Με ένα μπαράζ δηλώσεων και τοποθετήσεων από μεριάς κατηγορούμενων συνεχίστηκε η δίκη, μετά την ολιγοήμερη διακοπή λόγω κακαοκαιρίας. Από τις τοποθετήσεις αυτές φάνηκε καθαρά η ουσία της ένστασης που συζητιέται, πέρα από τη νομική πλευρά της, που αναλύουν οι συνήγοροι υπεράσπισης. Και είναι αυτή η ουσία απλή, απλούστατη: στο άντρο βασανιστηρίων, όπως είχε μετατραπεί η Εντατική του «Ευαγγελισμού», και στη συνέχεια στον 12ο όροφο της ΓΑΔΑ, όπου εδρεύει η Αντιτρομοκρατική, υπό την εποπτεία του Διώτη και των πρακτόρων του FBI και της Scotland Yard, ολοκληρώθηκε το σενάριο που είχε ετοιμαστεί πριν την έκρηξη στον Πειραιά. Εγιναν οι απαραίτητες αλλαγές και προσαρμογές, μπήκαν οι τελευταίες πινελιές και όλο μαζί κλήθηκαν να το υπογράψουν οι συλλαμβανόμενοι.
Πρώτος τοποθετήθηκε ο Κώστας Καρατσώλης, ο οποίος κατήγγειλε με κατηγορηματικό τρόπο, για μια ακόμα φορά, ότι η φερόμενη ως προανακριτική απολογία του είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη από την Αντιτρομοκρατική. «Η μεταφορά μου, η οποία έγινε με κιινηματογραφικό τρόπο θα έλεγα στη ΓΑΔΑ, σιδηροδέσμιος, με ελικόπτερο, οι απειλές για Γκουαντανάμο, για τη ζωή μου και ότι θα σαπίσω στη φυλακή, η αϋπνία, η κόπωση, όλα αυτά με έκαναν να συναινέσω, με μεγάλη ευκολία, χωρίς καμία βούληση, σε ό,τι μου έλεγαν οι ανακριτές. Οταν δε τους ζήτησα να δω κάποιον συνήγορο, μου το αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Θέλω να επισημάνω ότι ομολογώ μία πράξη, μια ληστεία συγκεκριμένα, στην οποία δεν είναι δυνατόν να ‘χω λάβει μέρος, διότι συγχρόνως βρισκόμουν σε ένα άλλο σημείο. Αυτό προκύπτει από τη μαρτυρία του κ. Ιωάννου, στις 29/6/2003 και από την ατζέντα μου η οποία έχει κατασχεθεί από την Αντιτρομοκρατική, στην οποία φαίνεται ξεκάθαρα ότι την ημέρα εκείνη εγώ βρισκόμουν σε ραντεβού με τον κ. Ιωάννου. Εχουμε, λοιπόν, μια φερόμενη ως προανακριτική δική μου, η οποία δεν επιβεβαιώνεται ούτε στην ανάκριση, στην κ. Μπούρη, στην οποία αρνήθηκα κατηγορηματικά όλες τις κατηγορίες, ούτε στον ειδικό εφέτη ανακριτή κ. Ζερβομπεάκο, πολύ δε περισσότερο εδώ στο ακροατήριο. Στη σελίδα 6026 της απόφασης οι δικαστές του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κρίνουν την ενοχή μου σύμφωνα, λέει, με τις απολογίες μου, προανακριτική και ανακριτική. Θέλω να το τονίσω αυτό, ότι εγώ δεν έχω δώσει καμιά ανακριτική απολογία, πολύ δε περισσότερο και προανακριτική, η οποία είναι κατασκευασμένη. Γι’ αυτούς τους λόγους που σας ανέφερα και γι’ αυτούς που σας εκθέσαν οι συνήγοροί μου, θα πρέπει να μη ληφθεί υπ’ όψιν η προανακριτική απολογία μου».
Με βάση τα όσα είπε ο Καρατσώλης, πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι η δεύτερη φορά που αποκαλύπτεται χοντρή «πατάτα» στην κατασκευή της Αντιτρομοκρατικής. Στη βιασύνη τους να κλείσουν την υπόθεση, βάσει του σενάριου που είχαν κατασκευάσει, και μέσα στην αλαζονεία που τους διακατείχε εκείνη την περίοδο, που ήταν σίγουροι ότι τα έχουν δέσει όλα με βάση τις ομολογίες που αποσπούσαν, δεν πρόσεξαν μερικές λεπτομέρειες. Ετσι, ο Δ. Γεωργιάδης φέρεται να ομολογεί τη συμμετοχή του σε μια έκρηξη κατά μήνα Δεκέμβρη. Ομως, η συγκεκριμένη έκρηξη είχε γίνει Ιούνη, μήνα κατά τον οποίο ο Γεωργιάδης δεν ήταν στην Αθήνα αλλά στη Θεσσαλονίκη. Επειδή, όμως, έπρεπε να ταιριάζουν οι ημερομηνίες με την κάθοδο του Θεσσαλονικιού Γεωργιάδη στην Αθήνα (όπου ήρθε για να βρει δουλειά), τον έβαλαν να ομολογήσει μια έκρηξη το Δεκέμβρη, χωρίς να προσέξουν ότι η συγκεκριμένη έκρηξη είχε γίνει τον Ιούνη. Το ίδιο έγινε και με τον Καρατσώλη. Για να συμπληρώσουν το «οργανόγραμμα» που κατασκεύασαν για όλες τις ενέργειες της 17Ν, τον έβαλαν να ομολογήσει τη συμμετοχή του σε μια ληστεία. Ομως, τη συγκεκριμένη μέρα αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ότι ο Καρατσώλης είχε ραντεβού με έναν πελάτη (εργαζόταν σε μεσιτικό γραφείο) για να του δείξει ένα οικόπεδο. Συναντήθηκαν στη Νέα Ιωνία και από εκεί πήγαν στην Αλσούπολη. Αντικειμενικά, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δυο σημεία, στο ραντεβού με τον πελάτη του μεσιτικού γραφείου και στη ληστεία. Για το ραντεβού κατέθεσε στην πρώτη δίκη ο πελάτης του γραφείου. Ομως, η μεγαλύτερη απόδειξη βρίσκεται στην επαγγελματική ατζέντα του Καρατσώλη, που αναγράφει φαρδιά-πλατιά το ραντεβού με τον συγκεκριμένο πελάτη, συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Πρόκειται για αδιάψευστο πειστήριο, γιατί η ατζέντα δεν βρισκόταν στα χέρια του Καρατσώλη ή στο γραφείο που δούλευε, αλλά είχε κατασχεθεί από την Αντιτρομοκρατική και προσκομίστηκε ως πειστήριο στο δικαστήριο.
Πρόκειται για δυο από τις πολλές «λεπτομέρειες» τις οποίες δεν πρόσεξαν όταν κατασκεύασαν το σενάριό τους. Υπάρχουν και άλλες, σημειώνουμε όμως μόνον αυτές, γιατί τις ανέφεραν ο Γεωργιάδης και ο Καρατσώλης. Οι υπόλοιπες θα φανούν, όταν αρχίσουν να εξετάζονται οι ενέργειες μία προς μία.
Ο επόμενος που «ζήτησε το λόγο» ήταν ο Σάββας Ξηρός. Οχι αυτοπροσώπως, βέβαια, αφού του έχουν αρνηθεί το ουσιαστικό δικαίωμα να συμμετέχει στη δίκη (πώς να συμμετάσχει σχεδόν τυφλός και κουφός, θαμμένος στον γκρίζο τάφο, χωρίς τη δυνατότητα να φροντίσει στοιχειωδώς την υγεία του;), αλλά με δήλωσή του, την οποία μετέφερε και διάβασε ο αδερφός του Χριστόδουλος (ζήτησε την άδεια και ο πρόεδρος το επέτρεψε). Το πλήρες κείμενο της συγκλονιστικής καταγγελίας του Σάββα είναι το εξής:
«Επειδή γίνονται προσπάθειες για εκμετάλλευση της αδυναμίας συμμετοχής μου στη δίκη, λόγω των προβλημάτων υγείας, αλλά και επειδή χρησιμοποιούνται με τον πιο αισχρό τρόπο τα βασανιστήρια σε ετοιμοθάνατο, στην εντατική του “Eυαγγελισμού”, θεώρησα υποχρέωση να αποστείλω την παρούσα δήλωση.
Τις πρώτες δεκαπέντε μέρες τους αποκάλυψα τόσα πρόσωπα ώστε ανέκριναν όλους όσους είχα συνεργαστεί επαγγελματικά, όλους όσους υπήρχαν στην ατζέντα μου, όλους τους φίλους μου, ακόμα και παλιούς ξεχασμένους, μέχρι και κάποιον συμμαθητή και φίλο μου που καθόμασταν στο ίδιο θρανίο 25 χρόνια πριν.
Τις πρώτες δεκαπέντε μέρες τους αποκάλυψα τόσα για τη ζωή μου και τη δράση της οργάνωσης, ώστε χρειάστηκε να πάνε στη Φλώρινα, στη Θεσσαλονίκη, στην Καστοριά, στην Ικαρία, στη Λάρισα, στην Τήνο, στο Σουδάν, στη Μαγιόρκα, στο Μαρόκο και ποιος ξέρει που αλλού (κάτι γράφτηκε στον Τύπο και για τη Γη του Πυρός), αναζητώντας μάταια κάποια πληροφορία.
Ομολογώ ότι μου απέσπασαν λόγια, παρότι μαρτυρούν οι αυτόπτες το αντίθετο, όπως ο εντατικολόγος Πιτταρίδης, που όταν κλήθηκε στο πρώτο δικαστήριο να υπερασπιστεί τον “Eυαγγελισμό“ κατέθεσε ότι αρνούμουν ακόμη και τη βόμβα στον Πειραιά. Παρολαυτά, ομολογώ ότι μου πήραν λόγια. Ποιος θα μας πει όμως με ακρίβεια τι γνώριζα και τι όχι, τι από αυτά ήταν σωστό και τι λάθος, τι ήταν αλήθεια και τι διαδόσεις, τι αποτυπώθηκε και τι αποκρύφτηκε και με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή; Ποιος θα μας πει αν μιλούσα με ξεκάθαρες φράσεις και νοήματα ή εν είδει χρησμών στην κατάσταση που βρισκόμουν;
Επεσαν πάνω μου μέσα στην εντατική του “Eυαγγελισμού”, μόλις άνοιξα τα μάτια μου και ενώ είχα μία στις εκατό πιθανότητες να επιβιώσω. Με πολλαπλά κατάγματα, διαλυμένο θώρακα, αιμορραγία στους πνεύμονες, ακρωτηριασμένο χέρι, εγκαύματα στο σώμα, τρύπια τύμπανα, τραυματισμένα και δεμένα μάτια, δεμένα χέρια και πόδια σε διάσταση με σχοινιά και ιμάντες, γυμνός, σε σκοτάδι με διαρκή διαπεραστική μουσική και συνεχή χορήγηση ψυχοφαρμάκων, μέσα σ’ έναν κυκεώνα κίτρινων ατμών και παραισθήσεων. Εγιναν εικονικές εκτελέσεις και βάναυσες ανακρίσεις, με την παρουσία και υποστήριξη ξένων πρακτόρων και ομάδας ψυχιάτρων, τυτόχρονα με τους Σύρο – Διώτη, θέτοντας στην υπηρεσία τους τον ιατρικό μου φάκελο και τις δυνατότητες της μονάδας εντατικής.
Ποιος θα άντεχε σαν απλός θεατής ή έστω θα ανεχόταν μια ανάκριση με τέτοιες ανίερες μεθόδους να διεξαχθεί δημόσια; Κι.όμως, παρότι αυτή δεν έγινε σε κάποια απόμερη γωνιά, έχει εισαχθεί επίσημα και νόμιμα σ’ αυτή την αίθουσα. Γνωρίζετε κ. πρόεδρε, ότι η Ποινική Δίκη, όπως την αποκαλείτε, δεν είναι μόνο η διαδικασία στο ακροατήριο, αλλά ξεκινάει με την άσκηση ποινικής δίωξης και τελειώνει με την έκτιση μιας αμετάκλητης ποινής. Μέσα σε αυτήν την διαδικασία, στην παρούσα υπόθεση, βρίσκονται ενσωματωμένα, είτε το θέλετε είτε προσποιείστε άγνοια, τα βασανιστήρια, προσδίδοντας συγκεκριμένο χαρακτήρα σε όλη τη δίκη και από την άλλη, σαν ενιαία διαδικασία, η ευθύνη γι’ αυτή βαρύνει ξεχωριστά τον κάθε παράγοντα αυτής της δίκης.
Σε μια δίκη που σαν μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο έχει αναγάγει τις ομολογίες, αν αυτό ελαφραίνει τη συνείδησή σας, μπορείτε να τις επικαλείστε και να τις επιβεβαιώνετε εν τη απουσία μου. Κι αν τα βασανιστήρια με τη δική σας ηθική γίνονται αποδεκτά, χάριν της επιβολής μιας μονόπλευρης νομιμότητας, αναλογιστείτε τότε τουλάχιστον τις δικονομικές και όχι μόνο παραβιάσεις που καθιερώνονται και με δική σας ευθύνη, μέχρι οι ομολογίες που ακολούθησαν τα βασανιστήρια να αποκτήσουν ένα νομιμοφανή μανδύα.
Δεν μπορείτε να πατάτε σε δυο βάρκες. Αν αυτός είναι ο νόμος, τότε ο νόμος είναι ανήθικος.
Σάββας Ξηρός
Κορυδαλλός, 26-1-06».
Μόλις τέλειωσε την ανάγνωση της επιστολής του αδερφού του, ο Χρ. Ξηρός ζήτησε να κάνει και μια δική του δήλωση, η οποία είναι η εξής:
«Οσο βέβαιο είναι ότι υπάρχουν βιντεοκασέτες απ’ την εντατική του “Eυαγγελισμού” με τις περίφημες “άτυπες συνομιλίες” του Σάββα με τους Σύρο – Διώτη, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται να τις φέρουν ποτέ, γιατί απλούστατα θα δούμε ότι οι περιβόητες “συνομιλίες” ή “άτυπες ανακρίσεις” ή όπως αλλιώς τις ονομάσετε δεν θα είναι τίποτε άλλο από ένα παραλήρημα ενός ετοιμοθάνατου ανθρώπου, κρατούμενου με τις γνωστές συνθήκες και με τη γνωστή χημική και όποια άλλη υποστήριξη. Οι συνεχείς επικλήσεις απ’ την Αντιτρομοκρατική, τον Τύπο της εποχής, αλλά και από οποιονδήποτε άλλον αυτών των ανύπαρκτων ανακρίσεων μοναδικό σκοπό έχει να επιβεβαιώσει και να προσδώσει υπόσταση στα σενάρια της Αντιτρομοκρατικής».
Ακολούθησε η συγκλονιστική καταγγελία του Β. Τζωρτζάτου για τον τρόπο με τον οποίο του αποσπάστηκαν οι προδικαστικές ομολογίες. Καθιστός, με χαμηλή φωνή, ο Τζωρτζάτος κατέθεσε για μια φορά ακόμη την αλήθεια του για όσα υπέστη ο ίδιος και η οικογένειά του εκείνες τις μαύρες μέρες:
«Μετά την αποχώρησή μου το 1992 από την οργάνωση, είχα συλληφθεί σε τυχαίο περιστατικό το Μάιο του ’93 και μετά από άτυπη ανάκριση είχα αφεθεί ελεύθερος. Το άσχετο αυτό περιστατικό εξηγεί μεν τη συμπεριφορά της Αστυνομίας εναντίον μου και τον υπερβάλλοντα ζήλο που επέδειξαν μετά την έκρηξη στον Πειραιά. Τα παλικάρια της Αντιτρομοκρατικής με βασάνισαν σωματικά και ψυχικά. Είμαι ο μοναδικός κρατούμενος σ’ αυτή την υπόθεση που βασανίστηκε με άγριους και συνεχείς ξυλοδαρμούς. Υπάρχουν πολλοί συγκατηγορούμενοί μου που κατέθεσαν πρωτόδικα, ότι είδαν τα σημάδια στο σώμα μου, που έκαναν μήνες να εξαλειφθούν, ενώ άλλοι ήταν μάρτυρες ξυλοδαρμών μου στην Αντιτρομοκρατική. Κατά την προσωπική μου άποψη, που βασίζεται σε πολλές ενδείξεις, άποψη την οποία δεν μπορώ πλέον να αποδείξω, επειδή έχουν περάσει πάνω από τρία χρόνια, μου χορήγησαν ψυχότροπες ουσίες με αποτέλεσμα να γίνω άθυρμα στα χέρια τους. Το δικαίωμα αυτής της άποψης μου το δίνει πρώτον το γεγονός ότι μετά την Αντιτρομοκρατική έκανα δυόμισι έως τρεις μήνες να συνέλθω από αυτό που με είχαν καταντήσει και ν’ αρχίσω πάλι να καταλαβαίνω τι είχε συμβεί. Αυτό επιβεβαιώνεται απ’ το γεγονός ότι ο ψυχίατρος που επισκέφτηκε τους κρατούμενους, μόλις μεταφέρθηκαν στη φυλακή, όταν με είδε σ’ αυτή την κατάσταση και χωρίς να του πω τίποτα, έδωσε εντολή να μου χορηγήσουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα για λίγο, πράγμα που δεν έκανε σε άλλους. Και δεύτερον, το σοβαρό πρόβλημα υγείας που έχω στο συκώτι, το οποίο φάνηκε με τις πρώτες αιματολογικές εξετάσεις στον Κορυδαλλό.
18 Ιούνη 2002, ημέρα σύλληψής μου, ώρα 6 το πρωί, οι ασφαλίτες άνοιγαν βιαίως την πόρτα του σπιτιού, στην περιοχή Χιλιαδού Ευβοίας, που διέμενα με την 8χρονη κόρη μου και τη σύντροφό μου. Πέντε κουκουλοφόροι με μακρύκανα όπλα πάνω από το κεφάλι της κόρης μου και της συντρόφου μου. Το παιδί έπαθε νευρικό κλονισμό. Ακόμα βλέπει ένστολο και τρέμει. Εξω απ’ το σπίτι τουλάχιστον άλλοι 20 ασφαλίτες με πέντε οχήματα. Βίαια μεταφορά στα οχήματα, όχι μόνο εμένα αλλά και της κόρης μου και της συντρόφου μου, οι οποίες δεν είχαν κανένα λόγο να μεταφερθούν στην Ασφάλεια χωρίς τη θέλησή τους. Σ’ όλη τη διαδρομή η κόρη μου έχοντας πάθει ισχυρό σοκ έκλαιγε και έκανε συνεχώς εμετούς. Εννέα και δεκαπέντε φτάσαμε στην Αντιτρομοκρατική. Σ’ άλλο γραφείο εγώ, σ’ άλλο γραφείο η σύντροφος και η κόρη μου, που όπως έμαθα εκ των υστέρων τις ανέκριναν συνεχώς μέχρι τις μία. Εμένα με περίμεναν οχτώ της Αντιτρομοκρατικής. Κάποιους απ’ αυτούς τους θυμήθηκα από την ανάκριση του ’93. Απ’ την πρώτη στιγμή τους ζήτησα να έρθω σε ερπαφή με τη δικηγόρο μου και συγκεκριμένα την Αννίτα Πολιτάκη. Με έγδυσαν με τη βία χωρίς να μου αφήσουν κανένα ρούχο. Ηθελαν να μου σπάσουν το ηθικό αλλά και να μη γεμίσουν με αίματα τα ρούχα μου. Μου είπαν, αυτά που ήξερες το ’93 ξέχασέ τα. Αν δεν συνεργαστείς, θα σου φορτώσουμε όλο τον Ποινικό Κώδικα. Θέλουμε να μας δώσεις πληροφορίες για τέσσερα άτομα, το Φώτη, το Λάμπρο, το Σαρδανάπαλο και το Νικήτα. Μετά από καιρό κατάλαβα ότι εννοούσαν τον Ψαραδέλλη, το Γιωτόπουλο, το Γιάννη Σερίφη και τον Παπαναστασίου. Τους είπα, δεν καταλαβαίνω γιατί με ρωτάτε και ότι κάνουν λάθος όπως έκαναν και το ’93. Αρχισαν να με βρίζουν χυδαία και να με χτυπούν με λύσσα, άλλος με γκλομπ, άλλος με γροθιές και κλωτσιές. Οταν σταμάτησαν, ήρθε κάποιος και μου διάβαζε ενέργειες της οργάνωσης στις οποίες δήθεν συμμετείχα μαζί με άλλους, αναφερόμενοι σε διάφορα ονόματα τα οποία κατάλαβα εκ των υστέρων ότι ήταν ψευδώνυμα.
Συνέχισαν να με χτυπούν βρίζοντάς με και να μου διαβάζουν περιγραφές ενεργειών της οργάνωσης. Αυτό κράτησε ώρες. Κάποια στιγμή ζήτησα να πάω στην τουαλέτα. Μου είπαν ότι αν δεν συνεργαστείς δεν έχει ούτε τουαλέτα ούτε νερό. Εκανα την κίνηση να αφοδεύσω στο γραφείο. Με σταμάτησαν και μου έδωσαν μια πετσέτα να σκουπίσω τα αίματα και μου επέτρεψαν να ντυθώ. Με πήγαν με χειροπέδες στην τουαλέτα. Επιχείρησα να πιω νερό απ’ τη βρύση, αλλά μου αρνήθηκαν με το πρόσχημα ότι είναι μολυσμένο διότι είναι από δεξαμενή. Θα σου δώσουμε εμείς νερό εμφιαλωμένο. Με πήγαν σ’ ένα γραφείο και μου ζήτησαν πάλι να συνεργαστώ, δίνοντας πληροφορίες για τους τέσσερις που ανέφερα. Ημουν πάλι αρνητικός. Κάποια στιγμή έβαλαν στο γραφείο, όπου δεν υπήρχε άλλο αντικείμενο, νερά και αναψυκτικά. Μου έκανε εντύπωση ότι ήταν παγωμένα. Με άφησαν για αρκετή ώρα μονάχο μου. Με πήρε ο ύπνος στο τραπέζι. Ορισμένες στιγμές με ξυπνούσαν με χτυπήματα του γκλομπ, λέγοντάς μου ότι δεν είναι κρεβάτι εδώ. Εκ των υστέρων θυμήθηκα τον εαυτό μου να κοιμάμαι στο τραπέζι και να παραμιλάω. Ημουν σαν χαμένος. Κάποια στιγμή μου έφεραν κάποια χαρτιά και υπέγραψα. Ετσι όπως ήμουν, ό,τι και να μου έφερναν θα υπόγραφα. Δεν καταλάβαινα τίποτα.
Αφού ξημέρωσε, με πήγαν σηκωτό σε κάποιο κελί. Η όλη διαδικασία της ανάκρισης κράτησε γύρω στις 20 ώρες. Με απείλησαν ότι αν αντιληφθούν οτιδήποτε, οποιαδήποτε αναφορά σε συγγενείς και δικηγόρους για τα βασανιστήρια, αλλά και αν αμφισβητήσω αυτά που υπέγραψα, θα με πέταγαν απ’ το 12ο όροφο με το πρόσχημα ότι πήγα να δραπετεύσω. Κάποια στιγμή με πήγαν σ’ ένα γραφείο με δέκα ασφαλίτες και μου ‘παν ότι θα σ’ επισκεφτεί ο δικηγόρος σου. Ηρθε κάποιος τον οποίο δεν γνώριζα και μου συστήθηκε σαν δικηγόρος. Ημουν σε άσχημη κατάσταση. Πονούσε όλο μου το κορμί. Οι ασφαλίτες ήταν πιο κοντά απ’ το δικηγόρο, παρακολουθούσαν και άκουγαν τα πάντα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν τολμούσα να του πω ότι με χτύπησαν, γιατί ήμουνα στα χέρια τους και θα με απειλούσαν για το χειρότερο όταν θα ξαναγύριζα. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Με πήγαν πάλι στο κελί μου. Κατά διαστήματα ερχόντουσαν και με χτυπούσαν.
Μετά από μέρες μου είπαν να ετοιμαστώ να πάμε στα δικαστήρια, όπου θα ήταν και ο δικηγόρος μου. Με χτυπούσαν και με απειλούσαν να μη τολμήσω να πάρω πίσω τίποτ’ απ’ αυτά που υπέγραψα. Μου πέρασαν αλεξίσφαιρο γιλέκο, χειροπέδες και με πήγαν σε μια μεγάλα αίθουσα όπου ήταν ο Ψαραδέλλης κι ο Γιωτόπουλος. Ηρθαν δύο ασφαλίτες, με έριξαν πάνω με το γόνατο σ’ ένα πάγκο και με γρονθοκοπούσαν και μου έσφιγγαν τις χειροπέδες. Γι’ αυτό το περιστατικό έχουν καταθέσει πρωτόδικα ο Ψαραδέλλης κι ο Γιωτόπουλος. Οι απειλές συνεχίστηκαν πάλι στα δικαστήρια, πριν πάω στο γραφείο της ανακρίτριας. Οταν με πήγαν ήμουν με την απειλή των όπλων. Αναγκάστηκα να υπογράψω ό,τι μου ζήτησαν. Μετά πίσω πάλι στην Ασφάλεια. Παρότι ο δικηγόρος μου έφερε την προανακριτική, οι ασφαλίτες δεν μου την έδωσαν παρά μόνο την ημέρα της μεταγωγής μου στον Κορυδαλλό, 15 μέρες μετά, και μου την έβαλαν στην τσέπη. Στον Κορυδαλλό μου την κατάσχεσαν χωρίς ποτέ να μου τη δώσουν. Ενημερώθηκα για το περιεχόμενο των προανακριτικών περί το τέλος Αυγούστου. Παρ’ όλο που δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα, πήγα να τρελαθώ. Συνειδητοποίησα σιγά-σιγά ότι σε όλα όσα αναφέρομαι ήταν αυτά που μου διάβαζαν στην Αντιτρομοκρατική.
Κάποια στιγμή είπα στο δικηγόρο μου ότι δεν έχω σχέση μ’ όλα αυτά που με κατηγορούν και ότι τα αποδέχτηκα υπό το καθεστώς τρομοκρατίας, σωματικής και ψυχολογικής βίας. Οταν αποχώρησαν, άργησα να βρω δικηγόρο. Μέσα στο γνωστό κλίμα που είχε δημιουργηθεί, της γνωστής τρομοϋστερίας, έκανα ενάμισι με δυο μήνες να βρω δικηγόρο. Αμέσως μετά έκανα αγωγή για βασανιστήρια και ζήτησα να με επισκεφτεί ιατροδικαστής, μετά από αίτημα του δικηγόρου μου. Μου αρνήθηκαν. Ενα μήνα μετά την παραμονή μου στον Κορυδαλλό με επισκέφτηκε γιατρός και μου ανέφερε ότι από τις αιματολογικές εξετάσεις που έκαναν σε όλους, ότι εγώ έχω σοβαρό πρόβλημα στο συκώτι. Του είπα ότι το αποκλείω, ότι δεν είχα ποτέ τέτοιου είδους πρόβλημα. Μετά από έξι μήνες, πάλι μετά από αιματολογικές εξετάσεις, μου είπαν πάλι ότι έχω πρόβλημα στο συκώτι. Στην απεργία πείνας τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 2004, μετά από συνεχείς αιματολογικές εξετάσεις, οι γιατροί μου είπαν πάλι ότι έχω σοβαρό πρόβλημα στο συκώτι. Κανένας απ’ αυτούς τους γιατρούς δεν μπορεί να καταλάβει την αιτία, αφού στη φυλακή δεν παίρνω ούτε αλκοόλ ούτε οποιαδήποτε άλλη ουσία, ούτε φάρμακα που να δικαιολογούν το συγκεκριμένο πρόβλημα στο συκώτι μου. Υποπτεύονται όλοι φάρμακα που δεν φαίνεται ότι μου χορήγησαν και είναι τα μόνα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τέτοια ζημιά. Ολοι όμως φοβούνται να πουν το λόγο για ευνόητους λόγους. Ετσι εξηγείται γιατί επί τρία χρόνια σχεδόν κωλυσιεργούν και αρνήθηκαν να μου κάνουν σοβαρές εξετάσεις μέχρι σήμερα. Υστερα από πολλά προσκόμματα και αναβολές με πήγαν στο νοσοκομείο, χωρίς όμως να έχω κάνει όλες τις απαραίτητες εξετάσεις. Μου έχουν κλείσει νέα συνάντηση για εξετάσεις, βιοψία και τυχόν θεραπεία για τις 15 Μάρτη του 2006.
Απ’ τα λίγα που μπόρεσα εκ των υστέρων να πληροφορηθώ, τα περισσότερα απ’ τα φάρμακα που χορηγούνται στις ανακρίσεις για να διευκολύνουν τη συνεργασία του ανακρινόμενου έχουν το χαρακτηριστικό ότι δημιουργούν σοβαρό πρόβλημα στο συκώτι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μοναδικός που έχει τέτοιο πρόβλημα είμαι εγώ και ο Σάββας Ξηρός. Ασφαλώς θα πρόκειται για τυχαία σύμπτωση, αφού σύμφωνα με τον εισαγγελέα της πρώτης δίκης ούτε με χτύπησαν, διότι δεν ζήτησα φωτογραφική μηχανή να φωτογραφίσω τα σημάδια μου, ούτε μου έδωσαν εμφιαλωμένα νερά και αναψυκτικά, επιμένοντας μάλιστα ότι είναι εμφιαλωμένα.
Ολα αυτά τα οποία κατέθεσα και στην πρωτοβάθμια δίκη δίνουν μια απάντηση στο ερώτημα που απασχολεί τον ελληνικό λαό, τι είναι οι προανακριτικές και πώς αποσπάστηκαν. Είναι αντιγραφή, με μερικές εσκεμμένες διαφορές, για να φαίνονται αυθεντικές, μίας και μόνο “προανακριτικής κατάθεσης”, που κι αυτή είναι στο μεγαλύτερο μέρος κατασκευασμένη. Αντιγραφές που μοιράστηκαν στους υπολοίπους. Για τους δικαστές όμως της πρωτοβάθμιας δίκης όλα αυτά τα σενάρια ήταν αρκετά για να καταδικαστώ στη σκανδαλώδη ποινή 4 φορές ισόβια, για τρεις ενέργειες στις οποίες όχι μόνο δεν ήμουν παρών, αλλά με τις οποίες δεν είχα καμία απολύτως σχέση».
Στη συνέχεια, πήρε το λόγο ο Γ. Γκουντούνας, βασικός υπερασπιστής του Χρ. Ξηρού, ο οποίος από την αρχή ακόμα της αγόρευσής του κατέστησε σαφές, ότι η προανακριτική απολογία του εντολές του δεν είναι προϊόν ελεύθερης βούλησής του, αλλά είναι ένα κείμενο που άλλοι έγραψαν και ο ίδιος αναγκάστηκε να υπογράψει, βρισκόμενος σ’ ένα καθεστώς άσκησης ψυχολογικής βίας, απειλών για τη ζωή του αδερφού του και την τύχη των υπόλοιπων αδερφών του και χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών. Από τις πρώτες κιόλας παραγράφους της αγόρευσης, φάνηκε ότι ο Γ. Γκουντούνας έχει κάνει δουλειά στο ουσιαστικό μέρος και έχει συστηματοποιήσει όλα τα στοιχεία που αποκαλύπτουν πως στήθηκε η προανακριτική «ομολογία» του Χριστόδουλου. Γι’ αυτό και αρχικά η εισαγγελέας και στη συνέχεια ο πρόεδρος εγκαινίασαν μια τακτική που δεν την είχαν ακολουθήσει σε κανέναν άλλο συνήγορο: διέκοπταν συνεχώς τον συνήγορο και αμφισβητούσαν τα λεγόμενά του. Ο πρόεδρος μάλιστα εκτέθηκε ανεπανόρθωτα, καθώς αμφισβητούσε ακόμα και τα αυτονόητα. Μιλούσε για παράδειγμα ο συνήγορος για απειλές και άσκηση ψυχολογικής βίας και ο πρόεδρος ρωτούσε «αφελώς» (ή μήπως αφελώς;), «δεν μας είπατε σε τι συνίστανται οι λόγοι ακυρότητας που επικαλείστε»! Ετσι κύλησε ολόκληρη η αγόρευση του συνηγόρου, ο οποίος ήταν απόλυτα συγκροτημένος και γι’ αυτό δεν έχασε τον ειρμό της σκέψης του, παρά τις άπειρες διακοπές που υπέστη. Δυστυχώς, εδώ δεν μπορεί να μεταφερθεί όλη η αγόρευση, που με τις συνεχείς διακοπές κράτησε ώρες, αξίζει όμως τον κόπο να αναζητήσει κανείς τα πρακτικά στο Διαδίκτυο.
Εκείνο που εμείς θέλουμε να παρατηρήσουμε είναι ότι ο πρόεδρος Δ. Βερτέλης εκτέθηκε ανεπανόρθωτα, για δεύτερη φορά από τότε που άρχισε η δίκη (η πρώτη ήταν όταν χρησιμοποίησε επιχειρήματα επικαλούμενος την πρωτοβάθμια απόφαση, την οποία θα έπρεπε «να έχει ξεχάσει», όπως απαιτεί ο νόμος). Εκτέθηκε, διότι παρεμβαίνοντας συνεχώς και αμφισβητώντας χονδροειδώς τα όσα υποστήριζε ο συνήγορος, ήταν σαν να μας έλεγε όχι μόνο την (απορριπτική) απόφαση για τη συγκεκριμένη ένσταση, αλλά και την τελική απόφαση του δικαστήριου: ενοχές και καταδίκες με βάση το υλικό των προανακριτικών «ομολογιών».Τουλάχιστον ο Μ. Μαργαρίτης είχε περισσότερο τακτ. Κάθε φορά που εγειρόταν ένα θέμα προσποιούνταν ότι άκουγε με κατανυκτική προσοχή τα επιχειρήματα των συνηγόρων και επαναλάμβανε συνεχώς ότι θεωρεί όλους τους κατηγορούμενους αθώους και δεν πρόκειται να αποφασίσει αν δεν ακούσει πρώτα και την τελευταία λέξη της διαδικασίας. Φαίνεται καθαρά ότι ο κ. Βερτέλης δεν έχει τη «φινέτσα» του κ. Μαργαρίτη, αλλά ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Καθαρές συμπεριφορές, καθαρά συμπεράσματα. Το γαμώτο είναι πως απ’ όλ’ αυτά ελάχιστα πληροφορείται ο ελληνικός λαός.
Ο Γ. Γκουντούνας δεν μπόρεσε να τελειώσει την αγόρευσή του. Σ’ ένα μικρό διάλειμμα της διαδικασίας εμφάνισε συμπτώματα υψηλής πίεσης και η γιατρός του ΕΚΑΒ που τον εξέτασε διαπίστωσε και ταχυπαλμία και ζήτησε τη μεταφορά του για προληπτικούς λόγους στο νοσοκομείο. Ετσι, η συνεδρίαση διακόπηκε για τη Δευτέρα.