Σε προηγούμενο φύλλο έχουμε αναφερθεί στα κατορθώματα της Στ. Μαντέλη, του Χρ. Μπότσιου και του Κ. Σκιαδά σε σχέση με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου. Οι δύο κύριοι και η κυρία έχουν ένα χοντρό πρόβλημα με τη μεταβίβαση του δάσους των 8.800 στρεμμάτων στη Μονή Βατοπεδίου, γιατί δεν έχουν το νομικό έρεισμα γι’ αυτή τη μεταβίβαση. Εκ των υστέρων προσπάθησαν να καλύψουν αυτή την καραμπινάτη παρανομία κάνοντας οι Στ. Μαντέλη και Χρ. Μπότσιος νομικά σάλτα-τερατουργήματα, τα οποία υιοθέτησε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Γεωργίας Κ. Σκιαδάς. Κατά τη γνώμη εγκύρων νομικών κύκλων, η Στ. Μαντέλη και ο Χρ. Μπότσιος πρώτα απ’ όλα όφειλαν, δεδομένου ότι και οι δύο είναι νομικοί και δεν παρέλειπαν να το τονίζουν στους συνομιλητές τους, όταν αυτοί εξέφραζαν την γνώμη τους πάνω σε νομικά ζητήματα, να εξετάσουν εάν πραγματικά μπο- ρούν να αποχαρακτηρίσουν το δάσος της Ουρανούπολης από δάσος σε δασική έκταση και μετά να γίνει η διαδικασία μεταβίβασης. Ομως κάτι τέτοιο δε μπορούν να το κάνουν στηριζόμενοι με σοβαρότητα στο έδαφος της νομικής επιστήμης και της νομιμότητας.
Εμείς δεν είμαστε νομικοί, αλλά για δεκάδες χρόνια έχουμε μια πολύ σοβαρή σχέση με τη νομική επιστήμη. Κάναμε την απλή σκέψη και κίνηση να πάμε να δούμε ποια ήταν η ισχύουσα δασική νομοθεσία το 1934, που η Επιτροπή Απαλλοτριώσεων Χαλκιδικής (ΕΑΧ) χαρακτήρισε το δάσος της Ουρανούπολης «δάσος χθαμαλό» και όχι δασική έκταση. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαμε να καταλάβουμε αυτό το χαρακτηρισμό και ταυτόχρονα να κρίνουμε εάν είναι σύννομος ή όχι με την ισχύουσα νομοθεσία. Ο χαρακτηρισμός «δάσος χθαμαλό» διακρίνει το συγκεκριμένο δάσος από ένα άλλο με τον τρόπο που διακρίνουμε τον κοντό από τον ψηλό άνθρωπο. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε ποιος ήταν ο ορισμός του δάσους το 1934, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, που ήταν ο νόμος 4173/1929. Ο ορισμός του δάσους και των δασικών εκτάσεων ορίζεται στο άρθρο 45 αυτού του νόμου, που αναφέρει: «Δάσος είναι πάσα έκτασις εδάφους εν όλω ή εν μέρει υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας καλυπτομένη και δυναμένη, δασικώς εκμεταλλευομένη, να παράγη δασικά προϊόντα κατονομαζόμενα ειδικώτερον εν τω πίνακι διατιμήσεως των δασικών προϊόντων». Η δασική έκταση ορίζεται ως εξής: «Δασικαί εκτάσεις είναι αι εκτάσεις αι καλυπτόμενοι υπό αραιάς και πενιχράς δασικής βλαστήσεως, συνισταμένης κυρίως εκ δένδρων ή θάμνων της ζώνης των αειθαλών πλατυφύλλων και μη δυνάμεναι να εκμευταλλευθώσι δασικώς ειμή μόνον κτηνοτροφικώς και επομένως ως δασικαί βοσκαί χαρακτηριζόμενοι».
Εάν διαβάσουμε και τους δύο αυτούς ορισμούς του νόμου, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η ΕΑΧ όφειλε να χαρακτηρίσει την έκταση των 12.285 στρεμμάτων ως δάσος και όχι ως δασική έκταση. Οσον αφορά δε τον ιδιαίτερο χαρακτηρισμό ως χθαμαλό, αυτός οφείλεται αποκλειστικά στο ύψος των δέντρων. Αυτό δεν εισάγεται από τον νομοθέτη του 1929 στον ορισμό του δάσους. Αντίθετα, τονίζεται ότι εκείνο που τον απασχολούσε ήταν εάν η έκταση καλύπτεται από άγρια ξυλώδη φυτά οιωνδήποτε διαστάσεων.
Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι η Στ. Μαντέλη και ο Χρ. Μπότσιος (και στη συνέχεια το Ε’ τμήμα του ΝΣΚ) συνειδητά αγνόησαν την ισχύουσα νομοθεσία του 1934, δηλαδή το νόμο 4173/1929, προκειμένου να βαφτίσουν αυθαίρετα το κρέας ψάρι (κατά το συνήθειο των… αγίων πατέρων του Ορους) και να νομιμοποιήσουν εκ των υστέρων την παράνομη ενέργεια των υπουργών της κυβέρνησης Καραμανλή να μεταβιβάσουν, εκτός των άλλων, και το δάσος της Ουρανούπολης στη Μονή Βατοπεδίου, χωρίς να έχουν κανένα νομικό έρεισμα. Δεύτερο, διαστρέβλωσαν το νόμο 3147/2003 σύμφωνα με τον οποίο οι πράξεις χαρακτηρισμού των Επιτροπών Απαλλοτριώσεων και των Επιτροπών Οριστικών Διανομών είναι οριστικές και δεν επιδέχονται αλλαγές από κανένα όργανο. Το βασικότερο σ’ αυτή την υπόθεση είναι ότι αγνόησαν ότι όφειλαν να σταθούν στην ισχύουσα νομοθεσία του 1934 προκειμένου να δουν ποιός ήταν τότε ο ορισμός του δάσους και έτσι να «καταλάβουν» γιατί η ΕΑΧ το χαρακτήρισε δάσος και όχι δασική έκταση. Είναι, λοιπόν, φανερές οι ποινικές ευθύνες της Στ. Μαντέλη και του Χρ. Μπότσιου, πέρα από τις πρωτογενείς υπουργικές ευθύνες, πολιτικές και ποινικές.
Κλείνουμε με δυό λόγια για την απόφαση 3822/25-1-2005 του Ε. Μπασιάκου και την ΚΥΑ 16651/26-7-2006 των Ε. Μπασιάκου και Π. Δούκα, με τις οποίες δόθηκε εντολή στην Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου να γίνουν οι μεταβιβάσεις των ακινήτων-φιλέτων στη Μονή Βατοπεδίου. Οι αποφάσεις αυτές είναι, εκτός των άλλων, παράνομες –και μπορούν άμεσα να καταργηθούν, τόσο αυτές όσο και τα αποτελέσματα που δημιούργησαν– γιατί δεν τηρήθηκε το Διοικητικό Δίκαιο κατά την έκδοσή τους. Συγκεκριμένα, για να είναι και τυπικά νόμιμη μια υπουργική απόφαση, πρέπει: Να υπάρχει ενημερωτικό σημείωμα και σχέδιο ΥΑ ή ΚΥΑ από την αρμόδια Διεύθυνση, που θα υπογράφεται από εισηγητή, τμηματάρχη, διευθυντή και γενικό διευθυντή. Μετά ακολουθούν οι υπογραφές της πολιτικής ηγεσίας: γενικού γραμματέα, υφυπουργού και υπουργού. Οι αποφάσεις αυτές, όμως, βγήκαν από το γραφείο του υπουργού, κάτι που αναγράφεται στην αριστερή πλευρά της πρώτης σελίδας των δύο αποφάσεων. Ο Ε.Μπασιάκος ακολούθησε αυτή τη διαδικασία, γιατί δεν εύρισκε υπάλληλους να συνεργήσουν σ’ αυτή την παρανομία, ενώ ήταν και συνήθης αυτή η πρακτική στην έκδοση των υπουργικών αποφάσεων.