δικάζονται άνθρωποι που διεκδικούν την αθωότητά τους και γι’ αυτό τοποθετήσεις όπως αυτή της κόρης Βρανόπουλου, που εξέφρσε τη λύπη της γιατί δεν υπάρχει η ποινή του θανάτου, συνιστούν άσκηση πίεσης και προσπάθεια επηρεασμού του δικαστήριου.
Η Βρανοπούλου, μιλώντας στο όνομα όλων των θυμάτων (!) απάντησε στη συνήγορο ότι δεν θεωρούν ότι η δράση της 17Ν αποτελεί ιστορικό φαινόμενο, αλλά ότι οι ενέργειές της αποτελούν «απλές εγκληματικές πράξεις, του κοινού ποινικού δικαίου. Κάθε παράφρων και δολοφόνος δεν γράφει Ιστορία»!
Την απάντηση την πήρε αμέσως μετά από την εκτενή τοποθέτηση που έκανε για την υπόθεση ο Δ. Κουφοντίνας. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που ο πρόεδρος διέκοψε σχόλιο του Δ. Κουφοντίνα, προσπαθώντας να αρθρώσει αντίλογο, αλλά χωρίς να του αφαιρεί το λόγο. Το σημειώνουμε γιατί μας δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν ήταν κάτι που πήγαζε αβίαστα από τον ίδιο, από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την άσκηση των καθηκόντων του, αλλά ότι ήταν αποτέλεσμα των επιθέσεων που έχει δεχτεί από τα παπαγαλάκια της «αντιτρομοκρατίας», προσπάθεια δημιουργίας αναχώματος άμυνας σ’ αυτές τις επιθέσεις. Ας δώσουμε, όμως, το λόγο στο Δ. Κουφοντίνα:
«Η κ. Κούρτοβικ έκανε μια πολύ σαφή δήλωση. Ξεκαθάρισε πλήρως τη θέση της. Δε νομίζω ότι υπάρχουν παρανοήσεις. Εγώ έχω ξεκαθαρίσει επίσης τη θέση μου επανειλημμένα εδώ γι’ αυτά τα πράγματα. Οσο για το τι γίνεται εδώ μέσα, το ‘χω ξαναπεί επίσης, ότι εδώ διεξάγεται μια ιστορική πολιτική δίκη. Τα κριτήρια της Ιστορίας είναι διαφορετικά από τα δικά μας κριτήρια. Αυτή είναι τελικά που θα δικαιώσει ό,τι είναι να δικαιωθεί και θα καταδικάσει ό,τι είναι να καταδικαστεί.
Σχολιάζοντας αυτά που ακούστηκαν χτες, θα είμαι σύντομος, μολονότι ακούστηκαν πολλά. Ακουσα τόσο εσάς κ. πρόεδρε όσο και την κ. εισαγγελέα και την πολιτική αγωγή να αμφισβητείτε έντονα το χαρακτηρισμό ξεπούλημα της ΑΓΕΤ και τεράστιο σκάνδαλο. Σας άκουγα χτες και αναρωτιόμουνα αν όλοι εδώ μέσα ζούμε στην ίδια χώρα. Αν η μνήμη μας έχει σβήσει. ‘Η αν σκοπιμότητες θέλουν να τη σκεπάσουν. Το ξεπούλημα της ΑΓΕΤ – γιατί περί αυτού πρόκειται, έτσι έχει καταγραφεί στη συνείδηση της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού, ως σκάνδαλο τεραστίων διαστάσεων, ως ξεπούλημα με το αζημίωτο δημόσιας περιουσίας, που οδηγεί μαζί με τις άλλες παρόμοιες εκποιήσεις στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας. Αυτό αντανακλάται για παράδειγμα, αυτή η διάθεση της ελληνικής κοινής γνώμης, από το κύριο άρθρο της “Ελευθεροτυπίας” – δυστυχώς εδώ στη φωτοτυπία δεν έχω την ακριβή ημερομηνία, πρέπει να είναι πάντως γύρω στις 3 Φεβρουαρίου του ’94, θα το ελέγξουμε και θα σας το προσκομίσω. Αναφέρει ανάμεσα στα άλλα: “Η ουσία για την κοινή γνώμη και τον κοινό νου του απλού πολίτη, ο οποίος από την αρχή οσμίστηκε την ύπαρξη σκανδάλου στην εκποίηση – τη χαρακτηρίζει εκποίηση, ξεπούλημα δηλαδή – της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ ήταν μία και μόνη. Να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά παντός υπευθύνου και να αρχίσει αμέσως τακτική ανάκριση και με το υλικό του φακέλου της δικογραφίας της προκαταρκτικής εξέτασης. Η δίωξη ασκείται σήμερα από τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Κουβελάκη –είναι λίγες μέρες μετά την επίθεση κατά Βρανόπουλου-. Υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την άσκηση ποινικής δίωξης. Υπάρχουν επαρκή στοιχεία για ν’ ανοίξουν λογαριασμοί με τις υπέρογκες προμήθειες, που αποδεδειγμένα πήρε ο Ν. Γεωργιάδης, διευθυντικό στέλεχος της ΑΓΕΤ. Υπάρχουν επαρκή στοιχεία που καθιστούν το σκάνδαλο της ΑΓΕΤ δεδομένο. Στοιχεία κατανοητά από την κοινή λογική, όπως επισημάνθηκε και χθες απ’ αυτή τη θέση. Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης είναι επιβεβλημένη και δεύτερη κίνηση προς τη Βουλή, για να διερευνήσει την τυχόν συμμετοχή πολιτικών προσώπων στο σκάνδαλο. Και η κίνηση πρέπει να γίνει τώρα, διότι τρέχει ο χρόνος παραγραφής. Και η υπόθεση της αγοραπωλησίας της ΑΓΕΤ πρέπει να ξεκαθαριστεί πλήρως, χωρίς να κουκουλωθεί τίποτα. Ο δημόσιος βίος δεν αντέχει σκιές και η κοινή γνώμη θέλει καθαρές απαντήσεις για όλα και για όλους”.
Δε θα μπορούσε να διατυπωθεί με πιο καθαρό τρόπο το κλίμα εκείνης της εποχής. Πρέπει να πω ότι ασκήθηκε δίωξη από τον υπουργό Δικαιοσύνης, πράγματι, αλλά δεν έγινε δεύτερη κίνηση, δεν πήγε το ζήτημα στη Βουλή, πράγμα το οποίο έγινε μισερό, η δίωξη αυτή, διότι εφόσον αφορούσε πολιτικά προσωπικά, δε θα μπορούσε τελικά να προχωρήσει παραπέρα. Εφόσον το πολιτικό σύστημα αποφάσισε, όπως το κάνει πάγια τις τελευταίες δεκαετίες, να μη προχωρήσει σε σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, το ζήτημα παρέμεινε εκεί και έμεινε αυτή μια κίνηση εντυπωσιασμού. Ούτως ή άλλως, μέσα σ’ αυτό κλίμα ο υπουργός Δικαιοσύνης Κουβελάκης δίνει παραγγελία για δίωξη κατά παντός υπευθύνου για την εκποίηση της ΑΓΕΤ, με εντολή να διερευνηθεί το ενδεχόμενο ευθύνης του πρώην πρωθυπουργού. Μια υπόθεση που όπως λέει – διαβάζω την “Ελευθεροτυπία” 3 Φεβρουαρίου του ’94 – “πρόκειται για μια ποινική υπόθεση η οποία ταράζει το δημόσιο βίο και προκαλεί κοινωνικό σάλο, η οποία οφείλει να εκκαθαριστεί δικαστικώς με ταχύτητα”. Το σύνολο σχεδόν του πολιτικού προσωπικού της χώρας, εκτός από τον κ. Μητσοτάκη και μια μικρή ομάδα στελεχών γύρω του, συμφωνεί με τη δίωξη. Ο κ. Κωνσταντόπουλος χαρακτηρίζει την εκποίηση της ΑΓΕΤ μέγιστο πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο. Ο κ. Σαμαράς πλειοδοτεί στην άσκηση δίωξης και ζητά να απαγορευτεί η έξοδος από τη χώρα των υπευθύνων. Ο αρχηγός της ΝΔ Εβερτ δεν απορρίπτει τη δίωξη. Μάλιστα ζητάει να χυθεί άπλετο φως σ’ όλη αυτή την υπόθεση. “Και καλούμε – λέει ο κ. Εβερτ – το υπουργείο Οικονομικών να παρέμβει αμέσως με τις ελεγκτικές του υπηρεσίες, ώστε να διαπιστωθούν αυτά τα χρήματα που έχουν πάει”. Εννοεί τις μίζες που βρέθηκαν στο λογαριασμό Γεωργιάδη. Μιλάμε για 3 δισ. δραχμές, ενώ για τις υπηρεσίες, όπως αυτές που προσέφερε ο κ. Γεωργιάδης, αρκούν συνήθως μερικές χιλιάδες δολάρια.
Εχω εδώ πάρα πολλές δηλώσεις, δε θα σας τις διαβάσω, δε θα σας κουράσω. Από το περιεχόμενο του εγγράφου, λέει το ρεπορτάζ, του κ. Βελάκη συνάγεται ευθέως, ότι εκείνος δέχεται ως βάσιμες τις υπόνοιες, ότι το τίμημα πώλησης της ΑΓΕΤ ήταν χαμηλότερο της πραγματικής αξίας, ότι οι διαδικασίες πώλησης δεν ήταν νόμιμες, ότι ο πλειοδοτικός διαγωνισμός ήταν προσυμφωνημένος, ότι ζημιώθηκε το ελληνικό δημόσιο και μεγάλο μέρος της μίζας προς τον κ. Γεωργιάδη μπορεί να διοχετεύθηκε σε τρίτους.
Δε θα μιλήσω τώρα πολύ για το ρόλο της Δικαιοσύνης στη συγκάλυψη αυτής της υπόθεσης. Θα θυμίσω μόνο ότι ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βολονάσης έβαλε την υπόθεση στο αρχείο τρεις μέρες πριν από τις εκλογές. Θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου του υπουργού Δικαιοσύνης, όταν ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο αντεισαγγελέας Βολονάσης αρνήθηκαν να στείλουν στο υπουργείο τη δικογραφία της ΑΓΕΤ και μάλιστα ξεκίνησε μια διελκυστίνδα, “να σας δώσουμε μερικά έγγραφα, όχι να σας δώσουμε αυτά που θεωρούμε σημαντικά”, μία κίνηση πραγματικά πρωτοφανής στα δικαστικά χρονικά, η οποία στιγματίστηκε από όλους, τα κόμματα και προσωπικότητες, νομικούς – ανέφερε η κ. Κούρτοβικ χτες τον κ. Λυκουρέχο, τον κ. Κατσαντώνη και πολλοί άλλοι. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Κουβελάκης λέει στη Βουλή: “Οι πολίτες διερωτώνται τι συμβαίνει και η μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία πουλήθηκε με τις συνθήκες που όλοι γνωρίζουν και η Ελληνική Δικαιοσύνη δεν αποκαλύπτει την αλήθεια. Και η προκαταρκτική εξέταση που είναι διαδικασία ταχύτατης συλλογής στοιχείων κρατά σήμερα ένα χρόνο”. Και καταλήγει με μια πολύ σημαντική επισήμανση ο υπουργός: “Οι πολίτες αναρωτιούνται κάθε μέρα τι συμβαίνει. Ενα κομμάτι της Δικαιοσύνης είναι κομμάτι της συγκάλυψης; Εάν δεν πείσετε τους πολίτες αυτής της χώρας ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, κάποια στιγμή θα παρασυρθούν όλα από τη δίκαιη αγανάκτηση ή από την παγερή αδιαφορία”. Πολύ σημαντική αυτή η δήλωση. Να σας θυμίσω μια παλιότερη δήλωση που είχα αναφέρει του προέδρου της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ευτύχη Παλαιοκαστρίτη, που μιλάει για ολιγωρία της Δικαιοσύνης; Αλλά, λέει, “της διατεταγμένης και διορισμένης Δικαιοσύνης”. Εγώ θα αναφέρω εδώ μια πολύ σημαντική επίσης δήλωση που έκανε ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, ο κ. Τζανακάκης, ο οποίος τις ημέρες μετά την επίθεση κατά Βρανόπουλου βρισκόταν στην Ιταλία, όπου εκεί η ιταλική κυβέρνηση του έστειλε ασφάλεια να τον προστατεύσει και δήλωσε τότε ο κ. Τζανακάκης: “Η ζωή μου δεν είναι σε κίνδυνο, διότι μέχρι τώρα έπραξα το καθήκον μου”. Μια πολύ σημαντική δήλωση την οποία σχολίασε ο λαλίστατος κ. Κωστάκος. Σχολιάζει ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος για να εκτελούν έναν άνθρωπο και ο ίδιος δεν πιστεύει ότι αποτελεί στόχο, γιατί δεν έχει δώσει λαβή από τον υπηρεσιακό του βίο. Είναι πολύ σημαντική δήλωση, βαρύσήμαντη και περιεκτική. Μαγκάκης. Θα σας αναφέρω μόνο το Μαγκάκη από τις δηλώσεις που έκανε σχετικά με τη στάση του Σιούλα και του Βολονάση. “H στάση κορυφαίων παραγόντων του Αρείου Πάγου στο θέμα της διερεύνησης της πώλησης της ΑΓΕΤ αρχίζει να προσλαμβάνει το χαρακτήρα συστηματικής μεθοδευμένης προσπάθειας ματαίωσης της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης αυτής”.
Θα πω δυο λόγια τώρα επί της ουσίας για την υπόθεση του ξεπουλήματος της ΑΓΕΤ. Θα χρησιμοποιήσω το πόρισμα του Βολονάση, γιατί είναι ένας απ’ αυτούς που προσπάθησε να συγκαλύψει την υπόθεση. Παρολαυτά, αναγκάζεται στο πόρισμα και αναφέρει πραγματικά περιστατικά. Αναφέρει δηλαδή ότι ο Βρανόπουλος υπήρξε ο κύριος διαπραγματευτής στην υπόθεση της πώλησης της ΑΓΕΤ. Τονίζεται στο πόρισμα ότι η σύμπραξη Cal-Nat, η σύμπραξη της Καλτσεστρούτσι με την Εθνική είναι αποτέλεσμα πρωτοβουλίας του Βρανόπουλου μέσα στα πλαίσια κυβερνητικών οδηγιών.
Πρόεδρος: Κύριε Κουφοντίνα, αυτά νομίζω ότι είναι περιεχόμενο της απολογίας σας. Δεν είναι τώρα στιγμή για να κάνετε…
Δ. Κουφοντίνας: Σχολιάζω. Χτες ακριβώς η κυρία μάρτυρας είπε ότι ο Βρανόπουλος δεν ήταν ο διαπραγματευτής της ΑΓΕΤ. Αυτό ακριβώς σχολιάζω. Και λέω ότι από το πόρισμα Βολονάση αναφέρεται ότι ο Βρανόπουλος είναι ο κύριος διαπραγματευτής της πώλησης της ΑΓΕΤ στην Καλτσεστρούτσι, του ξεπουλήματος, μαζί με τον Λορέντσο Παντσαβόλτα.
Πρόεδρος: Η κυρία μάρτυς είπε ότι ήταν υπερήφανος ο ίδιος ο Βρανόπουλος, διότι εξεπόνησε αυτό το σχέδιο πώλησης, πλην όμως αυτά ήταν μια απόφαση κυβερνητικής επιτροπής, γι’ αυτό εκτελούσε εντολές.
Δ. Κουφοντίνας: Ακριβώς θ’ απαντήσω πάνω σ’ αυτά. Ξαναλέω, λοιπόν, τι λέει το πόρισμα Βολονάση: ότι ήταν ο κύριος διαπραγματευτής, ότι η σύμπραξη Cal-Nat ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλίας του Βρανόπουλου, στα πλαίσια πράγματι κυβερνητικών οδηγιών, τις οποίες υλοποίησε, αναφέρεται επίσης ότι ο Βρανόπουλος ως διαπραγματευτής και με τους άλλους ενδιαφερόμενους ομίλους, δηλαδή το μεγάλο και παντοδύναμο ιταλικό όμιλο στην τσιμεντοβιομηχανία, της Ιταλτσιμέντι, γνώριζε τις δεσμευτικές προσφορές αυτών των εταιριών. Επομένως μπόρεσε να διαμορφώσει μαζί με τον Παντσαβόλτα αναλόγως την προσφορά της Cal-Nat, η οποία μάλιστα σε μια θεατρική κίνηση – όλες οι προσφορές αυτές ανοίχτηκαν σ’ ένα συμβολαιογράφο στο Λονδίνο – ενώ τα ήξερε βέβαια ο Βρανόπουλος και διαμόρφωσε, όπως είπα, το πρόγραμμα. Επίσης το ίδιο πόρισμα αναφέρει ότι η προσφορά από κοινού των Cal-Nat, δηλαδή της Καλτσεστρούτσι και της Εθνικής, ήταν 107 δισ., την ώρα που της Ιταλτσιμέντι αυτοτελώς ήταν 80 δισ., δηλαδή πολύ ανώτερη από την προσφορά της Cal-Nat, και της Χόλντενμπανκ 60, ανώτερη πάλι και της Χόλντενμπανκ.
Πρόεδρος: Δεν του αποδίδει όμως ποινικές ευθύνες.
Δ. Κουφοντίνας: Δεν του αποδίδει ποινικές ευθύνες και γι’ αυτό ακριβώς έχει περαιτέρω αξία, επειδή αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αυτός βέβαια δεν τα αξιολόγησε ποινικά. Ομως ο υπουργός με τη δίωξη που άσκησε και με το πόρισμα της Βουλής, που θα σας αναφέρω γι’ αυτό πάλι, έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Η Δικαιοσύνη και εδώ πέρα λειτούργησε ως μηχανισμός συγκάλυψης. Θα πω δυο λόγια και τελειώνοντας πάνω σ’ αυτό. Τώρα θα σας αναφέρω για το πόρισμα των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ, που αναφερόμενοι στο Βρανόπουλο λένε ότι “ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράοπεζας δέχτηκε να χρησιμοποιηθεί η τράπεζα ως αγωγός μεταφοράς και υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής με αποτέλεσμα να υπάρξει σημαντική ζημιά στην περιουσία της τράπεζας. Με τις ενέργειες της Εθνικής Τράπεζας ουσιαστικά ακυρώθηκαν οι όροι του διαγωνισμού για την πώληση της ΑΓΕΤ”. Σύμφωνα με τους βουλευτές χαρακτηρίζεται το τίμημα πώλησης της ΑΓΕΤ εξόφθαλμα χαμηλό και επισήμαναν ότι ρεαλιστικές εκτιμήσεις ανέβαζαν την πιθανή ζημία του δημοσίου σε 50 δισ. Με την πώληση ζημιώθηκε η Εθνική Τράπεζα αφού η Καλτσεστρούτσι, με ποσοστό μόλις 26,5% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου αποκτά τον απόλυτο έλεγχο της ΑΓΕΤ μέσω της Cal-Nat και το τεράστιο αυτό κέρδος της Cal-Nat επιτυγχάνεται σε βάρος των συμφερόντων της Εθνικής Τράπεζας. Η ζημιά μόνο από την αγορά μετοχών μειοψηφίας σε τιμές πακέτου μειοψηφίας ανέρχεται σε 12,6 δισ. δρχ.
Πρόεδρος: Τι εφημερίδα διαβάζετε, κ. Κουφοντίνα;
Δ. Κουφοντίνας: Είναι από την “Ελευθεροτυπία” της Τρίτης, 25 Ιανουαρίου του ’94. Θα κατατεθούν όλ’ αυτά. Και το πόρισμα Βολονάση αναφέρεται σ’ αυτό το φύλλο και το πόρισμα των βουλευτών ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ, θα σας τα καταθέσουμε μετά. Οσο αφορά το ίδιο το τίμημα τώρα του ξεπουλήματος -δε θα κουραστώ εγώ να το λέω έτσι, γιατί έτσι είναι η πραγματικότητα- της ΑΓΕΤ, πόσο ήταν αυτό; Ο Βολονάσης μιλάει για 107 δισ. Από κοινού, δηλαδή 53,5 δισ. Της Καλτσεστρούτσι. Η ΝΔ, στη φιέστα αυτή την περ΄θφημη στο Ζάππειο, μιλάει για 62 δισ. Το ΠΑΣΟΚ μιλάει για 45 δισ. Το ΚΚΕ για 35. Ομως όλοι αυτοί δε μας λένε τίποτα για το πώς, για τον τρόπο και το χρόνο αποπληρωμής. Πώς έγινε αυτό, καταβλήθηκαν αμέσως, θα καταβληθούν μετά από χρόνο, θα καταβληθούν με δανειοδότηση από την ίδια την Εθνική, δεν αναφέρεται. Από έρευνα που έκανε η Οργάνωση και δεν είναι καθόλου δύσκολο – πιστέψτε με – να την κάνει, έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να καταβλήθηκαν κατά την υπογραφή της πώλησης περισσότερα από 15 δισ. Δρχ., όσο αξίζει δηλαδή μια μικρομεσαία επιχείρηση, ένα σουπερμάρκετ. Εγώ κρατών, λοιπόν, το ποσό των 62 δισ., έχει μία σημασία, γιατί θα σας αναφέρω ένα άρθρο των “Φαϊνάνσιαλ Τάιμς”, του Χόλμαν, στις 5 Μαΐου του ’93, δύο μήνες περίπου μετά το ξεπούλημα της ΑΓΕΤ, όπου αναφέρεται πώς μπορούν οι επιχειρηματίες να κάνουν δουλειές σε χώρες όπως η Ελλάδα. Και αναφέρει, είναι λίγο αστείο, υπάρχει ένας τιμοκατάλογος και λέει ότι με 5% σε ποσό 200.000 δολαρίων διασφαλίζεις τη βοήθεια ανώτερου κρατικού αξιωματούχου. Με 5% σε ποσό 2 εκατ. δολαρίων κάνεις δουλειές σε επίπεδο γενικού γραμματέα υπουργείου. Με ποσό 20 εκατ. δολαρίων οι δουλειές γίνονται σε επίπεδο υπουργών και πρωθυπουργών, συνήθως με το ίδιο ποσοστό, το 5%. Λέω 5%, γιατί πράγματι το 5% στο ποσό των 62 δισ. είναι 3 δισ. Είναι ακριβώς το ποσό της μίζας το οποίο υποτίθεται δόθηκε στον Γεωργιάδη, είναι το ποσό που μια διεθνής τράπεζα που έκανε έλεγχο στον ισολογισμό της Φερούτσι, της μητρικής της Καλτσεστρούτσι, βρήκε να ‘χει φύγει χωρίς παραστατικά και γι’ αυτό αρνήθηκε να υπογράψει τον ισολογισμό και αποχώρησε. Είναι σ’ αυτές τις μίζες που αναφέρεται το άρθρο στις 4, αν δεν κάνω λάθος Φεβρουαρίου, το κύριο άρθρο της “Ελευθεροτυπίας”, που λέει ότι ο Παντσαβόλτα είχε δηλώσει ότι η Καλτσεστρούτσι έδωσε μίζες σε ιταλούς πολιτικούς. Στις 5 είναι, επομένως αυτό που ανέφερα στην αρχή ήταν στις 6 Φεβρουαρίου. Αναφέρεται στη διεξαγόμενη προκαταρκτική εξέταση, που έκλεισε τρεις μέρες πριν από τις εκλογές και ξανάνοιξε μετά, ο Νίκος Γεωργιάδης αποφεύγει να παρουσιαστεί, δεν προσάγεται βιαίως, τον περιμένει ο κ. εισαγγελέας, λέει αρκετά. Το συμπέρασμα – να μην αναφέρω όλο το άρθρο – ότι για άλλους προορίζονταν τα λεφτά που εισέπραξε ο κ. Γεωργιάδης προκύπτει αβίαστα. Αλλωστε, μεσάζοντας ήταν. Η προσωπική του συμβολή λογικά δεν θ’ άξιζε περισσότερο από μερικές χιλιάδες δολάρια.
Θέλω ν’ αναφέρω, ότι δεν είναι η μοναδική υπόθεση στην οποία ο Βρανόπουλος έχει κάποιο σκοτεινό ρόλο. Θα αναφέρω και την υπόθεση Ροδόπουλου, μια πολύ γνωστή υπόθεση. Ο Ροδόπουλος έχει κάνει κι ένα φεγγάρι στον Κορυδαλλό, είχε μια εταιρία η οποία είχε πιστωτικό όριο, όριο δανειοδότησης, 1 δισ., ο Βρανόπουλος με την Εθνική τον δάνειζε συνεχώς, διασπαθίζονταν τα λεφτά, χρεοκόπησε η εταιρία και βρέθηκε η Εθνική με ζημιά 10 δισ. δρχ. από τον κ. Ροδόπουλο, τον αξιότιμο.
Θα πω και λίγα λόγια για τις ιδιωτικοποιήσεις, επειδή ακουστήκαν και δω αρκετά, λόγια που θα φαίνονταν σπουδαία σε άλλες εποχές, σήμερα όμως είναι έωλα. Πράγματι, μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, οι ιδεολόγοι του νεοφιλελευθερισμού λένε διάφορα ωραία για παγκοσμιοποίηση, για ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, προϊόντων, ανθρώπων και πληροφοριών, που θα οδηγούσε στην άμβλυνση των αντιθέσεων μεταξύ των αστικών κρατών και στην αποδυνάμωση – ακόμα λέγαν και στην εξαφάνιση – των ίδιων των αστικών κρατών. Δε θα αναφέρω εδώ, ότι αυτές οι πομφόλυγες έσκασαν από τους βομβαρδισμούς στο Ιράκ, στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, από την επανεμφάνιση της πολιτικής των κανονιοφόρων, της εποχής δηλαδή της αποικιοκρατίας, και την αναβίωση των μοντέρνων εθνικισμών και ρατσισμών.
Πρόεδρος: Τελειώνετε σας παρακαλώ.
Δ. Κουφοντίνας: Ναι, στις ιδιωτικοποιήσεις αναφέρομαι, σχολιάζω, και θα πω για ποιο λόγο είναι έωλα αυτά που ακούστηκαν. Ούτε θα πω για τις πιέσεις, πολιτικές, διπλωματικές, οικονομικές, στρατιωτικές, που ασκούν τα εθνικά κέντρα των μητροπόλεων για να παίρνουν τα συμβόλαια οι δικές τους επιχειρήσεις. Θα πω για ένα άλλο θέμα, το οποίο έχει προκαλέσει την αμηχανία και την απελπισία των ιδεολόγων του νεοφιλελευθερισμού. Πρόκειται για ένα “νέο φαινόμενο”, το οποίο δεν είναι και τόσο νέο. Είναι ο παρεμβατισμός των εθνικών κρατών, των μητροπόλεων, των αναπτυγμένων οικονομικά χωρών, που επεμβαίνουν υψώνοντας φραγμούς στην υλοποίηση εξαγορών επιχειρήσεων, όταν πρόκειται να θιγούν η εθνική παραγωγική δομή και ταυτότητα. Εδώ μιλάμε για αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τα προπύργια του νεοφιλελευθερισμού, των ΗΠΑ, βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, αλλά και του Βελγίου, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου, έχω πάρα πολλές εδώ πέρα περιπτώσεις που επεμβαίνουν τα εθνικά κράτη και αποτρέπουν, όχι βέβαια το ξεπούλημα αλλά την εξαγορά επιχειρήσεων, οι οποίες αφορούν την εθνική ισχύ και ταυτότητα της χώρας. Σε αντίθεση μ’ αυτή την πολιτική, το ελληνικό κράτος, η ελληνική κυβέρνηση, με το αζημίωτο διαλύει την ισχυρή ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, οπότε σ’ αυτό, κατά αντιστοιχία, τι θα μπορούσαμε να δηλώσουμε; Γιατί αυτή η πολιτική των εθνικών κρατών ονομάζεται οικονομικός πατριωτισμός. Σε αντιστοιχία θα μπορούσαμε να την πούμε εθνική μειοδοσία. Γιατί μιλάμε για ξεπούλημα με το αζημίωτο. Πρόκειται, όπως το έχει χαρακτηρίσει η οργάνωση, για ένα έγκλημα εσχάτης προδοσίας, το οποίο παραμένει ατιμώρητο, τόσο από το πολιτικό σύστημα – για να χρησιμοποιήσω μια λέξη που ακούγεται συχνά – των καραγκιόζηδων όσο και από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Κύριε πρόεδρε, αν η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη έκανε σωστά τη δουλειά της, αν ήταν πραγματικά ανεξάρτητη και όχι μηχανισμός συγκάλυψης, να είστε σίγουρος ότι σήμερα και εδώ δεν θα εκδικαζόταν αυτή η συγκεκριμένη υπόθεση».
Επόμενος μάρτυρας ήταν ο Παναγάκος, επικεφαλής ασφάλειας της Εθνικής, ο οποίος δεν γνώριζε τίποτα για τα πραγματικά περιστατικά, αφού δεν ήταν παρών στην εκτέλεση. Κι ενώ φαινόταν ότι η κατάθεσή του θα τελείωνε σύντομα, η πολυπράγμων εισαγγελέας κατάφερε να δημιουργήσει ένα ακόμη επεισόδιο, δηλωτικό των προθέσεών της, του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει τη διαδικασία. Αρχισε να ρωτά τον μάρτυρα για κάποιο άλλο άτομο που είχε αναφέρει στο πρωτόδικο ότι είχε δει, πώς έμοιαζε, πού βρισκόταν κ.λπ. Πρώτος εξεγέρθηκε ο Δ. Κουφοντίνας που σε ιδιαίτερα έντονο ύφος είπε στην εισαγγελέα ότι είναι απαράδεκτο αυτό που κάνει, διότι δεν είναι ανακρίτρια και δε μπορεί να κάνει ανάκριση για άτομα που δεν κατηγοροούνται για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Κάνετε ερωτήσεις για να δημιουργήσετε εντυπώσεις, ήταν τα τελευταία λόγια του. Ακολούθησε ο Θωμάς Σερίφης, που διαμαρτυρήθηκε στο ίδιο έντονο ύφος, λέγοντας ότι κάθεται οχτώ μήνες και περιμένει υπομονετικά, αλλά δε μπορεί να ακούει ερωτήσεις για τη δημιουργία εντυπώσεων, όταν είναι γνωστό ότι για τη συγκεκριμένη υπόθεση απαλλάχτηκε από το Συμβούλιο, που δεν του απήγγειλε καμιά κατηγορία. Ο πρόεδρος, σε έντονο ύφος και απευθυνόμενος προς αυτόν στον ενικό, ζήτησε από τον Θ. Σερίφη να καθήσει κάτω, αυτός όμως αρνήθηκε και εξακολούθησε να διαμαρτύρεται. Η εισαγγελέας ισχυριζόταν ότι διερευνά την κατηγορία της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, κάνοντας πως αγνοεί το γεγονός ότι ο Θ. Σερίφης έχει παραδεχτεί τη συμμετοχή του στη 17Ν και σε όσες ενέργειες πραγματικά συμμετείχε. Η Γ. Κούρτοβικ παρενέβη ήρεμα και παρατήρησε, ότι η εισαγγελέας ρώτησε παραπλανητικά το μάρτυρα. Τον ρώτησε αν είδε κάποιον που παρακολουθούσε, ενώ πουθενά στην κατάθεσή του δεν αναφέρει τη λέξη «παρακολουθούσε». Η εισαγγελέας εξακολούθησε να φωνάζει και ο Θ. Σερίφης δήλωσε ότι θέλει να διακοπεί η υπόθεση μέχρι να έρθουν οι συνήγοροί του, γιατί το πρωί δήλωσε ότι εκπροσωπείται από άλλους συνηγόρους, επειδή δεν φανταζόταν ότι θα προκαλούνταν τέτοιο θέμα. Η εισαγγελέας εξακολούθησε να φωνάζει:«Δηλαδή η εκπροσώπηση είναι παιχνίδι;» «Εσείς παίζετε για να δημιουργήσετε εντυπώσεις», της απάντησε ο Θ. Σερίφης. Το επεισόδιο εκτονώθηκε με τον καθιερωμένο τρόπο του προέδρου: διάλειμμα.
Μετά το διάλειμμα, ο Θ. Σερίφης ζήτησε το λόγο και σε ήρεμο, αλλά και αποφασιστικό τρόπο, είπε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε καμιά σημασία στο συγκεκριμένο μάρτυρα, γι’ αυτό και δεν καταδικάστηκε γι’ αυτή την υπόθεση. Οσον αφορά τη συμμετοχή του στην οργάνωση, την έχει παραδεχτεί ο ίδιος. Να καταλογίσουμε τις ευθύνες που αντιστοιχούν στον καθένα και να μη δημιουργούμε εντυπώσεις, κατέληξε.
Στη συνέχεια το ζήτημα ξεκαθάρισε πλήρως και το ξεκαθάρισμά του μας δίνει την ευκαιρία για ένα γενικότερο σχόλιο σχετικά με τους κατασκευασμένους μάρτυρες. Ο ασφαλίτης της Εθνικής, χωρίς να έχει πει τίποτα προανακριτικά, όταν έγινε η εκτέλεση Βρανόπουλου, εμφανίστηκε στον ανακριτή Ζερβομπεάκο και κατέθεσε ότι περίπου 4 μήνες πριν το συμβάν είχε δει απέναντι από την τράπεζα ένα άτομο, που έμοιαζε στον γνωστό παλαιστή Πέτρο Γαλακτόπουλο, στο πρόσωπο του οποίου αναγνώρισε τον Θ. Σερίφη. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι πριν κληθεί στον ανακριτή είχε πάει δυο φορές στην Αντιτρομοκρατική! Πέρασε φροντιστήριο, δηλαδή. Και γιατί χρειαζόταν αυτόν τον μάρτυρα; Γιατί ο Θ. Σερίφης είχε δηλώσει ότι πήρε μια φορά μέρος στην παρακολούθηση του αυτοκινήτου του Βρανόπουλου, αλλά δεν είχε πάρει μέρος στην ενέργεια. Οπως σημείωσε ο ίδιος, η Αντιτρομοκρατική έβαλε και έναν «αναγνωριστή» να πει ότι τον είδε, μη τυχόν και τα γυρίσει μετά. Και βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση να μοιάζει ο Θ. Σερίφης με τον Π. Γαλακτόπουλο. Οπως σημείωσε και ο ίδιος και ο συνήγορός του Α. Γαβαλάς (αλλά και παραδέχτηκε και ο μάρτυρας), το 1994 ο Θ. Σερίφης είχε μακριά μαλλιά και τα έπιανε κοτσίδα. Ηταν δε 25 ετών και 15 κιλά ελαφρύτερος απ’ όσο είναι σήμερα. Καμία σχέση μες τον πασίγνωστο ολυμπιονίκη, που είναι φαλακρός και ξυρίζει το κεφάλι του, που έχει τα κιλά του και τότε ήταν τουλάχιστον 60 ετών (ολυμπιονίκης έγινε το 1968)! Στον ανακριτή ο μάρτυρας τον «αναγνώρισε» από φωτογραφία του 2002 και όχι από φωτογραφία του 1993-4! «Είχε λόγο να πει εμένα και όχι κάποιον άλλο – κατέληξε ο Θ. Σερίφης. Γιατί για μένα δεν υπήρχαν δακτυλικά αποτυπώματα, δεν υπήρχε μαρτυρία άλλου, δεν υπήρχε τίποτα εις βάρος μου. Υπήρχε μόνο η ομολογία η δίκη μου. Υπήρχε σκοπιμότητα κάποιος αναγνωριστής να αναγνωρίσει και εμένα για να ‘χουμε καβάτζα σε περίπτωση που ο Σερίφης μας τ’ αλλάξει».
Το γενικότερο σχόλιο το έκανε η Γ. Κούρτοβικ. Αυτός ο μάρτυρας -είπε- είναι χαρακτηριστικός για τον τρόπο που διεξαγόταν η ανάκριση. Είναι ένας επιστρατευμένος μάρτυρας. Παραδέχτηκε ο ίδιος ότι πέρασε από υπηρεσίες πριν πάει στον ανακριτή. Και όμως, αυτός ο μάρτυρας και στο πρωτόδικο και τώρα δεν είπε τίποτα για το συγκεκριμένο ζήτημα. Ούτε ρωτήθηκε από δικαστές γι’ αυτό. Και τις δυο φορές η εισαγγελία σκάλισε το θέμα. Η συνήγορος χαρακτήρισε γκροτέσκα κωμωδία το περιεχόμενο της κατάθεσης του μάρτυρα, αφού έχει δώσει δυο διαφορετικές εκδοχές για το πού βρισκόταν ο ίδιος και που το άτομο που είδε (στο πρώτο δικαστήριο τους τοποθέτησε σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις απ’ αυτές που τους τοποθέτησε σήμερα) και δυο διαφορετικές εκδοχές για τον Γαλακτόπουλο (στην πρώτη δίκη τον χατακτήριζε φίλο του και σήμερα ότι απλά τον γνώριζε από τις εφημερίδες), πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν είδε τίποτα, δεν θυμάται τίποτα γιατί δεν είδε τίποτα και απλά προσφέρθηκε να «βοηθήσει». Ομως, με τέτοιες γκροτέσκες κωμωδίες έχουν καταδικαστεί άνθρωποι σε βαρύτατες ποινές. Εχετε πολλούς επιστρατευμένους μάρτυρες, κύριε δικαστές, σ’ αυτή τη δίκη, κατέληξε η Γ. Κούρτοβικ.
Τελευταίος κατέθεσε ο Τσερνόγλου, αυτόπτης μάρτυρας στο περιστατικό, με ροπή προς το… ντετεκτιβιλίκι, ο οποίος «αναγνώρισε» τον Δ. Κουφοντίνα.